Η πανηγυρικά βροχερή Κυριακή ξεκίνησε τέλεια (αν και τελείως λανθασμένα με τον προσδιορισμό «προβολή για όλη την οικογένεια») με το «Shut Up and Play the Piano» για τον Τσίλι Γκονζάλες, αυτόν τον έξοχα ανοικονόμητο και υπέρμετρα ταλαντούχο άνθρωπο που παντρεύει το πανκ με το ραπάρισμα και την κλασσική μουσική με την κάθε άλλο παρά κλασσική συμπεριφορά. Βωμολόχο, αγριεμένο, πρόστυχο, αποθεωτικά μουσικό και πολυβολητά μονταρισμένο, το «Σκάσε» σε είχε να χορεύεις στο κάθισμα (ενίοτε να ανοίγεις και το shazam μην ξεχάσεις το κομμάτι…) αλλά και να συλλογιέσαι έκπληκτα πως αυτός ο παροξυσμικός τύπος διακατέχεται από τόσο δέος για την ακαδημαϊκότητα ενώ ταυτόχρονα προκαλεί τα όρια πομπού-δέκτη μιας συναυλίας οποιασδήποτε μουσικής. Ο ορισμός του τέλειου, εγωπαθούς, τρελού καλλιτέχνη που σαλπίζει προχωρώντας πρώτος κι εμείς οφείλουμε να ακολουθούμε.
Στη συνέχεια το «Money Stone» του Στιούαρτ Χάρμον, ξεκινά τέλεια στα παράνομα μεταλλεία χρυσού της Γκάνα, φτιάχνει το πιο κλειστοφοβικό θρίλερ που (δεν) είδες ποτέ στα ανθρώπινα λαγούμια εκατοντάδες μέτρα μέσα στη γη κι έχει επιτελέσει τον στόχο του στην πρώτη μισή ώρα, μιλώντας για την ανωμαλία της παιδικής εργασίας και την ανάγκη της εκπαίδευσης στην Γκάνα. Προβληματικά, υπάρχει και μια ώρα ακόμη, όχι κακού ντοκιμαντέρ αλλά μιας δραματουργικής ακαδημαϊκότητας χωρίς ιδιαίτερο νεύρο που θέλει να έχει χαρακτήρες, θέλει να δώσει ένα happy end και, κυριότερα, αποτυγχάνει στο να γίνει πραγματικά πολιτικό εξακτινώνοντας την κριτική του στους πρέποντες παραλήπτες. Ενδιαφέρον, αλλά χαμένη ευκαιρία.
Επόμενα, η χειρότερη στιγμή των επιλογών που είδα, το «Stranger in Paradise» του Γκουίντο Χέντριξ, ένα φοβερά διδακτικό, φοβερότερα πολιτικά ορθό και αφόρητα αυτάρεσκο πόνημα πάνω στην πολιτική συζήτηση περί μεταναστευτικού προβλήματος στην Ευρώπη, βάζει εκδοχές νοοτροπιών ενός κρατικού υπαλλήλου στην υποδοχή και κρίση καταλληλότητας για βίζα προσφύγων, αποφασίζει πολύ νωρίς πως ο σκεπτικός πάνω στο μεταναστευτικό είναι ακροδεξιός και ο ανοιχτός ένας θαυμάσιος αριστερός που οραματίζεται μια Ευρώπη χωρίς σύνορα και 37 τρισεκατομμύρια δολάρια όφελος (!!) για την Ευρώπη της καρδιάς μας. Κάπως έτσι δεν προωθείται ο διάλογος, η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος και οι πρόσφυγες καταλήγουν χωρίς μοίρα αποκλεισμένοι από μια σειρά χωρών που απλώς κλείνουν τα σύνορά τους. Ο ορισμός της αφελούς και πολιτικά επικίνδυνης ανοησίας σ’ ένα ντοκιμαντέρ που κερδίζει λίγους πόντους μόνο στην τελευταία πράξη του όταν, αυτάρεσκα βέβαια και πάλι, συλλογιέται πόσο αδιέξοδο και ανώφελο υπήρξε ακόμα και το ίδιο.
Τέλος της Κυριακής, καθώς η ώρα της αναχώρησης πλησίαζε επικίνδυνα, το θαυμάσιο «Μαργαριταρένιο Κουμπί» του Γκουζμάν από το 2015, ένα χιλιανό ποίημα πάνω στην ανθρωπολογία, μια φυλή αυτοχθόνων που ζει τις τελευταίες της μέρες (μετά τις σφαγές των εισβολέων της περιοχής, όχι από μόνη της), την πολιτική (ο Γκουζμάν δεν καταδέχεται ποτέ να πει το όνομα του Πινοσέτ), το πανταχού παρόν νερό, το υδάτινο σύμπαν γύρω μας, ενός ωκεανού που είναι η ζωή, έφερε όμως και τον θάνατο, ενός ωκεανού που θυμάται στην όψη ενός κουμπιού εκείνους που βρήκαν μέσα του το άδοξο μνήμα τους, εκείνους που κι εμείς, ίσως, είμαστε καταδικασμένοι να ξεχάσουμε. Ο Γκουζμάν όμως είναι ακόμα εδώ, όλη του η ζωή είναι αφιερωμένη σ’ ένα ημερολόγιο μνήμης της φυλής, της γλώσσας και του κόσμου του, σε όλο του το είναι ηγεμονεύει ένας υπέροχος ρομαντισμός του πως αυτός ο κόσμος θα μπορούσε (;) και θα έπρεπε να είναι.
Οι θερμές ευχαριστίες του υπογράφοντος στην κ. Αντιγόνη Ζόγκα, εκπρόσωπο τύπου του φεστιβάλ, για την ένθερμη, διαρκώς ενημερωτική και πάντα χαμογελαστή βοήθεια σε οτιδήποτε χρειάστηκε.