Στοιχειωμένo Αρχοντικό
Haunted Mansion
Δεύτερη απόπειρα γέννησης κινηματογραφικού franchise από το δημοφιλές θεματικό πάρκο της Ντίσνεϊλαντ, η οποία καταφέρνει να σε κάνει να νοσταλγήσεις την εκδοχή με τον Έντι Μέρφι.
Πολλοί το έχουμε ξεχάσει, αλλά οι «Πειρατές της Καραϊβικής», ένα από τα πιο κερδοφόρα franchise των καιρών μας και μια αναβίωση της πειρατικής περιπέτειας, είχαν βασιστεί σε ένα από τα δημοφιλέστερα πάρκα της Ντίσνεϊλαντ. Στη Ντίσνεϊ επιχείρησαν κι άλλες φορές να μετατρέψουν τα θεματικά πάρκα τους σε κερδοφόρες υπερπαραγωγές, που με τη σειρά τους θα έκαναν ακόμα πιο δημοφιλή τα θεματικά πάρκα τους, μα απέτυχαν. Το «Τοmorrowland» εγκλωβίστηκε σε ένα σχηματικό μήνυμα και στο κήρυγμα, το «Jungle Cruise» ήταν εξωτική περιπέτεια που έκανε τις περιπέτειες του Άλαν Κουότερμαν με τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν να μοιάζουν με «Ιντιάνα Τζόουνς» και βέβαια, πριν από αυτά, είχε προηγηθεί μια ταινία βασισμένη στο «The Haunted Mansion» με πρωταγωνιστή τον Έντι Μέρφι, η οποία πέρασε και δεν ακούμπησε.
Tώρα οι executives της εταιρείας αποφάσισαν να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στο «Στοιχειωμένο Αρχοντικό». Eίναι εμφανές ότι θέλουν πάρα πολύ να γεννήσουν franchise από το συγκεκριμένο θεματικό πάρκο μα, ανεξάρτητα από εκείνο που θα σας πουν Ίβηρες λογοτέχνες, όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, δεν συνωμοτεί πάντα όλο το σύμπαν για να το αποκτήσεις. Η νέα τους απόπειρα επιχειρεί να επικαλεστεί το μίγμα (εγκρατούς) τρόμου και ντισνεϊκού παραμυθιού ταινιών όπως το «Watcher in the Woods» και το το «Something Wicked this Way Comes». To πρώτο λάθος των δημιουργών είναι ότι, σε αντίθεση με εκείνες τις ταινίες, που διαθλούσαν τα δρώμενα μέσα από το παιδικό βλέμμα, εστιάζοντας στους ανήλικους χαρακτήρες, τοποθετεί στο προσκήνιο μια ομάδα ενηλίκων. Το αποτέλεσμα είναι και ο πιτσιρικάς που θέλει να πάρει μια δόση ελεγχόμενα μακάβριας δράσης να δυσκολεύεται να ταυτιστεί και ο ενήλικας θεατής να ζοριστεί λίγο παραπάνω να αποδεχτεί τον σαχλαμαρισμό και την αφέλεια του θεάματος. Αυτά θα ήταν πταίσματα, όμως, αν η ταινία διέθετε μια σχετική χάρη στην εκτέλεσή της.
Δυστυχώς, ενώ θα έπρεπε να έχει ως πρότυπο τη σπιλμπεργκική αίσθηση του δέους απέναντι στο φανταστικό και την αντίστοιχη παλαβομάρα στη σύνθεση του set-piece, η δράση αφήνεται κυρίως στην προσεγμένη σκηνογραφία, που αν πρόκειται για πιστή αναπαράσταση του ομώνυμου θεματικού πάρκου δεν ξέρουμε κατά πόσο της αξίζει έπαινος, καθώς και στην τακτική εμφάνιση ανέμπνευστα σχεδιασμένων CGI φαντασμάτων, που γεννά μια οπτική χασμωδία δευτεροκλασάτης ψηφιακότητας. Το σενάριο, αν και κάτι προσπαθεί να πει γύρω από την έννοια του φαντάσματος, δεν δίνει στο ταλαντούχο καστ σκαμπρόζικους διαλόγους, ούτε εφευρίσκει μια παιχνιδιάρικη ίντριγκα, όπως θα άρμοζε σε μια ταινία που, στο τέλος της μέρας, θέλει να διαφημίσει πόσο διασκεδαστικό είναι το θεματικό πάρκο που βασίζεται. Δεν περιμέναμε ότι θα νοσταλγούσαμε την εκδοχή με τον Έντι Μέρφι, μα τουλάχιστον εκείνη είχε κάτι να δώσει στους οπαδούς του κωμικού, είχε έναν φλεγματικό (και ανατριχιαστικό, όταν έπρεπε) Τέρενς Σταμπ, που πρόφερε με ξεχωριστή μέριμνα κάθε ρω των λέξεων που συγκροτούσαν την ατάκα του και, πάνω από όλα, είχε τη σύνεση να κρατά μόλις 99 λεπτά μαζί με τους τίτλους τέλους.
Η ταινία του Τζάστιν Σίμιαν διαρκεί 122 λεπτά και από ένα σημείο κι έπειτα γίνεται τόσο ανιαρή, που σκέφτεσαι σοβαρά να προσφερθείς να δώσεις τη δική σου ψυχή στον κακό της υπόθεσης, ώστε να συμπληρώσει τον αριθμό ψυχών που χρειάζεται για την εκπλήρωση των σατανικών σχεδίων του και να έρθει η λύτρωση των τίτλων τέλους μια ώρα αρχύτερα.