Κινηματογραφικές βιογραφίες: Μυστικά και ψέματα του «Οργισμένου Ειδώλου» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:25
15/11

Κινηματογραφικές βιογραφίες: Μυστικά και ψέματα του «Οργισμένου Ειδώλου»

«Όταν πρωτοείδα το φιλμ στεναχωρήθηκα κάπως. Mε έδειχνε τόσο άσχημο άνθρωπο. Μετά κατάλαβα ότι αυτό ακριβώς ήταν η αλήθεια. Δεν είναι το ποιος είμαι τώρα, αλλά το ποιος ήμουν τότε. . .». Ο πυγμάχος Τζέικ ΛαΜότα αυτοτιμωρείται και ο Σκορσέζε σεριανάει στα συντρίμμια της αποκαθηλωμένης φαντασίωσής του.

Από τον Πάνο Αχτσιόγλου

Οργισμένο Είδωλο (1980) του Μάρτιν Σκορσέζε

Μία από τις ομορφότερες ταινίες στην ιστορία του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά αντηχεί τις βίαιες σκέψεις, τα τραγικά γεγονότα και τις αδιέξοδες παρορμήσεις μιας προσωπικότητας που είχε γραμμένη τη λέξη “πτώση” στο μέτωπο της από την αρχή έως το τέλος της πορείας της. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτής της εμβληματικής ταινίας αναρωτιέσαι για το μέγεθος της καταστροφικότητας αυτού του ανθρώπου, προσπαθώντας μάταια να βρεις μια συναισθηματική ή έστω συμπεριφορική απάντηση στα ερωτήματα που αβίαστα εσύ ο ίδιος θέτεις. Σαν μια θηλιά που σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από το λαιμό σου, παρακολουθείς το εξπρεσιονιστικό πορτρέτο ενός εφιάλτη, καθώς φως και σκιά μετατρέπονται σε μια πηχτή και αχώριστη μάζα.

Ο μεγάλος σκηνοθέτης συναντά για ακόμη μία φορά το κινηματογραφικό του σύμβολο, δημιουργώντας ένα φιλμ που μπορεί να χωρέσει μέσα του το υπέροχο, το χαρισματικό αλλά και το παράλογο. Χωρίς να αλυσοδεθεί περιοριστικά στην πραγματική ζωή της προσωπικότητας, αποφασίζει να αναπαραστήσει τις σημαντικότερες στιγμές μιας καθόλου επιεικούς αυτοβιογραφίας. Κατασκευάζοντας με απίστευτη επιμέλεια και προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια τη δομική αντίθεση της χάρης μέσα στο ριγκ σε σχέση με την ταραγμένη ψυχή ενός ανθρώπου που εκφόβιζε και συχνά πυκνά ξυλοκοπούσε τις γυναίκες του, ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του σημαντικού πυγμάχου και παγκόσμιου πρωταθλητή μεσαίων βαρών (από το 1949 έως το 1951) Τζέικ ΛαΜότα.

Οι περίφημες προπονήσεις του Ντε Νίρο για μήνες, υπό τις οδηγίες του πραγματικού μποξέρ, όπως και τα 27 κιλά που πήρε ο ηθοποιός μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έχουν μείνει στην ιστορία. Αυτό που ξεχωρίζει όμως είναι η εμπνευσμένη κινηματογράφηση του Σκορσέζε που λες και πραγματοποιήθηκε για να αποτελέσει πρωτοσέλιδο περιοδικού, περιγράφοντας την άνοδο και την πτώση ενός χαρακτήρα, μέσα από εικονογραφημένα πλαίσια που θυμίζουν σκηνές εγκλήματος. Βασισμένο στο βιβλίο που έγραψε ο ίδιος ο ΛαΜότα το 1970, το φιλμ ενώνει τα κομμάτια μιας καθόλου κολακευτικής περσόνας, χωρίς ωστόσο να σου περνά ποτέ από το μυαλό ότι η αυτοκριτική του γραπτού κειμένου μπορεί και είναι σκληρότερη από την κινηματογραφική αποτύπωσή του.

