Μaster Gardener
Master Gardener
Αν και δεν φτάνει το επίπεδο των δύο προηγούμενων δημιουργιών του Πολ Σρέιντερ, το «Master Gardener» καταγράφει ατμοσφαιρικά την εξέλιξη του σρεϊντερικού αντι-ήρωα και ενδεχομένως υπογράφει τον επίλογο της ιστορίας του.
Χάρη στην υποδοχή του «First Reformed», αλλά και στην αφιλτράριστη τακτική σοσιομιντιακή του δραστηριότητα, ο κινηματογραφιστής Πολ Σρέιντερ γνωρίζει δόξες που ούτε την περίοδο των μεγάλων συνεργασιών του με τον Σκορσέζε δεν απολάμβανε. Σε αντίθεση με την ταινία του 2017 και (ως έναν βαθμό) με το «Card Counter», για να αναβαθμιστεί το «Master Gardener» απαιτείται να προσεγγιστεί κυρίως διακινηματογραφικά, να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της θεωρίας του auteur, να εξεταστεί με γνώμονα τον τρόπο που διαχειρίζεται και εξελίσσει την προβληματική του σρεϊντερικού αντι-ήρωα.
Ο Νάρβελ διατηρεί ένα ημερολόγιο όπου καταγράφει τις σκέψεις του για τον κόσμο, κρύβει ένα βίαιο παρελθόν, το οποίο βρίσκεται σε ύπνωση στο παρόν, έχει και μια καθημερινή δουλειά που τον κρατά μεν σε επικοινωνία με τους ανθρώπους, αλλά ποτέ σε επαφή. Φροντίζει επιμελώς τον κήπο μιας προνομιούχου λευκής, της Νόρμα, η οποία γνωρίζει και αναγνωρίζει το παρελθόν του – ίσως και να διεγείρεται από αυτό. Η λειτουργία του κήπου στο έργο είναι συμβολική, είναι ο Κήπος της Εδέμ, ο κόσμος που ο άνθρωπος κληρονομεί και πρέπει να φροντίσει. Φαινομενικά μοιάζει να έχει γίνει καλή δουλειά στον συγκεκριμένο Κήπο, ειδικά αν συγκριθεί με την «ζούγκλα» εκείνου στο «Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι» –αντίστοιχη και στο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς η σημειολογιά, χώρια που η κυριότητά του ανήκε κι εκεί σε μια πλούσια λευκή. Παρατηρούμε ότι, αν και το 1999, μέσω του τελευταίου σεναρίου του Σρέιντερ για τον Σκορσέζε, του «Bringing out the Dead», ο αντιήρωας κατέληξε σε μια ανακουφιστική (για εκείνον) διαπίστωση - «είναι όλα στο μυαλό σου» - βάζοντας τέλος σε δεκαετίες θρησκευτικής ενοχής, η θρησκευτική σημειολογία (και εικονογραφία) επιμένει στο σινεμά του Αμερικανού δημιουργού, λες και ενδόμυχα δεν θέλει να κόψει τον ομφάλιο λώρο με το θείο και, ευρύτερα, το μεταφυσικό στοιχείο.
Η έλευση της Mάγια, της ανιψιάς της Νόρμα, και η προτροπή της δεύτερης προς τον Νάρβελ να της διδάξει κηπουρική, καθώς προτίθεται να της αφήσει τον Κήπο, θα πυροδοτήσει εξελίξεις και θα δώσει στον αντι-ήρωα τη γνώριμη πια «αποστολή» του. Η Μάγια είναι μαύρη, όχι για να ενισχύσει την προβοκατόρικη φύση της ταινίας – δεν είναι Έστλουντ ο Σρέιντερ – αλλά για να υπενθυμίσει το ένοχο παρελθόν, την καταγωγή των χεριών που μάτωσαν αιώνες πριν για να φροντίσουν τον Κήπο, ώστε να απολαύσει τους καρπούς του ο προνομιούχος λευκός. Σύντομα η σχέση μεταξύ Νάρβελ και Μάγια γίνεται πιο στενή, σύντομα η Νόρμα θα μετατραπεί από φιγούρα θαυμασμού σε αμφιλεγόμενη παρουσία και σύντομα η ανάγκη της «προστασίας» της Μάγια θα αφυπνίσει τον κοιμώμενο τιμωρό εντός του Νάρβελ.
