Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία - cinemagazine.gr
8:18
19/8

Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία

Trois Couleurs: Rouge

Μετά το άσπρο, το κόκκινο και μετά την ισότητα, η αδελφοσύνη. Ο Κριστόφ Κισλόφσκι συμπληρώνει το παζλ της τριλογίας του, κορυφώνοντας τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία και τη σεναριακή του ακρίβεια. Λυπόμαστε που εγκαταλείπει –όπως λέει – τον κινηματογράφο στην κορυφαία στιγμή της καριέρας του, χαιρόμαστε γιατί μας χάρισε τις καλύτερες αναμνήσεις. Σε κόκκινο φόντο και υπό τις μελωδίες του Πράισνερ, grand finale για το μεγαλύτερο σύγχρονο Ευρωπαίο δημιουργό.

Από τον Χρήστο Μήτση

Λένε πως κάθε μεγάλος σκηνοθέτης γυρίζει πάντα την ίδια ταινία. Αληθινό, αν και, αναγκαστικά, αρκετά απλουστευτικό. Οι δημιουργοί χαρακτηρίζονται από εμμονές, από το δικό τους, μοναδικό πολλές φορές, τρόπο που βλέπουν και δείχνουν τα πράγματα, υποχρεωτικά γυρίζουν στην ίδια ιστορία. Για τον Κριστόφ Κισλόφσκι αντίθετα, μια ιστορία δεν είναι ποτέ αρκετή. Ο κινηματογράφος του, όπως και η ίδια η ζωή, είναι πολύπλοκος, κοιτάζει πολλά πράγματα από πολλές οπτικές γωνίες. Γι’ αυτό και χωράει πολλές μικρές ταινίες μέσα σε μία και ποτέ αυτή η μία δεν είναι αρκετή. Ο «Δεκάλογος», τα «Τρία Χρώματα», ακόμη και η «Βερονίκ», που ήταν διπλή. Ποτέ μόνο ένα πράγμα, ποτέ μόνο ένας ήρωας.

Αν το μοντέρνο σινεμά μας γνώρισε το μοναχικό και αποξενωμένο άνθρωπο, τον αντί-ήρωα των μακρινών αποστάσεων και των άδειων τοπίων, ο Κισλόφσκι γυρίζει «πίσω» και ρίχνει τους ανθρώπους τους στην περιπέτεια της κοινωνίας, στην κόλαση των άλλων. Αυτή τη σχέση μας με τους άλλους εξερευνά το σινεμά του Πολωνού, σχέση πολύπλοκη, διφορούμενη, αντιφατική, σχέση που γεννά διαρκώς ερωτήματα και αδυνατεί να δώσει απάντηση. Αλλά και αν το κατορθώσει, πώς θα μπορούσε να είναι μόνο μία;   

Συνθέτει την «κόκκινη ραψωδία» του και απογειώνει τη μεταφυσική του γοητεία στο έπακρο

Η Βαλεντίν, ένα νεαρό φωτομοντέλο, γνωρίζει από σύμπτωση ένα συνταξιούχο δικαστικό, ανακαλύπτοντας συγχρόνως ότι ο τελευταίος αρέσκεται στο να ακούει κρυφά και να μαγνητοφωνεί τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις των γειτόνων του. Ο Ογκίστ, ο νεαρός δικαστής και γείτονας της Βαλεντίν, ζει το δικό του, προσωπικό ερωτικό δράμα, δε γνωρίζει κανέναν από τους άλλους ήρωες, η κοινή μοίρα και των τριών, όμως, θα αποκαλυφθεί πάνω σε ένα φέρι-μποτ που ταξιδεύει για την Αγγλία. Τι ενώνει αυτούς τους άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους;