Το μονόχρωμο φιλμάρισμα (πέρα ως πέρα συνειδητή επιλογή και πλήρως συνυφασμένη με τις φαντασιώσεις του πυγμάχου) εντυπώνεται σε ονειρικές αποχρώσεις του γκρίζου, με τις φωτοσκιάσεις να μοιάζουν βγαλμένες από το πιο δυστοπικό νουάρ την πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου. Ο Σκορσέζε φροντίζει ώστε οι αποτρόπαιες πράξεις ίσως ενός από τους πιο εμβληματικούς αντιήρωες, να συγκλονίζουν μόνο για λίγο, επισκιάζοντάς τις με νέες, ακόμη πιο οδυνηρές. Λάθη επαναλαμβάνονται και ασυνείδητες εκρήξεις αγανάκτησης σιγοβράζουν διαρκώς, με τους υποστηρικτικούς χαρακτήρες να τυφλώνονται σταδιακά από την ωμή δύναμη, το θύμο και την ταπείνωση ενός απόλυτα αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα.

Πέρα από τις όποιες ανακρίβειες και παραλήψεις (οι οποίες παρεμπιπτόντως είναι ελάχιστες) αυτό που κάνει το φιλμ να παραμένει ακόμη και τώρα ως μια από τις σημαντικότερες αμερικάνικες ταινίες της ιστορίας, είναι η ευφυέστατη -μέσα στην απλότητά της- σύνδεση σκηνών απίστευτης βιαιότητας με αλληλουχίες σπαρακτικού, σχεδόν θανατηφόρου συναισθηματισμού και οδυνηρής αυτολύπησης. Οι αξέχαστες σκηνές των αγώνων (με το ριγκ να μεγεθύνεται τεχνητά από τη σκηνοθεσία, κάνοντάς το να μοιάζει με μια αρένα χωρίς τέλος, χωρίς λύτρωση) εναλλάσσονται με σεκάνς απαράμιλλου ρομαντισμού, γειωμένου τόσο πολύ στην πραγματικότητα που σχεδόν σε κάνει να ξεχνάς τι έχει προηγηθεί.

Ο πολύς Ρόμπερτ Ντε Νίρο ερμηνεύει ηλεκτρισμένα έναν από τους μεγαλυτέρους ρόλους της καριέρας του, πλαισιωμένος από τον εξαιρετικό Τζο Πέσι, ο οποίος υποδύεται τον αδελφό και μάνατζερ του ΛαΜότα (στην πραγματικότητα ο χαρακτήρας αποτελεί έναν συνδυασμό στοιχείων του αδελφού και του καλύτερου φίλου και συνεργάτη του μποξέρ, Πιτ Σάβατζ) δημιουργώντας μια σχέση που διατηρήθηκε πέρα από τα φιλμικά και συναδελφικά όρια.

Ο μονόλογος του φινάλε, με τον γέρο πια αθλητή να ετοιμάζεται να ανέβει στη σκηνή για το εξευτελιστικό του νούμερο, στοιχειώνεται από την ασθματική, ένρινη φωνή του πρωταγωνιστή της ταινίας (ο Σκορσέζε είχε δηλώσει φοβόταν πραγματικά για την πορεία της υγείας του Ντε Νίρο, λόγω της απότομης αύξησης βάρους) κάνοντας ακόμη κι εσένα να νιώθεις τόσο αποκαμωμένος από τον ατέλειωτο αγώνα ενός χαρακτήρα να γαντζωθεί στην ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του. Ο ΛαΜότα συχνά αναφερόταν στον Σαίξπηρ στους μονολόγους του, όμως σε αυτή τη σκηνή προτιμήθηκε τελικά ο παραλληλισμός με το “Λιμάνι της αγωνιάς” και τον Μάρλον Μπράντο.

Παρότι δεν θεωρήθηκε ακριβής αναπαράσταση του πραγματικού γεγονότος, εντούτοις θα μείνει αξέχαστη, προσθέτοντας βαρύτητα και κλείνοντας ιδανικά την αυλαία μιας ταινίας ανώτερου κινηματογραφικού επιπέδου. Ενός οπερατικού δημιουργήματος που μιλά για μια αποκρουστική συνειδησιακά ζωή, προσφέροντας ταυτόχρονα ένα απόλυτα ελκυστικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.