Παραβατικοί
Τhe Delinquents
Ένας φιλήσυχος τραπεζικός υπάλληλος αποφασίζει να κλέψει αξιοσέβαστο ποσό από την τράπεζα προκειμένου να μην ξαναδουλέψει ποτέ στη ζωή του, όμως τα πράγματα θα περιπλεχθούν όταν στο κόλπο μπλεχτεί και ένας από τους συναδέλφους του.
Η νέα ταινία του Ροντρίγκο Μορένο αποτελεί κλασική περίπτωση φεστιβαλικής ταινίας, υπό την έννοια πως δεν ξέρεις τι θα σου κάτσει. Μπορεί να πρόκειται για ένα αυθεντικό αριστούργημα, όπως συνέβη για παράδειγμα με το «Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ (αν δεν την έχετε ήδη δει, σπεύστε), ή μπορεί απλά να ανήκει στην κατηγορία των ταινιών αυτών που τις ακολουθεί ένα ανεξήγητο, πολλές φορές, hype με αφορμή την παρουσία τους στο εκάστοτε κινηματογραφικό φεστιβάλ. Ας πούμε πως οι «Παραβατικοί» τείνουν περισσότερο προς τη δεύτερη κατηγορία.
Ο Μοράν (Ντάνιελ Ελίας) είναι ένας μοναχικός υπάλληλος τραπέζης που ζει μια ανιαρή καθημερινότητα. Οι μέρες του μοιράζονται μεταξύ σπιτιού και δουλειάς, με τον ίδιο να μετράει συχνά και με τρόμο τα χρόνια του μέχρι την πολυπόθητη συνταξιοδότηση. Μια μέρα θα συλλάβει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψει από την τράπεζα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, ακριβώς όσο θα χρειαζόταν για τα υπόλοιπα εργάσιμα χρόνια του, να εκτίσει την ποινή του στη φυλακή και όταν βγει, να απολαύσει τους καρπούς των παραβατικών του κόπων. Τα προβλήματα θα ξεκινήσουν όταν βάλει στο κόλπο τον φίλο και συνάδελφό του Ρομάν (Εστεμπάν Μπιλιάρντι), ο οποίος αναγκάζεται να «κουβαλήσει» μόνος το τεράστιο βάρος της ενοχής και των μυθευμάτων που αρχίζουν να διασπείρονται με αφορμή τις πράξεις του Μοράν.
Αν κάποιος περιμένει καθαρόαιμη heist ταινία, τούτη εδώ δεν είναι αυτό που ψάχνει. Πρόκειται στην ουσία για μια κωμωδία με λιγότερες δόσεις δράματος και περισσότερες πινελιές από το είδος της κομεντί, χωρίς να ανήκει εξ’ ολοκλήρου σε κανένα φιλμικό είδος. Σίγουρα βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό της κωμωδίας, εκείνης όμως της πιο ανορθόδοξης και ειρωνικής, δεν υπάρχει κανένα κραυγαλέο χιούμορ εδώ, μονάχα μια υποδόρια σάτιρα του τι ορίζει ο καθένας από εμάς ως κανονικότητα και ως προσωπική φυλακή. Για τον Μοράν για παράδειγμα, η πολύχρονη ζωή στην τράπεζα είναι μια τόσο αφόρητη προοπτική, που επιλέγει την κυριολεκτική φυλακή, με την ελπίδα πως η ελευθερία του αργότερα θα αποτελέσει τη ρεαλιστική αποτίναξη των πνιγηρών, επαγγελματικών δεσμών του.
Υπό μια καθαρά υπαρξιακή σκοπιά η ταινία του Μορένο είναι μια φάρσα ζωής. Ο Αργεντίνος δημιουργός κατασκευάζει εδώ ένα σύμπαν εγκλωβισμού (εξού και το εύρημα με τα αναγραμματισμένα ονόματα), διαιωνίζοντας πρακτικά την ιδέα πως η ίδια η βιωμένη από εμάς πραγματικότητα, είναι μια τεράστια πλάκα, μια μαύρη κωμωδία που ζούμε ξανά και ξανά με κάθε μας ξύπνημα το πρωί. Είναι πράγματι εξαιρετικά φιλόδοξο αυτό που επιχειρεί εδώ και η αλήθεια είναι πως αν πίστευε λιγότερο στον εαυτό του, το σεναριακό πείραμα θα πετύχαινε πολύ καλύτερα, όμως ο Μορένο αποφασίζει να το ξετινάξει σε διάρκεια, γεγονός που στοιχίζει πολύ στο τελικό αποτέλεσμα.
Η ταινία είναι τρεις ώρες. Σε αυτές τις τρεις ώρες γίνεται αντιληπτό τι επιχειρεί να κάνει ο σκηνοθέτης, όμως η δυναμική της κεντρικής (του) σύλληψης εξαντλείται κάποια στιγμή, όσο εσωτερικό meta σχολιασμό κι αν επιχειρεί να αποδώσει ο ίδιος στο πλαίσιο της όποιας δράσης. Ο έμφυτος αυτοθαυμασμός για το δημιούργημά του αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα του, καθιστώντας τους Παραβατικούς μια ταινία που απευθύνεται σε λίγους και γενναίους που θα αποτολμήσουν να τη δουν, δίχως να έχουν την παραμικρή ιδέα για το που πάνε να «μπλέξουν».
Με μια μικρότερη διάρκεια, λιγότερη χρήση της κωμικά ορμώμενης μουσικής λούπας και με ένα ξεσκαρτάρισμα της εμμονικής αυτοαναφορικότητας που διακρίνει σε μεγάλο βαθμό το σενάριο, οι «Παραβατικοί» θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πρώτης τάξεως σατιρικό φιλμ για τις επιπτώσεις των επιλογών, αλλά και των μη επιλογών μας. Ως έχει, η ταινία μάλλον θα απαιτήσει από το κοινό της υπομονή. Μεγάλη υπομονή.