Η ταινία είναι γεμάτη από κάθε λογής τηλεπικοινωνιακά εργαλεία, η επαφή όμως δε βρίσκεται στην ταχύτητα. Τα τηλέφωνα μεταφέρουν πάντα το λάθος μήνυμα και κάτι άλλο, πιο μακρινό και πιο αόρατο συνδέει ακόμα και αυτούς που δε θέλουν να επικοινωνήσουν. Τη Βερόνικα και τη Βερονίκ, τη Ζιλιέτ Μπινός και το νεκρό άντρα της στο Μπλε, το δικαστή και τον Ογκίστ – ανθρώπους που δεν μπορούν να συναντηθούν ποτέ. Η μοίρα; Η κοινή, πανανθρώπινη ιστορία; Η αδελφοσύνη;  

Όπως και στις δύο προηγούμενες ταινίες της τριλογίας, όπως και στο Δεκάλογο, ο Κισλόφσκι ξεκινά από μια φράση, μια έννοια, ένα δόγμα. Παίρνει μια «πανανθρώπινη αλήθεια» και τη χρησιμοποιεί ως σημείο αφετηρίας και ως πρόσχημα. Πρόσχημα για την αφήγηση μιας ιστορίας και αφορμή για τις περιπέτειες των ηρώων του. Περιπέτειες που γεννιούνται από την επαφή τους, από την «αδελφοσύνη» τους στην προκειμένη περίπτωση, από μια έννοια που υπάρχει μόνο όταν υπάρχουν μαζί και ποτέ μόνοι τους. Όλες οι ιδέες στο σινεμά του Κισλόφσκι, άλλωστε, δεν υπάρχουν καθαυτές, αλλά ανάμεσα σε κάποιες άλλες. Ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, δύο οπτικές γωνίες, δύο πλάνα. Γιατί το σινεμά, αντίθετα από το θέατρο, δεν είναι ποτέ αυτό που βλέπουμε, είναι η σχέση του κάδρου με ό,τι έχει μείνει έξω απ’ αυτό. Ποτέ μέσα, αλλά πάντα ανάμεσα.

Mας χάρισε τον πλέον αξέχαστο και συγκινητικό αποχαιρετισμό

Ολοκληρώνοντας το «γαλλικό κύκλο» του –πάνω στη σημαία, τα χρώματά της και τα συνθήματα της γαλλικής επανάστασης – ο Κισλόφσκι ολοκληρώνει εδώ και το στοχασμό του πάνω στη μοναξιά, τις απρόβλεπτες του έρωτα, τον κυνισμό, την παραίτηση, τη σύγκρουση του ιδιωτικού με το κοινωνικό, το θρίαμβο της ανθρώπινης επικοινωνίας. Μ ένα σφιχτοδεμένο και προσεγμένο στην παραμικρή λεπτομέρειά του σενάριο, στήνει μια «μικρή ιστορία για το τηλέφωνο» - ένα ακόμα καθημερινό αντικείμενο, μετά το αυτοκίνητο στο Μπλε και τη βαλίτσα στο Λευκό που παίρνει διαφορετικές, εφιαλτικές διαστάσεις – παίζει με το φως στα πρόσωπα και το σκοτάδι, στις ψυχές των ηρώων του και σκηνοθετεί ένα παιχνίδι πάνω στις αποχρώσεις (εικαστικές και σημειολογικές) του κόκκινου χρώματος. Με «ρευστές» και αόρατες κινήσεις της κάμερας, με μια λιτή και καίρια ματιά  - όπως στο Λευκό – και, συγχρόνως, με μία «εσωτερική» και πλαστική σκηνοθεσία – όπως του Μπλε ή της Βερονίκ - συνθέτει την «κόκκινη ραψωδία» του και απογειώνει τη μεταφυσική του γοητεία στο έπακρο. 

Ο Κισλόφσκι ανακοίνωσε επανειλημμένα πως εγκαταλείπει το σινεμά. Αν μετανιώσει, να είναι σίγουρος πως θα χαρούμε και με το παραπάνω, αν όμως επιμείνει να είναι ακόμα πιο σίγουρος ότι μας χάρισε τον πλέον αξέχαστο και συγκινητικό αποχαιρετισμό.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία
  • Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία