«Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» («Α Clockwork Οrange», 1971)
Ο συμβολισμός της πορείας του Αλεξ (του καταπληκτικού Μάλκολμ ΜακΝτάουελ), από τη νοσηρή ηδονοθηρία (κλασική μουσική, βιασμοί και ακραία βία οι αδυναμίες του) μέχρι το έγκλημα και από κει στην κατασταλτική αναμόρφωση μέχρι τη γεύση του κάρμα και της εκδίκησης λειτουργεί σαν μια παραβολή- σταθμός: η ανικανότητα να επιβληθεί πάνω στα πάθη του και σε αντιδιαστολή, αργότερα, να βρει τη δύναμη να ξεπεράσει την επίδραση της περίφημης τεχνικής «Ludovico» σε μια καθημερινότητα που τον έχει αφήσει ευνουχισμένο από κάθε προσωπική αντίδραση και άμυνα, είναι μια ανατριχιαστική απεικόνιση της επιρροής της εξουσίας πάνω στον άνθρωπο.
Εντελώς απαισιόδοξη και ζοφερή η ματιά των Μπάρτζες και Κιούμπρικ πάνω στη σχέση των ανθρώπων με τις επιθυμίες τους αλλά και πάνω στη σχέση των τελευταίων με την κοινωνία, καταλήγουν σε μια αναγκαιότητα που όπως ήταν φυσικό σόκαρε στην εποχή της και έθεσε ερωτήματα που ακόμα δεν έχουν απαντηθεί- αντίθετα έχουν ενταθεί και χάσκουν ακόμα σαν μαύρες τρύπες στην κοινωνία. Κυρίως την αμερικανική. Μάρκος Φράγκος
«Μπάρι Λίντον» (Barry Lyndon, 1975)
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ, το μεγαλειώδες «Μπάρι Λίντον» διηγείται την αναρρίχηση ενός τυχοδιωκτικού άντρα στα αριστοκρατικά σαλόνια του 18ου αιώνα, την περιπετειώδη παραμονή του εκεί και τον βίαιο εξοστρακισμό του. Αυτό που εξιστορεί, παρ' όλα αυτά, επί της ουσίας είναι η αιώνια τραγωδία του ανθρώπου που προσπαθεί να αλλάξει τη μοίρα του και καταλήγει να συντριβεί από αυτήν.
Ο Κιούμπρικ προσφέρει ένα κομψοτέχνημα σεβαστού δραματουργικού βάρους και παροιμιώδους τελειομανίας, βοηθούμενος από την επαναστατική δουλειά του Τζον Άλκοτ στη διεύθυνση φωτογραφίας και προσπαθώντας να αναβιώσει τον παλιό κόσμο που επικαλείται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αληθοφάνεια. Με την υποδειγματική του εικονογράφηση και τα εκθαμβωτικά tableaux vivants που συλλαμβάνει, το «Μπάρι Λίντον» δίνει στον σκηνοθέτη το ρόλο του ζωγράφου, μετατρέπει την κάμερα σε μαγικό πινέλο και μεταμορφώνει την οθόνη σε καμβά πάνω στον οποίο αποτυπώνεται μια από τις πιο καλαίσθητες και επιβλητικές ταινίες εποχής που έγιναν ποτέ. Ταυτόχρονα, ένα από τα αριστουργήματα στην απαράμιλλη φιλμογραφία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Λουκάς Κατσίκας
«Η Λάμψη» («Τhe Shining», 1980)
Αν δεχτούμε πως η επιδραστικότητα του κινηματογραφικού τρόμου μετριέται από το βαθμό ταλάντωσης που προξενεί στους φόβους και τις ενοχές μας, τότε η «Λάμψη» δικαιούται να φιγουράρει στην κορυφή ενός είδους, τα όρια του οποίου εμφαντικά ξεπέρασε. Βλέπετε, τόσο με όρους διαχρονικότητας όσο και εισβολής στο συλλογικό ασυνείδητο, η θρυλική δημιουργία του Κιούμπρικ ξεγλιστρά επιδέξια από το πρώτο επίπεδο που αφορά στη σταδιακή βύθιση στην παράνοια ή σε μια ιστορία φαντασμάτων, για να καταλήξει στην αγωνιώδη μάχη με το τέρας της έμπνευσης που ταλανίζει κάθε δημιουργό, αλλά και τα στοιχειά που φωλιάζουν αιώνες τώρα στα θεμέλια του αμερικανικού κράτους.
Μέσα απ’ τα χαρακτηριστικής συμμετρίας πλάνα και τα αιθέρια τράβελινγκ στους στοιχειωτικά άδειους διαδρόμους του ξενοδοχείου Όβερλουκ, ξεπηδά μια τελειότητα τόσο χαώδης, απόκοσμη και συνάμα οικεία, που δεν προξενεί εντύπωση γιατί πολλοί έσπευσαν να την τακτοποιήσουν στα μέτρα κάθε πιθανής ή απίθανης θεωρίας συνομωσίας. Στην αυγή των ‘80s που ο ριγκανισμός ερχόταν να προτρέψει στο κουκούλωμα του τραυματικού παρελθόντος, η «Λάμψη» ήρθε ως το ιδανικό κουτί εναπόθεσης αρχέγονων αγωνιών και ανέγγιχτων ενοχών. Νεκτάριος Σάκκας
«Full Metal Jacket» (1987)
Ψυχρό και κοφτερό σαν μαχαίρι, το «Full Metal Jacket» παρακολουθεί μια έξοχα εκτελεσμένη τελετουργία αποκτήνωσης και θανάτου που ξεκινά από την πρώτη κιόλας σκηνή. Ορδές από νεοσύλλεκτους στρατιώτες κουρεύονται σαν τα πρόβατα που ετοιμάζονται να οδηγηθούν στη σφαγή. Ο μηχανισμός αλλοτρίωσής τους φανερώνεται πολύ απλός: στην αρχή αφαιρείται από πάνω τους κάθε στοιχείο ταυτότητας πο θα τους έκανε να ξεχωρίζουν από το διπλανό τους. Η συνέχεια στοχεύει στην απόλυτη χλιναγώγηση μυαλού και σώματος. Το κυριότερο; Προπονούνται να διώξουν από μέσα τους κάθε συναίσθημα ανθρωπιάς και να γίνουν μηχανές προγραμματισμένες να σκοτώνουν.
Το «Full Metal Jacket» είναι ένα ντοκουμέντο με πρωταγωνιστές τους αθώωους νεαρούς που γεννήθηκαν για να καταλήξουν να πεθαίνουν απότομα, άσκοπα κι εντελώς αναίτια σε κάποιο αφιλόξενο μέρος, μακριά από το σπίτι τους και πνιγμένοι στο αίμα τους. Η πρώτη απώλεια σ' έναν πόλεμο δεν είναι, εντούτοις, η ανθρώπινη ζωή. Είναι η αθωότητα... Λουκάς Κατσίκας
«Μάτια Ερμητικά Κλειστά» («Εyes Wide Shut», 1999)
Από το Διάστημα στην Κρεβατοκάμαρα. Ο Κιούμπρικ αντιστοιχίζει τον μικρόκοσμο με τον μακρόκοσμο και αφηγείται ένα φροϋδικό παραμύθι που αντλεί έμπνευση από το «Traumnovelle» του Άρτουρ Σνίτσλερ, για να ξεκλειδώσει την «οδύσσεια» της ρουτίνας ενός ζεύγους που αποζητά τη σεξουαλική έκφραση, κι ενώ «επιθυμεί», δεν «πράττει».
Το κύκνειο άσμα του Κιούμπρικ τοποθετεί εντέχνως στο μικροσκόπιο το διάσημο (ίσως το διασημότερο τότε) χολιγουντιανό ζευγάρι των Κρουζ - Κίντμαν, που ξεκίνησε την ταινία ως «νυν» για να γίνει ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της «πρώην», και μέσα από την υποβλητική ατμόσφαιρα ενός ονειρικού κόσμου τους προκαλεί να ανοίξουν τα μάτια σε έναν εστέτ ερωτικό εφιάλτη που εμπεριέχει το θάνατο, την πρόκληση, την μεταμόρφωση, την αυτοθυσία, τη συγχώρεση. Σε 160 υπερβατικά λεπτά ο Κιούμπρικ εκθέτει δίπολα όπως η λογική και το ένστικτο, η θεωρία και η πράξη, και ομολογεί την «υπνοβασία» της ζωής. Στο τέλος αφήνει ένα ουσιώδες «Fuck» για κατακλείδα, συνοψίζοντας με ειρωνεία και χιούμορ μία μεγαλειώδη καριέρα. Μάτια διάπλατα ανοιχτά για ένα από τα αριστουργήματα της 7ης τέχνης. Πάνος Γκένας