Σπασμένος Καθρέφτης
The Mirror Crack'd
Στην βρετανική εξοχή, το γύρισμα μιας χολιγουντιανής ταινίας συγκεντρώνει αριθμό αστέρων στους πρωταγωνιστικούς της ρόλους, μαγνητίζει όμως και την Μις Μαρπλ που δεν μπορεί παρά να επιλύσει τον μυστηριώδη θάνατο μιας νεαρής γυναίκας. Αξιαγάπητο καστ μεγάλων χολιγουντιανών αστέρων σε μια αναιμική ταινία που δεν αγαπά την Άγκαθα Κρίστι όσο απαιτεί η περίσταση. Αλλά και πάλι, εμείς στο θερινό θα είμαστε.
Εκείνη την εποχή, όπως και σήμερα άλλωστε, τα whodunit γνώριζαν μια μεγάλη ακμή που κυρίως γεννήθηκε από την επιτυχία του «Εγκλήματος στο Όριαν Εξπρές» (1974) του Σίντνεϊ Λουμέτ με το αδιανόητο επιτελείο και την ακαδημαϊκή αναγνώριση. Ένοχη, βέβαια, η Άγκαθα Κρίστι, με τις πολυτελείς της ιστορίες και τα απολύτως αποδραστικά της μυστήρια, από τα οποία δεν λείπει ποτέ ένα βρετανικής ειρωνείας σχόλιο πάνω σε ολισθήσεις του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ακολούθως της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας του «Εγκλήματος στο Νείλο» (1978, Τζον Γκίλερμιν), και παρά το γεγονός ότι η ταινία ήταν μεν εμπορική αλλά κινήθηκε στο μισό της επίδοσης της ταινίας του Λουμέτ, οι παραγωγοί Ρίτσαρντ Γκούντγουιν και Τζον Μπράμπουρν είχαν τα δικαιώματα και ανακοίνωσαν τον «Σπασμένο Καθρέφτη». Και καθώς η ιστορία του βιβλίου της Κρίστι το σήκωνε, είπαν να «επιτάξουν» για τους ρόλους ηθοποιούς των ένδοξων περασμένων. Έτσι λοιπόν, Ροκ Χάντσον, Τόνι Κέρτις, Κιμ Νόβακ και, πάνω απ’ όλους, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, δήλωσαν το παρών. Ήταν όλοι τους σε πλήρη κόπωση, και σχεδόν όλοι θα έκαναν αποκλειστικά τηλε-παραγωγές στη συνέχεια – μόνο η Νόβακ, ήδη τότε επί πολλά χρόνια σποραδικών εμφανίσεων, έχει κλείσει την καριέρα της με ωραίο έργο, το «Liebestraum» του Μάικ Φίγκις. Ο «Σπασμένος Καθρέφτης» είναι λοιπόν ο τελευταίος φωτεινός στίβος μερικών σπουδαίων μελών μιας ακριβής γενιάς.
Στίβος όχι χωρίς προβλήματα, ωστόσο. Ο Ροκ Χάντσον είναι μεν στιβαρός κι ωραίος, αλλά χωρίς σκηνοθέτη έχει στιγμές αδεξιότητας. Ο Τόνι Κέρτις...είναι ο Τόνι Κέρτις και κάνει τη πλάκα του. Η Κιμ Νόβακ περιφέρει εαυτόν (και στήθος – έχει «ένοχο» παρελθόν άλλωστε από εποχές «Vertigo») σε διαστάσεις καρικατούρας, ενίοτε ενοχλητικής γιατί δεν υποβαστάζει το έργο αλλά μια γκροτέσκ αυταρέσκεια. Αναμενόμενα, η Τέιλορ είναι η άριστη, δραματική, κωμική, υπέρμετρη, όλα άψογα δοσμένα, με μια σκηνή ειδικά, αυτή του παγωμένου βλέμματος, να είναι ανθολογημένη έκτοτε.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως σε σχέση με τη διανομή είναι ότι υφέρπει μια αίσθηση παρακμής. Στα -μόλις- 54 τους, ο Χάντσον είναι άκεφος και κουρασμένος φυσιογνωμικά, ο Κέρτις δεν έχει την αλλοτινή ζογκλερική γοητεία, ενώ η ακόμα νεότερη Τέιλορ φέρει βαριά τα σημάδια μιας ισόβια ατυχούς υγείας και ποσοτήτων αλκοόλ. Ίσως να ευθύνεται όμως και ο θεατής-λάτρης της δόξας τους, ίσως να βαρύνει και το ότι ο Χάμιλτον, μη όντας θιασώτης της Κρίστι, υπολείπεται και της πρώτης ύλης και των ονομάτων που πρέπει να διευθύνει. Καδράρει όμως με προσοχή την Τέιλορ κι εκείνη του ανταποδίδει τον λόγο που την χρειάστηκε η ταινία.
Στα καλά, υπάρχει αυτή η ευρωστία της παραγωγής που ακτινοβολεί εξαρχής, υπάρχει και το δίδυμο των Άντζελα Λάνσμπερι (η μόνη φορά που υποδύθηκε την Μις Μαρπλ – της κόλλησε όμως 264 φορές η Τζέσικα Φλέτσερ!) και Έντουαρντ Φοξ στους «αστυνομικούς» ρόλους του έργου, που έχουν ένα διασκεδαστικό βάρος – ειδικά ο Φοξ γίνεται και το όχημα του ταξικού/ηθικού σχολιασμού της «βαβυλωνιακής» βιομηχανίας του σινεμά. Οι σκηνές του με την Νόβακ και την Τέιλορ έχουν ταυτόχρονα ένα παιδικό δέος και μια ενήλικη επιτίμηση. Και παρότι ο λάτρης χρειάζεται ένα τέμπο σε αρμονικότερες περιπτύξεις με χιουμοριστικό διάλογο και καρυκευμένη εκκεντρικότητα, παρότι και η σκηνοθετική ατμόσφαιρα δεν αντλεί χυμούς από το λιγνό σενάριο (είναι και τα ονόματα που καταπίνουν κάθε αφηγηματική ευκινησία), εισπράττει κανείς μια απολαυστική λύση του μυστηρίου – βασισμένη σχεδόν αυτούσια σε μια πραγματική ιστορία του Χόλιγουντ. Σαρδόνια τότε, η ταξική ανάγνωση της ιστορίας γίνεται αμφίδρομη, ένα δραματικό βάρος και μια ειρωνεία απορρέουν - και ομολογουμένως αυτό έχει την ανθρώπινη πλάκα του.
* Για τους προσεκτικούς, υπάρχει και ένα αμίλητο, «επιστήθιο» cameo του ανώνυμου τότε Πιρς Μπρόσναν.