Το τίμημα να αγαπάς ανθρώπους, εκ του πλησίον ή και μακρόθεν, όπως στην περίπτωση καλλιτεχνών που συντροφεύουν τη ζωή, είναι η σκληρότητα του ακούσματος του χαμού τους.
Δεν ξέρω κατά πόσον είναι εφικτός ένας τυπικός επικήδειος για τον Ντέιβιντ Λιντς. Όχι τόσο σύντομα από το άκουσμα της είδησης, τουλάχιστον. Ίσως επίσης, παρότι η δημοσιογραφική φύση συνιστά ένα καθήκον, δεν είναι και απαραίτητος με την τυπική έννοια. Στον παράξενο κόσμο μας, που είναι ορφανεμένος κατάτι τώρα που έφυγε και τυπικά ένας κατ’ εξοχήν μάρτυρας και σκηνοθέτης της παραξενιάς του, δεν ξέρω πόσοι θα μπουν από περιέργεια για να διαβάσουν βιογραφικά ενός ακόμα επικήδειου κάποιου υπέργηρου boomer για τον οποίο όλοι οι «δικοί του» φαίνονται να υπερβάλλουν. Δεν υπερβάλλουν. Είναι που πονάει ο ισχυρισμός ότι περικλείεται μια ζωή, τέτοια ζωή, σε δυο χρονολογίες.
Οπότε σκέφτομαι να γράψω για τους λάτρεις του. Για εκείνους που ένοιωσαν για τα καλά το αποσβόλωμα ακούγοντας το μαντάτο.
Για εκείνους που ήταν εκεί όταν ένας «Eraserhead» έβαζε το 90% των θεατών του να ξύνει το κεφάλι του κι ένα 10% να θέλει να γίνει επί τόπου «σκηνοθέτης ταινιών», ή να αρπάζεται από δαύτο για να καταλάβει ότι η αναγεννησιακή δεκαετία του ’70 μόλις γύριζε σελίδα. Ίσως δεν φάνηκε αμέσως, θα χρειάζονταν ακόμα 9 χρόνια, αλλά οι συστάσεις είχαν γίνει. Όχι ότι «Ο Άνθρωπος Ελέφαντας» στερούνταν μεγαλείου (αντίθετα έδειχνε στην βιομηχανία πώς θα μπορούσε να είναι η χολιγουντιανή «υπογραφή» των ‘80ς), ή ότι ακόμα και το «Dune» δεν ήταν ευλογημένα παιδικό mainstream σε μια ολοένα πολυτελέστερη –κι αφόρητα μεγαλίζουσα- παραγωγή.
Αλλά να. Όταν συνέβη το «Μπλε Βελούδο», γιατί περί συμβάντος πρόκειται, άλλαξε η αφή μας, άλλαξαν τα μάτια μας. Άλλαξε η ιδιοσυγκρασία μας. Πώς είναι εκείνη η καταπληκτική στιγμή στο «Tinker Tailor Soldier Spy» του Άλφρεντσον που εναλλάξ με το σκεπτικό πρόσωπο του Σμάιλι βλέπουμε σιδηροδρομικές ράγες που αλλάζουν τροχιές; Όπως και στον ήρωα του λε Καρέ έτσι και σε εμάς μια επιφοίτηση, μια νέα «τροχοδρόμηση» είχε συντελεστεί. Η καθημερινότητα, ύστερα από επίμονο βλέμμα καταραμένης περιέργειας, είχε γεμίσει τέμνουσες, εξπρεσιονιστικές σκιές και σημάδια, είχε «βάλει την αρρώστια του μέσα μας». Το παράξενο έγινε αλλόκοτο επενδύοντας διεστραμμένα τόση κανονικότητα. Ο Λιντς, με μια ταινία, σε μια στιγμή, έκανε τους θαυμαστές του σινεμά του ανήσυχους.
Από τότε και μετά είχε λευκή κάρτα από εμάς – ήμασταν ήδη πια «λιντσικοί». Αργότερα ακόμα και το λεξικό της Οξφόρδης θα επισημοποιούσε την έννοια. Κι αυτός, μη σεβόμενος την ίδια μας την σωφροσύνη έφτιαξε το «Twin Peaks», την σειρά που ενηλικίωσε – και ακόμα το κάνει – την Τηλεόραση. Καρφωτά την επόμενη χρονιά έκανε την «Ατίθαση Καρδιά» - δεν ξέρω αν μπορείτε να φανταστείτε πώς είναι να είσαι 14, 15, 17, 20, 25 και να σκάει αυτή η μολότοφ at a theatre near you. Αυτός ήταν 45άρης κι έκανε ταινίες που περνούσαν σαν σίφουνας στις ψυχές μιας γενιάς παιδιών του. Ο αυλητής πάντα προχωρά βήματα εμπρός.
Μαζί του έρχονταν κι άλλες όψεις, κι άλλες πτυχές που βάθαιναν το σύμπαν του, ο ύποπτος κόσμος του περιέκλειε τις δικές σου αφηγήσεις (ένα world building πολύ πριν ο όρος γίνει του συρμού -με έργα του συρμού), μεταμορφωνόταν ο ίδιος σε αφήγηση καθαυτή. Έρχονταν κι οι μουσικές. Ο Άντζελο Μπανταλαμέντι, η Τζούλι Κρουζ (δεν υπάρχουν αυτά, αλλά πόσο ανακουφιστικό να λες πως βρέθηκαν ξανά οι τρεις τους), ο Κρις Άιζακ και μαζί του όλες αυτές οι ζωντανεμένες σκιές του ’50, του ροκ εν ρολ που ερχόταν πια με την ηχώ του χρόνου, σαν In Dreams φάντασμα (γεια Ντιν Στόκγουελ, γεια Ρόι Όρμπισον), ρομαντικό και μακάβριο ολότελα.
