«Απεχθάνομαι την πολιτική ορθότητα»: Το ΣΙΝΕΜΑ συνάντησε την Εμανουέλ Μπεάρ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
18:53
4/4

«Απεχθάνομαι την πολιτική ορθότητα»: Το ΣΙΝΕΜΑ συνάντησε την Εμανουέλ Μπεάρ

Μία από τις σημαντικότερες κυρίες του γαλλικού σινεμά βρίσκεται αυτές τις μέρες στην χώρα μας με αφορμή το 22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Το ΣΙΝΕΜΑ είχε την χαρά να την συναντήσει και εκείνη να μας μιλήσει για τις ελληνικές ρίζες της, την «κηδεία του image» της μετά τα 50, τις σύγχρονες κινηματογραφικές προκλήσεις και το τολμηρό, επερχόμενο σκηνοθετικό της ντεμπούτο.

Από τον Πάνο Γκένα

«Η γυναίκα της ζωής μου ήταν η Ελληνίδα γιαγιά μου», δήλωσε μεταξύ άλλων η Εμανουέλ Μπεάρ σε μία ειλικρινή, σοβαρή - και με αναπάντεχη συστολή - Συνέντευξη Τύπου, που πραγματοποιήθηκε με αφορμή την επίσκεψή της στην χώρα μας.

Βασική προσκεκλημένη του 22ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδος, στο οποίο είναι Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, η Μπεάρ διατηρεί ατόφια την ποιότητα μιας ηθοποιού, που έχει υπάρξει μούσα σημαντικών σκηνοθετών και «πρόσωπο» του γαλλικού σινεμά για την δεκαετία του ‘90. Άλλωστε στο μυαλό κάθε σινεφίλ πρεσβεύει την διαχρονική φρεσκάδα της «Μανόν των Πηγών» του Κλοντ Μπερί, την γοητεία της «Ωραίας Καβγατζού» του Ζακ Ριβέτ, τον ερμηνευτικό απόηχο της Ρόμι Σνάιντερ στις συνεργασίες της με τον Κλοντ Σοτέ (με κορυφαία το «Μια Καρδιά τον Χειμώνα»), την ευρωπαϊκή αύρα στην χιτσκοκική «Επικίνδυνη Αποστολή» του Μπράιαν Ντε Πάλμα και την εύθυμη σεξουαλικότητα στις «8 Γυναίκες» του Φρανσουά Οζόν. Τι απ’ όλα αυτά έχει την βάση του στις ελληνικές ρίζες της; 

«Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου όλοι μιλούσαν τα ελληνικά. Η γιαγιά μου τα μιλούσε και στην δική της μαμά και στην δική μου. Άκουγα φράσεις όπως “κοκόνα μου”, “τι όμορφη που είσαι”, λόγια αγάπης που άφησαν το αποτύπωμά τους μέσα μου. Δυστυχώς, δεν έμαθα την γλώσσα αλλά όταν είπα τις προάλλες πως δεν ήρθα ως μία ακόμη Γαλλίδα ηθοποιός που επισκέπτεται την Ελλάδα, το εννοούσα (σ.τ.σ. αναφέρεται στην δήλωσή της κατά την διάρκεια της Τελετής Έναρξης του Φεστιβάλ). Η ελληνική γλώσσα μου φέρνει αναμνήσεις. Η γιαγιά μου έφυγε σε ηλικία 107 ετών, αλλά με συνοδεύει στο ταξίδι μου εδώ».

Μολονότι η συναναστροφή της με εκπροσώπους του Τύπου την αγχώνει απάντησε αναλυτικά και ήρεμα σε κάθε ερώτηση που της απευθύνθηκε, ζητώντας μάλιστα συγγνώμη για τα γυαλιά ηλίου που φορούσε λόγω επιπεφυκίτιδας που της προκάλεσε η «αθηναϊκή» αφρικανική σκόνη.

Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, η Μπεάρ παρουσίασε την ταινία «Πάρε με Αγκαλιά» (L' étreinte, 2020) του Λουντοβίκ Μπερζερί, ενώ προς τιμήν της το 22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου σε συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας προβάλλουν σε φιλμ 35mm το κύκνειο άσμα του Κλοντ Σοτέ «Η Νέλλυ και ο Κύριος Αρνό». Διαβάστε αναλυτικές πληροφορίες για την προβολή στο άρθρο εδώ.

φωτογραφίες από την συνέντευξη τύπου copyright @nkom2000

Η ωραία καβγατζού της υποκριτικής

«Στο "Πάρε με Αγκαλιά" υποδύομαι επιτέλους μια πενηντάρα και είναι σαν να καλούμαι στην κηδεία του image μου!»

«Η ενασχόλησή μου με την υποκριτική μού έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή» αναφέρει η Μπεάρ δηλώνοντας πως αγάπησε τον πυρήνα του επαγγέλματος. «Τα υπόλοιπα, τα “αξεσουάρ” όπως τα λέω, όπως για παράδειγμα το να βρίσκομαι εδώ και να σας μιλάω χωρίς να ακολουθώ τις λέξεις ενός σεναριογράφου, τα βρίσκω μια πολύ δύσκολη άσκηση, όχι πάντα ευχάριστη. Στρέφομαι όλο και περισσότερο στο θέατρο γιατί είναι μια μορφή τέχνης που επιτρέπει, ιδίως στις γυναίκες, να παραμένουν ενεργές μετά τα 50 και να συνεχίσουν με ωραίους ρόλους», αποκαλύπτει με χαρακτηριστική ειλικρίνεια σχολιάζοντας την εμμονή του κινηματογραφικού φακού με τη νεότητα. 

«Συχνά συνομιλώ με ηθοποιούς μεγαλύτερες από μένα, που μου λένε “μη σκας, αυτή η φάση έχει τα πάνω και τα κάτω της”. Για μένα το όριο των 50 ετών ήταν σημαντικό, επειδή το κινηματογραφικό βλέμμα δεν στρέφεται με τον ίδιο ενθουσιασμό σε γυναίκες πάνω από 50. Μπορεί να οφείλεται και σε ‘μένα, γιατί για πολλά χρόνια υποδυόμουν αισθησιακές, σεξουαλικές ηρωίδες, ρόλοι που πλέον δεν μου προσφέρονται. Δεν τρέχει και τίποτα! Στην ταινία που παρουσιαζω στο Φεστιβάλ, το «Πάρε με Αγκαλιά», υποδύομαι επιτέλους μια πενηντάρα και είναι σαν να καλούμαι στην κηδεία του image μου! Και νιώθω μια χαρά με αυτό! Σας διαβεβαιώνω πως στα 50 παραμένουμε πολύ ζωντανοί.

Το σινεμά τότε και τώρα

«Πρέπει να θυμηθούμε ξανά την αίσθηση της κοινότητας»

Η Εμανουέλ Μπεάρ αναγνωρίζει τις σημαντικές αλλαγές στο σινεμά τα τελευταία χρόνια και καλωσορίζει τις νέες τεχνολογίες: «Η ψηφιακή εξέλιξη εξοικονομεί πόρους και δρα απελευθερωτικά γιατί μπορείς να εργαστείς χωρίς περιορισμούς. Η τελευταία μου ταινία, πάντως, έχει γυριστεί σε φιλμ οπότε δεν εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Βέβαια “το σινεμά των δημιουργών”, όπως το ονομάζουμε, αντιμετωπίζει πλέον θέμα επιβίωσης. Εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις για τις ταινίες που θα γυριστούν δεν το αντιμετωπίζουν με την ίδια φιλικότητα και δεν το υποστηρίζουν».

Πώς αντιμετώπισε η ίδια την πανδημία και πώς βλέπει το μέλλον του σινεμά και της πλατφόρμας; «Ας μην μιλάμε γενικά για το κοινό σαν να πρόκειται για άλλο κόσμο. Την τελευταία διετία αλλάξαμε συνήθειες. Για παράδειγμα εγώ δεν είχα παρακολουθήσει ποτέ τηλεοπτικές σειρές. Πραγματικά δεν είχα ιδέα! Όλοι μου έλεγαν για τις σειρές που έβλεπαν και δεν το καταλάβαινα. Στην πανδημία, λοιπόν, ξεκίνησα να παρακολουθώ και σειρές γιατί είχα ανάγκη το περιεχόμενο. Φυσικά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την αίθουσα. Το συναίσθημα που γεννάται όταν βλέπουμε όλοι μαζί μία ταινία δεν μπορεί να στο προσφέρει το σαλόνι του σπιτιού σου. Πρέπει να θυμηθούμε ξανά την αίσθηση της κοινότητας». Και πώς θα το πετύχουμε αυτό; «Κάνοντας καλύτερες ταινίες» απαντά δηκτικά και ουσιαστικά.

Ο ρόλος μιας ηθοποιού στην κριτική επιτροπή ενός φεστιβάλ

«Αφήνω την καρδιά μου να χτυπήσει για τις ταινίες»

Η Μπεάρ εκτελεί χρέη Προέδρου στην κριτική επιτροπή του 22ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδος. Πώς βλέπει τον εαυτό της ως κριτή, απέναντι σε μία μορφή τέχνης που έχει υπηρετήσει ως ηθοποιός και ειδικά στην περίπτωση των γαλλόφωνων παραγωγών;  

«Είναι μια σημαντική ευθύνη, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αφού είχα αποτελέσει μέλος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών με Πρόεδρο τον Κουέντιν Ταραντίνο αλλά και  Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στη Ντοβίλ. Είναι ιδιαίτερη εμπειρία να παρακολουθείς με κριτική ματιά το έργο των άλλων. Προφανώς ως ηθοποιός δεν έχω παρθένο βλέμμα, ειδικά σε σχέση με τον μέσο θεατή, αφήνω όμως την καρδιά μου να χτυπήσει για τις ταινίες. Αυτό ακριβώς μας είχε παροτρύνει να κάνουμε τότε και ο Ταραντίνο: “Είμαστε επαγγελματίες, αλλα ας αφήσουμε την καρδιά μας να χτυπήσει για την ταινία που θα μας συγκινήσει”, είχε συμβουλεύσει.

Αυτό που διαχωρίζει τη συγκεκριμένη εμπειρία είναι ότι πρόκειται για γαλλόφωνο φεστιβάλ και πολλούς από τους δημιουργούς τους γνωρίζω χρόνια, ενώ αρκετές από τις ταινίες του προγράμματος τις έχω ήδη δει στη Γαλλία. Συνειδητοποιώ το αποτύπωμα που άφησαν και τις παρατηρώ με άλλα μάτια, τώρα που τις βλέπω για δεύτερη φορά».

Η πολιτική ορθότητα, το σύγχρονο σινεμά και οι νέες αναγνώσεις

«Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν τέχνη με τόλμη, να αναμετρώνται με τους δαίμονές τους»

Με δεδομένη τη νέα κοινωνική θεώρηση, σε σχετική ερώτηση για το πως θα μπορούσε το σημερινό κοινό να ερμηνεύσει τις θεματικές του «L' Enfer» του Σαμπρόλ, η Μπεάρ σχολιάζει πως: «Υπό το πρίσμα της αλλαγής νοοτροπίας θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μία ταινία για την πρόκληση και την κακοποίηση, αλλά νομίζω πως είναι σαφές ότι ο χαρακτήρας που υποδύομαι υπάρχει μέσα από ένα συγκεκριμένο βλέμμα. Πιστεύω πως είναι ξεκάθαρα μία ταινία για την ζήλια» και καταλήγει πως «Απεχθάνομαι την πολιτική ορθότητα. Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν τέχνη με τόλμη, να αναμετρώνται με τους δαίμονές τους, να δουλεύουν με βάση τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις τους, με τα σώματα των ανθρώπων που τους εμπνέουν. Προσωπικά, η επιλογή των ρόλων μου σε θέατρο και σινεμά δεν πρόκειται να επηρεαστεί από την πολιτική ορθότητα. Δεν είναι κάτι που με εκφράζει στον τρόπο που εργάζομαι ως καλλιτέχνης και νομίζω ότι δεν πρέπει».

