Υπάρχω - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Υπάρχω

Iparho

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Τσεμπερόπουλος
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Κατερίνα Μπέη
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Χρήστος Μάστορας, Ασημένια Βουλιώτη, Κλέλια Ρένεση, Δημήτρης Καπουράνης
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γιάννης Δρακουλαράκος
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μίνως Μάτσας
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 133'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Τanweer
    Υπάρχω

Ως «ταινία-αφιέρωμα» στον Στέλιο Καζαντζίδη, αναπόφευκτα μυθολογεί τον ήρωα και γι'αυτό θα συγκινήσει όσους τον λάτρεψαν στον καιρό της ακμής του και όσους συνέχισαν να υποκλίνονται στην έκταση και στην εμβέλεια της φωνής του. Μεγάλα της ατού είναι μια φοβερά προσηλωμένη κεντρική ερμηνεία και, φυσικά, τα τραγούδια της. 

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Από τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη μπορεί να εξαχθεί έκτακτη σκορσεζική αφήγηση. Δεν έχει απλώς άνοδο και πτώση, έχει έναν ήρωα που στήριξε την επιτυχία του τραγουδώντας την αδικία, σταδιακά καλλιέργησε μια περσόνα ανάλογη με τον άνθρωπο για τον οποίο τραγουδούσε και στα ύστερα χρόνια του απορροφήθηκε από την Εικόνα του. Το διαρκές παράπονο, η αυτολύπηση και η αίσθηση μιας διαρκούς δίωξης μεταφράστηκαν σε μια αέναη δικαστική περιπέτεια απέναντι σε φίλους κι εχθρούς και σε ατέρμονους μονολόγους στα τηλεπαράθυρα. Ο Καζαντζίδης δεν τραγουδούσε πια για την αδικία, κυρίως μιλούσε για αυτή, παραληρώντας και βάλλοντας κατά πάντων.

Το «Υπάρχω» δεν είναι αυτή η ταινία, επιχειρεί να προσεγγίσει τον Καζαντζίδη μυθικά. Όχι τυχαία κλείνει με την ηχογράφηση του ομώνυμου άσματος, του καζαντζίδειου «My Way», αν θέλεις, που αποτελεί ενδεχομένως και τον τελευταίο του θρίαμβο – μετά ξεκινά η σκορσεζική κάθοδος, με τα όποια σκαμπανεβάσματά της. Και ως ταινία μυθολόγησης, ως «ταινία-αφιέρωμα», όπως αναγράφεται και στο πόστερ της, αναπόφευκτα ωραιοποιεί – υπήρξε πχ. κι εκείνος μέρος μιας πρακτικής οικειοποίησεων τραγουδιών, που έβλαψε καλλιτέχνες όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, για να θυμηθούμε την έτερη επιτυχημένη εγχώρια μουσική βιογραφία των τελευταίων ετών, μα αυτό δεν θα αποτελέσει μέρος της αφήγησης.

Η ωραιοποίηση, βέβαια, δικαιολογείται σεναριακά, καθώς επιστρατεύεται το εύρημα της συνέντευξης σε μεταγενέστερη ηλικία, που έχουμε δει σε άπειρες βιογραφίες, από τον «Τσάπλιν» του Ατένμπορο, μέχρι το πρόσφατο «Lee» - τι ωραία που ανατρέπεται εκεί στα τελευταία λεπτά, υπογραμμίζοντας και το πραγματικό θέμα της ταινίας. Άρα αυτό που παρακολουθούμε, είναι η αφήγηση του ίδιου του ήρωα, η ιστορία του όπως την βίωσε και την αισθάνεται ο ίδιος. Κι αυτό που αφηγείται ο ήρωας είναι μια σειρά από σημαντικά γεγονότα, τα οποία προϋποθέτουν και μια σχετική πρότερη γνώση που η ταινία λογαριάζει για δεδομένη. Αυτό πρόβλημα ασφαλώς δεν είναι, μειονέκτημα είναι να μην υπάρχει μια θέση πάνω σ' αυτά, μια σεναριακή κεντρική ιδέα γύρω από τον βιογραφούμενο, μια θεματική πέρα από τον ίδιο, αν θέλεις. Πρόκειται για ένα από εκείνα τα συμβατικά σενάρια βιογραφικής ταινίας που, κατά κάποιο τρόπο, δραματοποιούν τα κεντρικά σημεία μιας καταχώρισης στη Wikipedia.

