Nοσφεράτου
Nosferatu

Με δεδομένο ότι πρόκειται για πολυετές passion project, θα περίμενες ο Έγκερς να έχει κάτι δικό του να καταθέσει στον γνώριμο μύθο, ωστόσο η υποβλητική ατμόσφαιρα, η ερεβώδης φωτογραφία και η ψυχαναγκαστικά λεπτομερής ανασύσταση της εποχής αποζημιώνουν με το παραπάνω. Μην διαβάσετε τίποτα για την εμφάνιση του Μπιλ Σκάρσγκαρντ πριν δείτε την ταινία.
Διαβάζοντας ότι η διασκευή του «Νοσφεράτου» υπήρξε όνειρο ζωής για τον Ρόμπερτ Έγκερς, δεν πέφτεις από τα σύννεφα. Με τη δεδηλωμένη λατρεία του για το φανταστικό και την εμμονική αλίευση πληροφοριών για μύθους και δοξασίες, για τρόπους κι αντικείμενα άλλων εποχών, είναι δεδομένο πως θα είχε ψηλά στην εκτίμησή του ένα ορόσημο του είδους, που συνδυάζει τις καταβολές λαογραφικού τρόμου με καλλιτεχνικά ρεύματα και κατασκευαστικές λογικές του παρελθόντος. Θα περίμενες όμως, δεδομένου πως πρόκειται για passion project που τόσα χρόνια γυρόφερνε στο κεφάλι του, να έχει και μια δική του, προσωπική, ιδιαίτερη κατάθεση πάνω στη δημιουργία του Μπραμ Στόκερ, να έχει κάτι καινούργιο να φέρει στο τραπέζι, πέρα από την ερεβώδη καλλιγραφία. Ε, στην πραγματικότητα δεν έχει.
Αν ζητούμενο ήταν η τεχνική επίδειξη και η αναδρομή στον κινηματογραφικό τρόπο των παλιών, ο Κόπολα είχε επιχείρησε κάτι αντίστοιχο πριν από τρεις δεκαετίες, αλλά ταυτόχρονα είχε πάρει την ατάκα «διέσχισα ωκεανούς χρόνου για να σε συναντήσω» και την χρησιμοποίησε ως κατευθυντήρια γραμμή, ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ ως μεγαλόσχημη υπερβατική ερωτική ιστορία που, σωστά μαντέψατε, διέσχισε ωκεανούς χρόνου για να μας συναντήσει. Ο Έγκερς ακολουθεί τη γνώριμη δομή και δραματουργία που μοιραία, συνοδεύεται από τα μοτίβα του πρωτογενούς υλικού και των κατά καιρούς μεταφορών του – ο φόβος του Ξένου, ο ταξικός τρόμος, η έλξη του θανάτου κλπ.– δίχως, όμως, να αναγορεύει κανένα τους σε κεντρική ιδέα της σεναριακής του διασκευής. Ενδεχομένως, αν ενσάρκωνε τον κεντρικό ρόλο η Άνια Τέιλορ-Τζόι, με την οποία είχε συμφωνήσει αρχικά, η διασκευή να εμπλουτιζόταν διακινηματογραφικά , ως φυσική συνέχεια του φινάλε του «Witch» που ορκιζόταν (κάπως απογοητευτικά σε σχέση με όσα προηγήθηκαν) στην αδυναμία μας να αντισταθούμε στο εξωγενές Κακό, αλλά και πάλι θα ήταν περισσότερο επιφανειακή πινελιά, παρά ουσιώδης δημιουργική παρέμβαση.
Κι αισθητικά δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα. Από τον Μουρνάου δανείζεται τον εξπρεσιονισμό και την πρόκληση ανησυχίας μέσω μιας σκιώδους, σχεδόν αέρινης παρουσίας που φέρνει μαζί της το σκοτάδι, από τον Χέρτζογκ την ονειρική αύρα και τον βραδυφλεγή ρυθμό κι από τον Κόπολα την προσφυγή σε παραδοσιακές τεχνικές και τον οπερατισμό – αλλά είχε και Βόιτσεκ Κιλάρ ο Κόπολα, εδώ ολίγον αναιμικό αν και μελωδικό το score, ίσως έπρεπε να απευθυνθεί στον Κορζενιόφσκι.