Δεν ξεχνώ το κινηματογραφικό «Twin peaks» –που τυπικά η κριτική της εποχής του έχασε ολοσχερώς– αλλά ακολουθώ ένα διάλειμμα πέντε χρόνων σχετικής σιωπής (σχετικής γιατί πάντοτε έφτιαχνε μουσικά βίντεο, μικρού μήκους, διαφημιστικά) προτού έρθει μια άλλη βόμβα. Αυτή που εγκαινίαζε την τελευταία στροφή της καριέρας του. Κιόλας, αλλά δεν το ξέραμε τότε. Ή μάλλον το καταλάβαμε όταν ήρθε η ώρα αυτού που έμελλε να είναι κύκνειο άσμα. Προτρέχω.
«Η Χαμένη Λεωφόρος». Υπάρχει άραγε πιο λιντσική ταινία; Αν το «Μπλε Βελούδο» λάμβανε τακτική «ιαματική» δοσολογία ψυχοτρόπων θα έβγαινε σε μια Χαμένη Λεωφόρο, με γκάζια, με πλάκες, με σκοτάδι κι εφιάλτες φυσικά (και Μπόουι, όχι τυχαία ο Λιντς επικύρωσε για λογαριασμό μας πόσο μεγάλος δίσκος ήταν το «Outside»), αλλά και με μια παραδοξότητα που πια πρόδιδε την ολοκληρωτική παράδοση στην κατασκευή ταινιών με κάθετο, γονιδιακά ονειρικό χαρακτήρα, όχι τα οριζόντια πασπαλίσματα άλλων. Ζήσε την, μην προσπαθείς να την εκλογικεύσεις, μην προσπαθείς να την εννοήσεις. Αν το κάνεις, απέδρασε η ταινία. Απέδρασε σαν ζωή που δεν έζησες. Με την εξαίρεση μεγάλων ονειρικών του σινεμά (του Φελίνι, του Κιούμπρικ, του Χίτσκοκ, του Χέρτσογκ – όχι τυχαία τους λάτρευε όλους) κανείς δεν μόλυνε τόσο την κανονικότητα με το όνειρο. Και η αλήθεια είναι, μιας και δεν πρωτοτυπείς εκτιμώντας τον ως μείζονα της ιστορίας του σινεμά, ότι αυτός το έκανε με μεγαλύτερη πίστη και συνοχή από όλους.
Το 1999 κάνει ένα διάλειμμα –αλα «Άνθρωπος Ελέφαντας»– με έναν καταπέλτη λυρισμού, μια κάντρι ωδή στην ισχυρογνωμοσύνη του γεφυρώματος, στην ήττα της διχόνοιας. Την τιτλοφόρησε «Straight Story» – λες σα να σχολίαζε τον τεθλασμένο εαυτό του. Ακόμα κλαίμε, γράφοντας και τον τίτλο.
Κι αμέσως μετά επέστρεψε με ένα αδιανόητο σαν σίκουελ στην «Χαμένη Λεωφόρο», το «Mulholland Drive», μια ταινία που σαγήνευσε σχεδόν άπαντες, μια ταινία που υπενθύμισε ότι κανείς δεν κινηματογράφησε το Λος Άντζελες έτσι, κανείς δεν το έδεσε παρόμοια με την Μέκκα του σινεμά, κανείς δεν είδε τόσο υπόγειο θέαμα στον κατακερματισμό της ταυτότητας και τόσο σκοτάδι στο Θέαμα από τα έγκατα της γης του Ιερού Ξύλου.
Κι όμως… Δεν ήταν παρά μια προθέρμανση για την Μεγάλη Τελευταία Ταινία. Που τότε, εν έτει 2006, δεν θα σκεφτόμασταν ίσως ως τέτοια –αν και εδώ που τα λέμε το αδιέξοδο ήταν βροντερό– αλλά για το σινεμά ήταν. Το «Inland Empire» είναι ταινία πυρετού, και αυτή τη φορά ο Λιντς ήταν οργανικό μέρος του παραληρήματος. Και για μια φορά, στο υπό μια έννοια αριστούργημά του, στο έργο που ο δημιουργός καταποντίζεται εκούσια στην δημιουργία του και μοιάζει σχεδόν να την αποτάσσεται, να την ξεριζώνει από μέσα του, βιώσαμε (το «είδαμε» είναι πιο ανόητο από ποτέ εδώ) μια κοσμογονία κατακλυσμική, έναν παροξυσμό ανήμερης Εικόνας.
Έμεινε το τελευταίο «Twin Peaks». Που σε πλήρη πρόληψη ομολογώ δεν είδα ποτέ γιατί αισθανόμουν ότι αν το κάνω δεν θα υπάρξει επόμενη ταινία. Τώρα δεν θα υπάρξει. Μοναδικό απάγκιο λοιπόν ότι υπάρχει μια δουλειά του που δεν έχω δει, σαν ένα τελευταίο δώρο του που σαν επίτηδες «σκηνοθέτησα».
Δύσκολοι αποχαιρετισμοί, γράφω στην αρχή. Όχι, τελικά. Δεν αποχαιρετώ, δεν αποχαιρετούμε. Ξέρεις ότι δεν θέλαμε να φύγεις ποτέ. Δεν ξέραμε, όχι βαθιά μέσα μας, πώς είναι η επίγνωση τελικά ότι όντως δεν θα φύγεις.