Μόνο που ο γνώριμος αντι-ήρωας δεν θέλει να είναι πια τέτοιος. Ο καιρός πέρασε, τα ημερολόγια χτίζουν βουνό, η λίμνη αίματος ξεράθηκε και το αρσενικό πρότυπο του σρεϊντερικού κανόνα εκπαιδεύτηκε, θέλει να δημιουργήσει και όχι να καταστρέψει, να παραδειγματίσει και όχι να εκδικηθεί. Γι’αυτό και όταν εξαπολύει τελικά τη βία του, αυτή θα έχει σωφρονιστικό χαρακτήρα. Γι’αυτό και θα εξομολογηθεί τα κρίματα του, θα προσευχηθεί και θα ζητήσει συγχώρεση όχι από τον Θεό, αλλά εκεί που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει– δεν θα θέλαμε να χαλάσουμε μια τόσο ποιητική, τόσο γόνιμα προκλητική και πολύ πιο σύνθετη από όσο φαντάζει αρχικά εικόνα, αποκαλύπτοντας περισσότερα. Και έπειτα, μετανιωμένος και αναγεννημένος, θα διατυπώσει το αίτημα της συν-δημιουργίας του Κήπου από την αρχή, με τον σωστό τρόπο, χέρι - χέρι και ισότιμα με τη Γυναίκα, όχι με το τσεκούρι, μα με την αγαπητική, συντροφική φροντίδα. Θα απαιτήσει, δηλαδή, την ευκαιρία που ο Ιησούς του «Τελευταίου Πειρασμού» στερήθηκε.
Δυστυχώς, σε ένα πρωτογενές δραματουργικό επίπεδο, το φιλμ πάσχει από μια όχι αφαιρετική – η αφαίρεση είναι προτέρημα των καλών στιγμών του Σρέιντερ – αλλά σημειακή ανάπτυξη, από σεναριακούς ελιγμούς τόσο βεβιασμένους ώστε δικαιολογημένα να αποτρέπουν την εμπλοκή εκείνου του θεατή που δεν θα επιχειρήσει εξαρχής μια διακινηματογραφική ανάγνωση του ή έστω μια (πρωτίστως) συμβολική. Και δυστυχώς ο Σρέιντερ, έχοντας ξοδέψει χιλιόμετρα μελανιού και φιλμ σε ηθικές συγκρούσεις, κολασμένες αστικές οδύσσειες και αυτομαστιγώματα, όχι μόνο δεν διαθέτει τα εργαλεία για να διαχειριστεί κινηματογραφικά τη θετικότητα – το όραμα της «αναγέννησης», στα χαρτιά φάνταζε παραμυθένιο, στο πανί προκύπτει παράφωνο - αλλά δεν της δίνει τον αρμόζοντα χώρο (και χρόνο) στη δημιουργία του. Και όταν η τελευταία αφορά τη (θετική) Δημιουργία, όταν το εγχείρημα φαίνεται να συνοψίζεται στη σύνταξη της «Καινής Διαθήκης» της φιλμογραφίας του, η κακοδιαχείριση και, ουσιαστικά, η απουσία της θετικότητας εμποδίζουν όχι μόνο τη γοητεία, αλλά και τη διεισδυτικότητα του «κηρύγματός» του.
Τουλάχιστον, η υφολογική και τονική συνέπεια παραμένουν ακέραιες στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, ο ρυθμός συνάδει με την ιδιοσυγκρασία του κεντρικού χαρακτήρα, ενώ η πρωταγωνιστική τριπλέτα τελεί σε αψεγάδιαστο ερμηνευτικό συγχρονισμό. Όποιος περίμενε από τον «Master Gardener» μια συνέχεια της φόρμας και μια ακόμα μείζονα προσθήκη στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη μετά τις δύο προηγούμενες, ενδέχεται να απογοητευτεί ελαφρώς. Η σημασία της ταινίας για το συνολικό έργο του Σρέιντερ, όμως, είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς καταγράφει την εξέλιξη και ενδεχομένως υπογράφει τον επίλογο της ιστορίας του αντι-ήρωα που αποτέλεσε αντικείμενο και υποκείμενό του για σχεδόν μισό αιώνα.