Διασχίζουμε φωτογραφικά τις στάσεις μιας παραισθητικής φιλμογραφίας που έκανε οικείο το ανοίκειο, αφήνοντας το στίγμα της σε εραστές κι ονειροπόλους - γίνεται, άραγε, να τους διαχωρίσεις;
Aπό τον Γιάννη Βασιλείου
Δύσκολο να γράψεις αυτή την ώρα - και τι να πρωτοπείς. Είναι μια μόνιμη συνειδησιακή μάχη κάθε απόπειρα ανάλυσης του σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς. Kαλείσαι να εξηγήσεις εκείνο που δεν πλάστηκε για να εξηγηθεί. Κι έπειτα θυμάσαι ότι ρόλος σου δεν είναι η επεξήγηση, αλλά να βάλεις σε λέξεις μια αίσθηση που κοινωνήθηκε με εικόνες. Υπάρχουν, όμως, λέξεις για να αποδώσεις την αίσθηση Λιντς; Αν καταφύγεις στον ορθολογισμό, έχασες από τα αποδυτήρια. Αν ζεμεκικά αποδεχτείς την ήττα σου και βουρκωμένος αναφωνήσεις πως «έπρεπε να στείλουν έναν ποιητή», θα το μαζέψεις γρήγορα - κι εκείνος εξήγηση θα φέρει πίσω, καλυμμένη με τον μανδύα της λυρικής λεξιθηρίας. Το σινεμά του Λιντς είναι πλασμένο για να βιωθεί. Ατομικά και με πλήρη αποδοχή ευθύνης της έκθεσης σε κάτι ανοίκεια εγγύτερο και πολύ προσωπικό, με τις αναπόφευκτες παρενέργειές του - μια προβολή της «Χαμένης Λεωφόρου» αρκεί για να ξεκινήσεις το κάπνισμα, μία του «Ιnland Empire» για να το κόψεις.
Ο Ντέιβιντ Λιντς πάλεψε για να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας με τα θηρία του Αράκις, διέσχισε με ατίθαση καρδιά τη χαμένη λεωφόρο του ασυνείδητου (και του σινεμά), έχοντας για συντροφιά τις (μπλε) βελούδινες συνθέσεις του Μπανταλαμέντι, και μάς προσκάλεσε στο διπλανό κάθισμα, συνοδηγούς σε ένα παραισθητικό παιχνίδι ταυτοτήτων, λαθροκυνηγούς ονείρων που έγιναν εφιάλτες κι απατηλών εφιαλτών προτιμότερων από προσιτά όνειρα - γιατί αυτοί είμαστε.
Ακολουθεί μια σύντομη φωτογραφική διαδρομή στη φιλμογραφία του, με μερικές νηφάλιες αράδες. Bλέπεις, σε τέτοιες ώρες κάποιοι βρίσκουμε καταφύγιο στη νηφαλιότητα. Κι έπειτα silencio.