Όσο για το πόσο σύγχρονο σινεμά παρακολουθεί κι αν υπάρχει κάποιος σκηνοθέτης που θα ήθελε να προτείνει μέσα από μία συνεργασία του μαζί της: «Αγαπώ τον ασιατικό κινηματογράφο. Για ‘μένα όλα ξεκινούν από τον σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης πρέπει να με εμπνέει, είναι εκείνος που λειτουργεί ως καπετάνιος και φαντάζεται του ηθοποιούς στους χαρακτήρες που έχει πλάσει ο ίδιος. Δεν διεκδίκησα ποτέ να συνεργαστώ με κάποιον σκηνοθέτη, πάντα περίμενα να με επιλέξουν. Εκτιμώ πολύ το διεθνές σινεμά, στην Γαλλία υπάρχουν διανομείς που φέρνουν ταινίες από όλο τον κόσμο, ταινίες του Ινιαρίτου, του Χονγκ Σανγκ-σου, το «La Niña Santa» της Λουκρέσια Μαρτέλ, το συγκλονιστικό «Tropical Malady» του Απιτσατπόνγκ Βιρασετακούν. Θαυμάζω πολλούς σκηνοθέτες, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συνεργαστώ με κανέναν από αυτούς, αλλά δεν πειράζει!».

Το επόμενο βήμα στο σινεμά και η ανθρωπιστική δράση

«Με ενδιαφέρει πια πολύ η σκηνοθεσία. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να στρέψω το δικό μου βλέμμα σε κάτι»

Μετά από μία καριέρα δεκαετιών, επιτυχίες στο θέατρο και αξιοσημείωτη ανθρωπιστική δράση, ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο βήμα της Μπεάρ; «Με ενδιαφέρει πια πολύ η σκηνοθεσία. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να στρέψω το δικό μου βλέμμα σε κάτι. Ετοιμάζω λοιπόν ένα ντοκιμαντέρ και η προετοιμασία του είναι τεράστια. Ευτυχώς, οι νέες τεχνολογίες για τις οποίες μιλήσαμε νωρίτερα, μου επιτρέπουν να κάνω την δική μου ταινία. Για παράδειγμα θα μου ήταν πολύ δύσκολο να χειριστώ μια μεγάλη κάμερα». Το θέμα του ντοκιμαντέρ της, που οδήγησε την αίθουσα σε μία αμήχανη σιωπή είναι πάρα πολύ δύσκολο. «Αφορά στην αιμομιξία. Δε θέλω να δώσω περισσότερες πληροφορίες γιατί αυτή την στιγμή πραγματοποιώ τα γυρίσματα. Είναι μυστικό».

Η Μπεάρ, που υπήρξε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της Unicef, συμμετείχε στην Αθήνα σε φιλανθρωπικό γκαλά για την οικονομική ενίσχυση της The HOME Project, που προσφέρει φροντίδα σε ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. «Έχει ανοίξει 14 ξενώνες, που φιλοξενούν παιδιά από 5 έως 18 ετών και ελπίζουμε στην συλλογή πόρων. Στην συνάντηση μαζί τους μου έκανε τρομερή εντύπωση όταν μου ανέφεραν πόσο συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες πολιτικές, θεσμικές και αστυνομικές. Είναι πολύ σημαντικό να την στηρίξουμε».

Το 22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου πραγματοποιείται από τις 29 Μαρτίου εώς και τις 6 Απριλίου 2022 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.