Κι αυτά αφού γράψαμε, ας σταθούμε στα ωραία που κάνει ο Έγκερς, γιατί η ταινία του τελικά μας άρεσε. Η αγάπη του για την έρευνα, το OCD του προς τη λεπτομέρεια, αν θέλεις, κάνουν την (εκάστοτε) ανασύσταση εποχής στο σινεμά του να συγκρίνεται με λίγες εκεί έξω – ειδικά σήμερα, την εποχή της βιασύνης και της CGI ευκολίας. Βλέπεις τα βενετσιάνικα goblets στο δωμάτιο της Έλεν και νιώθεις ότι έβαλε τους τεχνικούς του να του φτιάξουν ακριβή αντίγραφα των ποτηριών που χρησιμοποιούσε η βαυαρική αριστοκρατία τον 19ο αιώνα – αν, φυσικά, δεν τους έβαλε να ψάξουν να βρουν αυθεντικά τέτοια ποτήρια. Αισθάνεσαι ότι ακόμα και το χώμα μέσα στα πολυκαιρισμένα νύχια του Μπιλ Σκάρσγκαρντ, είναι χώμα που η παραγωγή σήκωσε από την Τρανσυλβανία και έφερε στο στούντιο.
Έχουν σημασία όλα αυτά στο τέλος της μέρας; Ναι, γιατί δημιουργούν την αίσθηση ενός συμπαγούς σύμπαντος και βοηθούν στην απορρόφηση του θεατή από το θέαμα, έστω κι αν υπάγονται περισσότερο στην αρμοδιότητα του σκηνογράφου. Και τότε τι κάνει ο ίδιος ο Έγκερς; Ως σεναριογράφος συμπληρώνει αυτή την αυθεντική αίσθηση καθώς με όμοια επιμέλεια (ανα)συνθέτει το ιδίωμα, έστω κι αν κάποτε προσεγγίζει τα όρια της αυταρέσκειας. Κι ως σκηνοθέτης παίρνει αυτά τα υλικά κι υφαίνει την ατμόσφαιρα μέσα από τον συνδυασμό χρωμάτων και τόνου ενώ υιοθετεί πιστά τον ρυθμό μιας άλλης εποχής - ο Κόπολα πχ. επέλεξε την φρενίτιδα, για αυτό το όραμα του υπήρξε ταυτόχρονα ρετρό και μοντέρνο- πλάθοντας μια ταινία υποβλητική, που θα ανταμείψει τον θεατή της με την δουλειά και το μεράκι. Και καμιά φορά αυτά μπορούν να υποκαταστήσουν επαρκώς την έμπνευση και το one of a kind ταλέντο, όχι;
Αξίζουν εύσημα και στους τεχνικούς του μακιγιάζ, που έκαναν τον Μπιλ Σκάρσγκαρντ πραγματικά αγνώριστο. Δεν βλέπεις ίχνος Σκάρσγκαρντ πάνω του, κάτι που οφείλεται φυσικά και στον ίδιο. Ούτε στη φωνή, ούτε στην κινησιολογία εντοπίζεις κάτι γνώριμο, είναι σαν ο ηθοποιός να καταλήφθηκε πλήρως από την απόκοσμη, απάνθρωπη αύρα του κτήνους, σαν να φόρεσε τον μανδύα του ερέβους και να μεταμορφώθηκε στον κατά Έγκερς κόμη Όρλοκ – προσπαθήστε να μην διαβάσετε τίποτα για την εμφάνισή του, σας περιμένει έκπληξη μεγάλη. Η Λίλι Ρόουζ-Ντεπ επικαλείται την Ατζανί, όχι του χερτζοκικού «Νοσφεράτου», αλλά του ζουλαφσκικού «Possession», τα μέλη του υπόλοιπου καστ προσαρμόζουν επιτυχώς την υπερβολή του βωβού σινεμά στις ανάγκες του ομιλούντα κινηματογράφο, μοναδικός αδύναμος κρίκος προκύπτει ο Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον, που ακόμα μοιάζει αδύνατο να υποδυθεί χαρακτήρα πέρα από την εποχή του.
Ω ναι, δεν φέρνει κάποια φρέσκια καλλιτεχνική δήλωση ο «Νοσφεράτου» του Ρόμπερτ Έγκερς, καταλαβαίνουμε και τους αρνητές, που θα λογαριάσουν το φιλμ αχρείαστο, αλλά στα μάτια μας είναι πραγματική απόλαυση να παρακολουθείς το εγχείρημά του στη μεγάλη οθόνη. Κι ελπίζουμε να καταφέρει να σαγηνεύσει και τους θαμώνες των multiplex, για να δοθεί το μήνυμα στους κινηματογραφικά απαίδευτους executives ότι ο τρόμος έχει κι άλλο δρόμο κι ότι υπάρχει ακόμα κοινό πρόθυμο να τον ακολουθήσει.