Το 5o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου άνοιξε τις πύλες του στην Καλαμάτα και θα διαρκέσει έως και τις 27 Ιανουαρίου εκτυλισσόμενο σε πλήθος πελοποννησιακών πόλεων. Βρεθήκαμε εκεί το τριήμερο που μας πέρασε και μεταφέρουμε εντυπώσεις.
Πολύ πριν τα «βασισμένα σε αληθινή ιστορία» μας πειράξουν το δικαίωμα στη μυθοπλασία, το ντοκιμαντέρ υπήρξε το αρχέτυπο της αληθινής ιστορίας. Κι αυτό μάλιστα σ’ ένα είδος που από γεννησιμιού του βρίσκεται σε ένταση με την τάση των δημιουργών να υπερσκηνοθετούν την πραγματικότητα. Πάνω απ’ όλα βέβαια το ντοκιμαντέρ είναι το είδος που σε μαθαίνει. Για τον κόσμο, για την ανθρωπογεωγραφία, την ιστορία και τις υποσημειώσεις της.
Βρέθηκα στην (βροχερότατη) Καλαμάτα, είδα μια διοργάνωση σεμνή, εφαρμοσμένου φεμινισμού (όλες οι θέσεις-κλειδιά είναι κατειλημμένες από γυναίκες – και το μοτίβο του φεστιβάλ αφορά στην ισότητα), με πράγματα να διορθώσει, επιλογές να περηφανεύεται, ικανοποιητική προσέλευση του κόσμου, πολλούς προσκεκλημένους, παράλληλες εκδηλώσεις που θα συνεχιστούν σε όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ και φυσικά, ταινίες. Από την Βηρυτό στην Β. Ήπειρο και τη Γκάνα κι από τον Σκαραμαγκά στην Φινλανδία και την Παταγονία, η Καλαμάτα απογειώνεται στον κόσμο κι εμείς από 13 ταινίες στην 48ωρη παραμονή μας μεταφέρουμε εντυπώσεις.
Η «Γεύση του Τσιμέντου» (2017), του Ζιάντ Καλθούμ, είναι ένα αξέχαστο ντοκιμαντέρ πολιτικής φρίκης και ανθρώπινης απαξίωσης, οπτικά εκφραστικό, ηχητικά σχεδιασμένο πάνω στην βιομηχανική βοή και συγκινητικά στεκόμενο, με λίγη παραπάνω σκηνοθεσία ίσως αλλά ποιος νοιάζεται, δίπλα σε ανθρώπους που τους κλήρωσε αδυσώπητη προσφυγική τύχη. Μερικές φορές διερωτάσαι αν οι πόλεμοι γίνονται (και) για να χαρίζεται πάμφθηνο εργατικό δυναμικό σε χώρες που απέχουν, συμμετέχουν παρασκηνιακά, περιμένουν ή απλά αναρρώνουν από τον δικό τους πόλεμο. Ο Σύρος Καλθούμ βρίσκει θεματικό κέντρο, και σε στιγμές σε συγκλονίζει περιγράφοντας όχι τον κύκλο της ζωής αλλά τον κύκλο του θανάτου, αυτόν του τσιμέντου. Που σου τρώει τη ψυχή, σου τρώει τα πνευμόνια, σου τρώει και τη σάρκα. Που ακόμα χειρότερα ξεκινά με την ανοικοδόμηση μιας ελπίδας για να καταλήξει εφιαλτικά στο υλικό που πέφτει και σε πλακώνει τελειωτικά όταν οι βομβαρδισμοί ξεκινούν, όταν το τέλος της ελπίδας στην πραγματικότητα δεν θα είναι παρά το διαιτολόγιο της Οικονομίας – που ως γνωστόν θέλει πόλεμο για να στηριχθεί. Ο Καλθούμ βρίσκει την τέλεια (και απελπιστική) οπτική ειρωνεία, όταν το πυροβόλο του άρματος μάχης παραλληλίζεται στο μοντάζ με τον τεράστιο αρμό των γερανών της οικοδομής. Στο φινάλε, μια κάμερα τοποθετημένη μέσα σε μια περιστρεφόμενη μπετονιέρα, αναποδογυρίζει ασίγαστα την γη με τον ουρανό, σε ζαλίζει και σου επαναλαμβάνει πονετικά πως αυτός ο κόσμος πια είναι, με περισσότερες από μια έννοιες, «άνω-κάτω». Και δεν θ’ αλλάξει ποτέ.
Από την Βηρυττό στην Σάντα Μόνικα του Λος Άντζελες. Η «Queen Mimi» του Γιανίβ Ροκά, μια 94χρονη σήμερα γυναίκα απίστευτων ζωών, που από νοικοκυρά κατέληξε στους δρόμους άστεγη για δεκαετίες, εν συνεχεία έζησε μέσα σ’ ένα πλυντηράδικο της Σάντα Μόνικα κι εκεί την γνώρισε ο Ζακ Γαλιφιανάκης, που εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια την περηφανεύεται για φίλη του και τελικά της αγόρασε κι ένα μικρό διαμέρισμα, που το επίπλωσε η Ρενέ Ζελβέγκερ, για να μένει. Κάπως έτσι, η Μαρί Χάιστ, Μίμι για τους άπειρους φίλους της, μια γυναίκα νεότερη από ανθρώπους μισό αιώνα ελαφρότερούς της, μια γυναίκα που δεν την τρώει το (ομιχλώδες) παρελθόν, που μιλάει για τους άντρες στον ενεστώτα (κι όπως μας είπε ο παρών σκηνοθέτης μετά, είναι θαυμάσια τώρα μ’ έναν δίμετρο 60άρη – «της αρέσουν οι νέοι» όπως μας αποκαλύπτει κι η ίδια), περπάτησε από τα πεζοδρόμια του Λος Άντζελες στο κόκκινο χαλί χολιγουντιανών εκδηλώσεων και είναι μασκότ για το μισό stardom του Λος Άντζελες.
Ο συμπαθέστατος Ροκά, χωρίς να υπερηφανεύεται την κινηματογραφικότητα του σεμνότατου «project in progress», όπως λέει, σαγηνεύεται από τη ζωϊκή ενέργεια της Μίμι, δεν μπαίνει βέβαια σε κριτική διαδικασία του προσώπου που φανερά θαυμάζει, δεν λογαριάζει και πως συχνά το ντοκιμαντέρ γίνεται κάτι ανάμεσα Όπρα, Νικολούλη κι «Έχεις Πακέτο», αλλά παραμένει τίμια δεμένος πάνω στο άρμα της γοητείας μιας (μόνο φαινομενικά) υπέργηρης γυναίκας που προστάζει τον σεβασμό στην ηλικία και την φιλοτιμία της, που συγχρονίζεται περήφανα με την εποχή που αλλάζει και απαιτεί την ισοτιμία της.