«Σπάρτακος» (Spartacus, 1960)
Σαν να ήταν ήδη αποφασισμένος να διατρέξει στην καριέρα του όλα τα κινηματογραφικά είδη, ο Κιούμπρικ εντρυφεί στα ξίφη και τα σανδάλια, δηλαδή στο ιστορικό έπος και φυσικά δημιουργεί μία από τις λαμπρότερες ηρωικές ταινίες στο Χόλιγουντ. Ο Κερκ Ντάγκλας ως σκλάβος και μονομάχος με ένστικτα αυτονομίας, οδηγεί τους συντρόφους του σε εξέγερση εναντίον των φιλήδονων και φιλόδοξων ηγετών της Ρώμης του πρώτου μ.Χ. αιώνα.
Σε μία κοινωνία που ξεχειλίζει από διαφθορά και μισαλλοδοξία, ο Κιούμπρικ καταφέρνει να παραθέσει ένα σχόλιο για τον καλπάζοντα, τότε, αντικομμουνιστικό διωγμό, να προκαλέσει με την περιβόητη ομοφυλοφιλική ανταλλαγή μεταξύ Λόρενς Ολίβιε και Τόνι Κέρτις στο μπάνιο, χωρίς να ξεφύγει από τον αρχικό του στόχο: να δημιουργήσει ένα λαμπρό, παθιασμένο υπερθέαμα. Λήδα Γαλανού
Λολίτα (Lolita, 1962)
Κατάμαυρο σλάπστικ ή η πιο τολμηρή λογοτεχνική διασκευή των ’60s; Ο Τζέιμς Μέισον τολμάει να ενσαρκώσει τον Χάμπερτ Χάμπερτ, τον διαβόητο μεσήλικα διανοούμενο που πρωτογνωρίσαμε στις σελίδες του απαγορευμένου αριστουργήματος του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ, διασκευασμένο από τον ίδιο τον ρωσικής καταγωγής συγγραφέα σε ένα σενάριο που παρά το σκανδαλώδες περιεχόμενο απέσπασε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ - μόνο που η κινηματογραφική Λολίτα του, η Σου Λάιον, έγινε αναγκαστικά τρία χρόνια μεγαλύτερη, προκειμένου να γλιτώσει από τα σαγόνια της λογοκρισίας.
Ο μεγάλος στυλίστας Στάνλεϊ Κιούμπρικ απέχει από κάθε είδους φτηνό εντυπωσιασμό αφήνοντας το παραβατικό κυνηγητό που κρύβεται στην καρδιά της ταινίας να μιλήσει από μόνο του, και ξεδιπλώνοντας τα καταπιεσμένα πάθη και την καταστροφική ερωτική εμμονή του ήρωά του. Μόνο που τελικά νικητής δεν αναδεικνύεται ο Τζέιμς Μέισον / Χάμπερτ Χάμπερτ, που αρπάζει την αγαπημένη του και εξαφανίζεται στις ανώνυμες αμερικανικές λεωφόρους, αλλά ο Πίτερ Σέλερς / Κλερ Κουίλτι που τον καταδιώκει, του καταστρέφει τη ζωή και στη συνέχεια τον ξεχνάει, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Σέλερς στοιχειώνει απροκάλυπτα κάθε λεπτό της ταινίας όπου εμφανίζεται σε ένα ρόλο-αποκάλυψη, τον οποίο συναγωνίζεται μονάχα η Σέλεϊ Γουίντερς και η μεγάλη ραγισμένη καρδιά της, όταν ανακαλύπτει ότι ο άντρας των ονείρων της την παντρεύτηκε για την κόρη της. Θανάσης Πατσαβός
S.O.S Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα (Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb, 1964)
Στις αρχές του '60 ο Κιούμπρικ ξεκίνησε να κάνει ένα ανατριχιαστικό ψυχροπολεμικό θρίλερ γύρω από το κοντινό ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος για την ανθρωπότητα. Κατέληξε να γυρίσει την πιο αστεία, παροξυσμική και αιχμηρή πολιτική σάτιρα που έγινε ποτέ. Κωμωδία και τρόμος ισορροπούν μαζί στην κόψη του ξυραφιού, το κατακλυσμικό μαύρο χιούμορ συμβαδίζει με τον καθαρό σουρεαλσιμό και τα πάντα ισοπεδώνονται και παρωδούνται ανελέητα: η ματαιότητα - και μαζί η ανοησία - της πολιτικής, η στενόμυαλη μιλιταριστική λογική, η πίστη σε θεμελιώδεις θεσμούς όπως το κράτος, η ανικανότητα των ισχυρών που κυβερνούν αυτό τον πλανήτη, η σαχλή εμπιστοσύνη στον «γενναίο νέο κόσμο» της τεχνολογίας και η αφελής πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα θα τη βγάλει τελικά καθαρή.
Με γνήσια διεστραμμένη διάθεση κι επιθετικό αμοραλισμό, ο Κιούμπρικ τολμά με το «Dr. Strangelove» να μας κάνει να αντικρίσουμε κατάματα τον οριστικό αφανισμό μας και, το σπουδαιότερο, να γελάσουμε μ' αυτόν μέχρις εσχάτων. Όταν το τέλος πλησιάσει, μην πείτε ότι δεν ήσασταν ενήμεροι. Λουκάς Κατσίκας
«2001: Η Οδύσσεια Του Διαστήματος» («2001: Α Space Οdyssey», 1968)
Πως χειραγωγείς το κοινό σε ένα κινηματογραφικό ταξίδι; Πόση επιστημονική αλήθεια είναι απαραίτητη στην κατασκευή των ειδικών εφέ; Το αφηγηματικό ύφος μίας περιπέτειας μπορεί να αποτελεί αφετηρία φιλοσοφικού στοχασμού; Και τέλος πάντων... πώς αποτυπώνονται οι συνθήκες έλλειψης βαρύτητας; Εν έτει 1968 ο Κιούμπρικ θέτει τις ερωτήσεις και προκαλεί για απαντήσεις.
Τα γνωστικά αντικείμενα της βιολογίας, αστρονομίας και χημείας αποτελούν το δημιουργικό καμβά για ένα εντροπικό ταξίδι της ανθρώπινης συνείδησης μέσα από ένα ελλειπτικό σενάριο που σταδιακά μετουσιώνει το φιλμ σε μία ξεκάθαρα οπτική, μη φραστική εμπειρία. Παραμερίζοντας τα όρια της λεκτικής ευκρίνειας, το «2001» εντυπώνεται στο υποσυνείδητο του θεατή με έναν τρόπο ποιητικό και φιλοσοφικό. Με αυτό τον τρόπο η ταινία γίνεται μία υποκειμενική εμπειρία που διεγείρει το ασυνείδητο με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιεί ένας μουσικός ή ένας ζωγράφος. Πενήντα χρόνια μετά το «2001» είναι συμπαντικά σημαντικό και οι θεατές στέκουν με δέος απέναντι στην προσέγγιση αυτού του υπέροχου, συναρπαστικού κινηματογραφικού αινίγματος. Δεκαετίες μετά το «2001» παραμένει ένα μυστήριο. Ή καλύτερα ένας μαύρος μονόλιθος. Πάνος Γκένας