Τα Τελευταία Χριστούγεννα στο Πατρικό μας
Christmas Eve At Miller's Point
Στο Λονγκ Άιλαντ των ‘00ς, μια ευρεία αμερικανική οικογένεια ιταλικής ρίζας συγκεντρώνεται για την Παραμονή των Χριστουγέννων. Μια παράξενη, ιμπρεσιονιστική και χαμηλότονη καταγραφή επεισοδίων που θα κάνει πολλούς να πλήξουν αλλά θα πλημμυρίσει τους, λιγοστούς ίσως, υπόλοιπους με μια indie αποχρώσεων χριστουγεννιάτικη διάθεση.
Η αλήθεια είναι πως ταινία και κείμενο δεν αφορούν πολλούς. Οπότε ας εκτελεστεί αρχικά η τροχονομική πλευρά της εβδομαδιαίας κριτικής: Μην μπερδευτείτε από την λέξη Χριστούγεννα του τίτλου. Δεν είναι μια netflixική κομεντί, δεν είναι «Love Actually», δεν είναι παλαιοχολιγουντιανή απομίμηση, δεν είναι σταρ ενδεδυμένοι γιορτινές στολές, ούτε μια «βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα» σπαρακτική ιστορία γιορτινού πλαισίου.
Τι είναι;
Όπως το είδα εγώ είναι μια ταινία βγαλμένη μεν από τη νοσταλγική μαρμίτα της βιομηχανίας (θα έχετε παρατηρήσει πως σχεδόν ό,τι βλέπουμε από Χόλιγουντ μεριά πατάει και με τα δύο πόδια στο παρελθόν), διηθισμένη όμως μέσα από το βλέμμα ενός νεότατου ανθρώπου, απολύτως indie λογικής, που σαν από ένα κινηματογραφικό stream of consciousness (ας το πούμε ροή συνειδητότητας) ανοίγει την στρόφιγγα των αναμνήσεων, την φιλοτεχνεί επιμελέστατα με όλη τη λεπτομέρεια της ωραιοποιημένης ανάμνησης, την εμβολιάζει με την εικονολατρία των Χριστουγέννων, την περιλούζει μουσική και την αφήνει «εκεί» για όποιον του αρέσει.
...ίσως το «Radio Days» μιας γενιάς που την καταδικάσαμε ότι δεν θα το απολάμβανε ποτέ για πάρτη της
Δεν λείπουν αξιοσημείωτες λεπτομέρειες: Υπάρχει μια mumblecore επίγευση. Στην ένταση της ομιλίας, στην στόχευση του διαλόγου, στην χαλαρότητα, στην έμφαση στους νεαρούς χαρακτήρες. Είναι όμως ένα meta-mumblecore, όχι τόσο ως μοντερνισμός, μα ως εσωτερική αίσθηση του χρόνου που πέρασε και εποχής που άλλαξε. Οπωσδήποτε και στην μελαγχολία, μελαγχολία που διαποτίζει τα πάντα στο έργο. Ως προς αυτή, ειδική θέση έχει η έννοια του ανθρωπο-χωρο-χρόνου. Πρέπει να διαβάσεις ότι ο δημιουργός γεννήθηκε το 1990, υποθέτοντας ότι «αυτοβιογραφείται» τρόπον τινά, για να συμπεράνεις ότι είμαστε στις αρχές του 21ου αιώνα. Διότι η ατμόσφαιρα, η φλουταρισμένης θέρμης φωτογραφία, η σαν μουσικού κουτιού σκηνογραφία και, πρώτιστα, η μουσική ταπισερί καθαυτή που ξεπηδά (ή μοιάζει να ξεπηδά) από το ’60, μουσική που δεν είναι χριστουγεννιάτικη αλλά μεταμορφώνεται λόγω σκηνοθεσίας, συνθέτουν κάτι το αχρονικό, οπότε και διαχρονικό. (Ή έτσι βαυκαλιζόμαστε ότι συμβαίνει όσοι μας ταιριάζει η ατμόσφαιρα αυτή.)
Αν όλα αυτά συντεθούν παρέα με αδρές ιμπρεσιονιστικές πινελιές (οι σκηνές στα αμάξια, το πέρασμα πυροσβεστικών οχημάτων) τότε αρχίζει να σχηματίζεται ένα πραγματικό χριστουγεννιάτικο πολαρόιντ διόραμα που επιμελήθηκε υστερικά – και μαζί χαλαρά – ο Ταορμίνα για να παιανίσει την indie-vintage νοσταλγία του. Το ότι εντός της μπορεί κανείς να συγχρονίσει τονικά την θανατερή ελεγεία του Τζον Χιούστον στο διάβασμά του στον «Νεκρό» του Τζόις – χωρίς βέβαια να ισχυρίζομαι ότι τα μεγέθη βρίσκονται σε αναλογία – είναι ένα…Christmas egg που δεν θα περίμενες από την νοοτροπία μιας γενιάς.
Όμως ακριβώς και αυτή η ανατροπή μιας γεροντίστικης επιμονής περί του ανυπέρβλητου «τότε» της, ηττάται σφοδρά εδώ. Ο 34χρονος Ταορμίνα είναι σε εντελή επαφή με τον Χρόνο κι έχει την «αναίδεια» να τον συσσωματώνει, ισοπεδώνοντας την πλοκή για χάρη των επεισοδίων, ενώνοντας δεκάδες αισθήσεις ταινιών (είναι ίσως το «Radio Days» μιας γενιάς που την καταδικάσαμε ότι δεν θα το απολάμβανε ποτέ για πάρτη της) και τελικά γιορτάζοντας ακριβώς σαν ευδιάθετος…mumbler της γενιάς του την οικογένεια, τα χάσματα, τα εθιμοτυπικά, την μοναξιά της (μετ)εφηβείας, την σεξουαλική ρευστότητα. Στο τέλος, ως είθισται, είμαστε όλοι αυτοί που είμαστε, καταδικασμένοι να μεγαλώνουμε και να θυμόμαστε με την ίδια νοσταλγία αυτά που ποτέ δεν θα ήταν δυνατόν να προλάβουμε να ευχαριστηθούμε. Ακόμα και τις αναιτιολόγητες λύπες μας. Για τον Ταορμίνα ο ενεστώτας δεν έχει καμμία τύχη μπροστά στον παρατατικό.