Ο Πάντινγκτον στο Περού (με υπότιτλους)
Paddington in Peru (OV)

Ο Πάντινγκτον και η οικογένεια Μπράουν θα επισκεφθούν τη θεία Λούσι στο Περού, όμως δίχως να το γνωρίζουν, πρόκειται σύντομα να μπλέξουν σε μια μεγάλη περιπέτεια με φόντο τη μυστηριώδη ζούγκλα του Αμαζονίου.
Ο αγαπημένος μας αρκούδος με το κόκκινο καπέλο, το μπλε πανωφόρι και την τεράστια λαχτάρα για μαρμελάδα, επιστρέφει στις κινηματογραφικές αίθουσες με το τρίτο installment του franchise, επτά χρόνια μετά το «Πάντινγκτον 2» την, κατά κοινή ομολογία, καλύτερη ταινία της σειράς και ενώ οι προθέσεις παραμένουν αγνές, η σπίθα μοιάζει να έχει σβήσει.
Όλα βαίνουν καλώς στη ζωή του Πάντινγκτον. Η καθημερινότητα με τους Μπράουν είναι ειδυλλιακή, το ίδιο και η συναναστροφή με τους γείτονες που τον αισθάνονται πια αναπόσπαστο κομμάτι της μικρής τους κοινότητας. Αναμενόμενα η ηρεμία αυτή θα διασαλευθεί από ένα γράμμα που θα λάβει ο Πάντινγκτον από την ηγουμένη του «αρκουδοκομείου» στο οποίο διαμένει η θεία Λούσι, όπου ενημερώνεται για την επιδείνωση της υγείας της. Με συνοπτικές διαδικασίες ο Πάντινγκτον και η οικογένειά του θα ταξιδέψουν μέχρι το μακρινό Περού προκειμένου να κάνουν έκπληξη στη θεία Λούσι, όμως τελικά την έκπληξη θα τους την κάνει εκείνη.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ντούγκαλ Γουίλσον, σκηνοθέτη, κατά κύριο λόγο, μουσικών βιντεοκλίπ και διαφημιστικών, αποτελεί μια καλοδεχούμενη επιστροφή στο σύμπαν του αξιαγάπητου Πάντινγκτον, εκεί όπου όλα είναι καλοσυνάτα και όμορφα και όπου ακόμα και η ανθρώπινη κακία μοιάζει εκλεπτυσμένη και επιπόλαιη, εύκολα επιλύσιμη με μια μπουκιά σάντουιτς με γέμιση μαρμελάδας πορτοκάλι.
Καλοδεχούμενη επιστροφή μεν, όχι απαραίτητη δε, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο Πολ Κινγκ, σκηνοθέτης των δυο προηγούμενων ταινιών, έχει αποχωρήσει τόσο από τη σκηνοθεσία όσο και από το σενάριο, με την απουσία του να γίνεται αισθητή σε αμφότερα τα πόστα, γεγονός που καθιστά εύκολα τούτο το φιλμ το πιο αδύναμο εκ των τριών.
Η απομάκρυνση από το οικείο περιβάλλον της Αγγλίας και η αναζήτηση της περιπέτειας στο εξωτικό Περού, αποτελεί στο χαρτί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για αλλαγή αφηγηματικής πλεύσης, όμως πρακτικά η αφέλεια της δράσης είναι εμφανέστερη σε ένα τοπίο που σχετίζεται, στις προηγούμενες ταινίες, με τον Πάγντινγκτον, μονάχα μέσα από ελάχιστες σκηνές και δη flashbacks.
Η ταινία του Γουίλσον επιχειρεί να επαναφέρει στο προσκήνιο τις οικογενειακές περιπέτειες των 80’s και σε έναν κάποιο βαθμό το καταφέρνει, αν και δύσκολα το green screen μπορεί να ανταγωνιστεί τα πλούσια σκηνικά και τα φαντασμαγορικά πρακτικά εφέ των περασμένων δεκαετιών. Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέσαι πόσο πιο λειτουργική και συνεπής θα έμοιαζε η δράση με μια διαφορετική διαχείριση στη σκηνοθεσία, ακόμη κι έτσι όμως θα βρεις πράγματα να εκτιμήσεις στο καινούργιο Πάντινγκτον.
Η παρουσία της Ολίβιαν Κόλμαν είναι πάντα ένας καλός λόγος να δεις μια ταινία και εδώ είναι απολαυστικά κωμική σε έναν ρόλο που ταιριάζει γάντι στην υποκριτική της ιδιοσυγκρασία. Ευχάριστη έκπληξη αποτελεί και ο Αντόνιο Μπαντέρας, ο οποίος μπορεί να μας έχει συνηθίσει σε κωμικές ερμηνείες κατά το παρελθόν, όμως εδώ μοιάζει και με χαρακτήρα παλαιάς κοπής, βγαλμένο απευθείας από τη χρυσή εποχή των family action movies, γεγονός που προσδίδει στην ταινία μια παλιομοδίτικη, νοσταλγική διάθεση, ακόμα και όταν τα οπτικά γκαγκς δεν λειτουργούν πάντα ή η σεναριακή ομάδα χρειάζεται να «κοπιάρει» κάτι από τον χαρακτήρα του Χιού Γκραντ στο «Πάντινγκτον 2» προκειμένου να υπενθυμίσει τη σύνδεση με το αγγλικό, κινηματογραφικό σύμπαν του μικρού αρκούδου.
Αφήνοντας στην άκρη το ατυχές recasting της Μαίρη Μπράουν την οποία υποδύεται με εντελώς διεκπεραιωτική διάθεση η Έμιλι Μόρτιμερ (πασιφανής η απουσία της ακτινοβολούσας Σάλι Χόκινς), το «Ο Πάντινγκτον στο Περού» είναι μια τίμια συνέχεια της κινηματογραφικής σειράς, έχει αναγνωρίσιμο χιούμορ, δράση και ορισμένες καλογραμμένες στιγμές, όμως υστερεί σε έναν πολύ βασικό τομέα: δεν καταφέρνει να φτάσει ποτέ στα συναισθηματικά ύψη των προκατόχων της.