Κι αυτά αφού γράψαμε, οφείλουμε να αναρωτηθούμε ρητορικά ποιος θα ήθελε να δει μια ταινία απομυθοποίησης του Καζαντζίδη. Βλέπεις, λίγες φωνές συνδέθηκαν τόσο με τον τόπο και τους ανθρώπους του και η έκταση της με ελάχιστες μπορεί να συγκριθεί. Λέγεται ότι κατά την ηχογράφηση των «Πέτρινων Χρόνων» ο Σπανουδάκης είχε σοκαριστεί. Άλλαζε τις οκτάβες στο πιάνο και διαπίστωνε ότι η φωνή του τραγουδιστή ακολουθούσε, δίχως υποψία προβλήματος - κι αυτό σε μεταγενέστερη ηλικία, άρα σκεφτείτε πού μπορούσε να φτάσει στο ζενίθ της. Και στα μάτια μας είναι κρίμα που η λυγμική, βασανισμένη ερμηνεία, που συνόδευσε το χτίσιμο της περσόνας του και έχτισε τον μύθο του, απωθεί μέχρι σήμερα φίλους της εγχώριας μουσικής και κρατά κρυφή την προγενέστερη δισκογραφία του, όταν ο Καζαντζίδης τραγουδούσε, μεταξύ άλλων, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Θεοδωράκη και Χατζιδάκη.

Το «Υπάρχω» αφιερώνει σημαντικό χρόνο στην πρώτη περίοδο και ο Χρήστος Μάστορας τραγουδά αρκετά από εκείνα τα άσματα. Ο τελευταίος ανέλαβε το δύσκολο έργο της ενσάρκωσης μιας αναγνωρίσιμης, υπερπροβεβλημένης προσωπικότητας, με όσα συνεπάγεται αυτή η αναγνωρισιμότητα και η προβολή για όποιον αναλάβει να την υποδυθεί. Μοιραία τα πρώτα λεπτά ξενίζουν, αλλά σταδιακά ο Μάστορας σε κερδίζει, με την ευλαβική προσήλωσή του, αλλά και με την εμφανή δουλειά που έριξε μαζί με τον σκηνοθέτη του για το χτίσιμο της μανιέρας του ρόλου. Η εκφορά του λόγου φέρει ταυτόχρονα την στιβαρότητα και το παράπονο, τα δομικά στοιχεία του τρόπου του Καζαντζίδη δηλαδή. Όσο για την ερμηνεία των τραγουδιών, συγχρονίζεται με την μυθική προσέγγιση του εγχειρήματος. Ακόμα και στις ηχογραφήσεις των πρώτων ασμάτων ακούμε τον Καζαντζίδη των μεγάλων επιτυχιών, ωστόσο υπάρχει μια ουσιώδης λεπτομέρεια, που κάνει τη διαφορά και αναδεικνύει την (υπερ)προσπάθεια. Το σίγμα του Καζαντζίδη αρχικά ήταν συριστικό κι αδύναμο. Ο τραγουδιστής το δούλεψε στη συνέχεια για να αποκτήσει πυγμή, φτιάχνοντας ένα σίγμα πιο κοντά στο ζήτα και γεννώντας ακουσίως και μια πολύ κακή συνήθεια σε μελλοντικούς λαϊκούς τραγουδιστές - μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ε, αν δώσεις λίγη παραπάνω προσοχή, σε αυτά τα πρώτα τραγούδια το σίγμα του Μάστορα σφυρίζει ελαφρώς και στη συνέχεια, καθώς η καριέρα του χαρακτήρα προχωρά, ο συριγμός εξαφανίζεται. Να, κάτι τέτοιες λεπτομέρειες ξεχωρίζουν την καλή από την επαρκή ερμηνεία και μαρτυρούν τη δουλειά που έχει γίνει από πίσω. Δεν θέλουμε να αδικήσουμε το υπόλοιπο καστ, η Ρένεση πχ.έχει δύσκολο έργο – είναι larger than life η Γκρέι – και βγαίνει ασπροπρόσωπη, ενώ η Βουλιώτη, πέρα από τη χάρη, έχει κι εκείνη την ανεπιτήδευτη παρουσία που μόνο σε ηθοποιούς που αντιλαμβάνονται τις απαιτήσεις μιας κινηματογραφικής ερμηνείας συναντάς. Ωστόσο, η ταινία ανήκει κυρίως στον Μάστορα και, φυσικά, στα τραγούδια της.

Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, που ποτέ του δεν έκανε κακή ταινία, σκηνοθετεί με επαγγελματισμό το (είπαμε, συμβατικό) σενάριο, το νοστιμίζει και με κάποιες εμπνεύσεις, όπως εκείνη η σπιλμπεργκική πινελιά στο θρυλικό «όσο η καρδιά και λαχταρά», που μέχρι σήμερα τρομάζει αοιδούς, αναγκάζοντάς τους να το δώσουν στο κοινό.  Δύο πράγματα έχουν κάνει το νερό σε ένα ποτήρι να πάλλεται βίαια, τα βήματα ενός Τυραννόσαυρου και οι κορόνες του Καζαντζίδη - χαριτωμένο εύρημα και ταυτόχρονα τρανή ένδειξη του δέους της σκηνοθετικής προσέγγισης προς το υποκείμενο της δράσης. Οι φίλοι της θεωρίας του auteur δε, θα εντοπίσουν έναν ήρωα με τάσεις φυγής κι ελευθερίας, που δοκιμάζεται εσωτερικά και (κυρίως) εξωτερικά, αναζητώντας τρόπο να το σκάσει από την «πίσω πόρτα» και να «χαράξει καινούργια πορεία». Δεν πρόκειται, όμως, για ταινία δημιουργού, όπως την εννοεί η παραδοσιακή κριτική, αλλά για ένα λαϊκό θέαμα, φορτωμένο με τα βασικά και απολύτως απαραίτητα για όσους ενδιαφέρονται για το θέμα του και ικανό να συγκινήσει θαυμαστές του τραγουδιστή. Παρακολουθήσαμε την ταινία δίπλα σε γηραιό τέτοιο, πατέρα αγαπημένου συναδέλφου εδώ στο cinemagazine, ο οποίος μας εξομολογήθηκε και μια ιστορία του. Πριν ακόμα ενηλικιωθεί, όταν κυκλοφόρησαν οι «Αδίστακοι» του Κατσουρίδη και του Φώσκολου, είδε την ταινία και μνημόνευσε σε ποιο σημείο της ακουγόταν το «Ποιος Δρόμος είναι Ανοιχτός». Έτσι τις επόμενες μέρες το έσκαγε κάθε βράδυ από το σπίτι του και πήγαινε με ποδήλατο έξω από θερινό σινεμά που πρόβαλε την ταινία, απλώς για να ακούσει τον Στέλιο να τραγουδά. Η συγκίνηση στα μάτια αυτού του ανθρώπου μετά το πέρας της προβολής ήταν έκδηλη.

Ίσως δεν σας αφορά η παραπάνω ιστορία, αλλά τη μνημονεύουμε για δύο λόγους. Ο ένας είναι για να εξηγήσουμε εμπράκτως την επίδραση του Καζαντζίδη στον καιρό του και στον κόσμο του, μια επίδραση  αναλλοίωτη στον χρόνο για όσους τον έζησαν. Ο άλλος για να αναγνωρίσουμε ότι η ταινία φτιάχτηκε γι' αυτό τον θεατή και καθόλου δεν θα τον πειράξει αν οι δημιουργοί της επέλεξαν να ακολουθήσουν τον ασφαλέστερο δρόμο που θα μπορούσαμε να φανταστούμε εμείς για μια βιογραφία του Καζαντζίδη.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Υπάρχω
  • Υπάρχω