Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών (με υπότιτλους)
Mufasa: The Lion King (OV)
Οι περιπέτειες του μικρού Μουφάσα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του και η γνωριμία του με ένα καλόκαρδο, μικρό λιοντάρι τον Τάκα, που έμελλε να αλλάξει τις ζωές και των δυο τους για πάντα.
Μια ακόμη προσθήκη σε ένα αχρείαστο franchise που κανένας δε ζήτησε, αυτή τη φορά δια χειρός Μπάρι Τζένκινς, το «Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» είναι αυτό ακριβώς που λέει και ο τίτλος του, μια ταινία δηλαδή για τον λιονταροβασιλιά πατέρα του Σίμπα, το δύσκολο μεγάλωμά του και το ατέρμονο ταξίδι του προς τη Γη της Επαγγελίας.
Η ταινία ξεκινά με τον Ραφίκι να διηγείται στην κόρη του Σίμπα, την Κιάρα, την ιστορία του γενναίου πατέρα της. Όταν μετά από μια τρομερή πλημμύρα ο Μουφάσα χωρίζεται από τους γονείς του, θα καταλήξει σε μια άλλη, ξένη αγέλη λιονταριών, όπου δεν θα γίνει αποδεκτός από όλους. Εκεί θα γνωρίσει και τον Τάκα με τον οποίο θα γίνουν αχώριστοι – αδέλφια από άλλο αίμα και όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν, θα ξεκινήσουν μαζί για την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους, μια περιπέτεια γεμάτη κινδύνους, φίλους και γραμμένα πεπρωμένα.
Ο Μπάρι Τζένκινς των στιβαρών δραμάτων σκηνοθετεί μια ιστορία παραδοσιακής, ντισνεϋκής ατμόσφαιρας, καλύτερη σαφώς από την «poker face» απεικόνιση των λιονταριών στη live action (ψηφιακή εννοούσαν) προσαρμογή του «Βασιλιά των Λιονταριών» από τον Τζον Φαβρό, όμως αυτό από μόνο του δεν σημαίνει και πολλά, μιας που και τούτη εδώ η ταινία υποφέρει τόσο από έλλειψη ψυχής, όσων και από απουσία εκφράσεων προσώπου.
Υπάρχει ένας πολύ βασικός λόγος που τις περισσότερες φορές η live action μεταφορά των κλασικών ιστοριών της Disney αποτυγχάνει να «πιάσει» τη μαγεία του animation: διότι οι δυνατότητες του κινουμένου σχεδίου είναι άπειρες. Όταν αποφασίζεις πως – για κάποιον λόγο – θες να πεις την ίδια ιστορία ή μια παρεμφερή με το αρχικό υλικό, απλά με άλλη σκηνοθεσία και προσέγγιση για τις νεότερες γενιές, υπάρχουν κάποιοι αναπόφευκτοι περιορισμοί που αφορούν πρωτίστως στη συμπεριφορική και συναισθηματική συσχέτιση των θεατών με τους τετράποδους, εδώ, πρωταγωνιστές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα τόσο στην ταινία του Φαβρό, όσο και σε αυτή του Τζένκινς, είναι πως οι χαρακτήρες μοιάζουν σχεδόν μονοδιάστατοι σε σχεδιαστικό επίπεδο. Παρά τη CGI απεικόνισή τους που, θεωρητικά, θα έπρεπε να τους προσδίδει μεγαλύτερο φωτορεαλισμό και άρα ευρύτερη εκφραστική γκάμα, το αποτέλεσμα παραμένει απογοητευτικό, διότι δεν επιτρέπει το ίδιο (συν)αισθηματικό δέσιμο, με τον τρόπο που η κλασική ταινία του 1994 έχει διαχρονικά καταφέρει.
Σε επίπεδο πλοκής τα πράγματα είναι λιγάκι καλύτερα. Υπάρχει η παραδοσιακή αφήγηση και ο αρχετυπικός κακός που απαντάται σε όλες τις ταινίες της Disney, όπως και ένα ενδιαφέρον backstory για τον Τάκα που ρίχνει άπλετο φως στον μελλοντικό του εαυτό και στις συνακόλουθες πράξεις του. Η δράση λειτουργεί αποτελεσματικά και ο ρυθμός είναι κάτι στο οποίο η ταινία βγαίνει κερδισμένη, παρά τις αναπόφευκτες μικρό-αστοχίες σε επίπεδο υποθεσιακής συνοχής που μάλλον συγχωρούνται από την πλευρά των μικρότερων σε ηλικία θεατών.
Λιγότερο λειτουργικές οι μουσικές σκηνές της ταινίας που δεν διαθέτουν κανένα κομμάτι προορισμένο να αντέξει στον χρόνο, εκτός ίσως από το «Bye Bye» που ερμηνεύει με αφοπλιστικά villain διάθεση ο Μαντς Μίκελσεν (αν και σε πάρα πολύ κακό timing εντός της ταινίας), ο οποίος πρακτικά «κουβαλάει» όλο το φιλμ, κλέβοντας άνετα τη δόξα από το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Άαρον Πιέρ και Κέλβιν Χάρισον Τζ. που υποδύονται τους Μουφάσα και Τάκα αντίστοιχα.
Το «Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» είναι μια ταινία που δεν προσθέτει κάτι το πραγματικά πρωτότυπο στον μύθο της πρώτης ταινίας, δημιουργώντας απλά μια γραμμή κινηματογραφικής σύνδεσης παρελθόντος, παρόντος και σίγουρα μέλλοντος. Όπως όλα δείχνουν θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι το Χόλυγουντ να ασχοληθεί ξανά με καινούργιο υλικό, δίχως να εξαρτάται από νοσταλγικές επικλήσεις στο συναίσθημα και στο θυμικό των θεατών. Κάποια πράγματα είναι αξεπέραστα. Το πρώτο «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» είναι ένα από αυτά.