Μία κραυγή μπροστά στην αδιαλλαξία της εξουσίας: «Στη Φωλιά του Κούκου» του Μίλος Φόρμαν - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
11:38
19/11

Μία κραυγή μπροστά στην αδιαλλαξία της εξουσίας: «Στη Φωλιά του Κούκου» του Μίλος Φόρμαν

Με αφορμή τα γενέθλια του πρωταρχικού Τσέχου δημιουργού, ξαναβλέπουμε την δεύτερη από τις μόλις τρεις ταινίες που κατέκτησαν το οσκαρικό «big five» (Ταινία, Σκηνοθεσία, Σενάριο, Πρώτοι Ρόλοι).

Από τον Πάνο Αχτσιόγλου

Υπάρχουν κάποιες καλλιτεχνικές δημιουργίες που έχουν εγγενώς τη δύναμη να σου αλλάξουν τη ζωή. Χωρίς να ζητήσουν την άδεια, έρχονται και μπαίνουν βίαια μέσα σου, κατέχοντας για πάντα ένα κομμάτι της καρδιάς σου και στοιχειώνοντάς σε σε τέτοιο βαθμό που γίνεται σχεδόν μαρτυρικό να τις ανασύρεις κάθε φορά από τη μνήμη. Λίγες είναι οι ταινίες που το έχουν καταφέρει αυτό και ακόμη λιγότερες πρόκειται να το καταφέρουν. Αδιαμφισβήτητα όμως, η «Φωλιά του Κούκου» είναι μία από αυτές. Μια ταινία που, πέρα από όλα τ’ άλλα, έρχεται να θίξει ένα στοιχείο που σηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη: τη διαφορετικότητα. Ή καλύτερα, το δικαίωμα σ’ αυτήν.

Το φιλμ που κέρδισε και τα πέντε βασικά βραβεία Όσκαρ το 1975, αφηγείται την ιστορία του Ραντλ ΜακΜέρφι, ενός περιθωριακού και αντιδραστικού μικροεγκληματία, που εισάγεται σχεδόν οικειοθελώς σε μια ψυχιατρική κλινική προκειμένου να αξιολογηθεί η πνευματική του υγεία. Μέσα στο ίδρυμα επικρατεί μια φαινομενική ηρεμία, την οποία έρχεται να διαταράξει το ανήσυχο, επαναστατικό πνεύμα του κεντρικού ήρωα. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, ο πρωταγωνιστής θα δημιουργήσει ουσιαστικές, βαθιές σχέσεις με τους υπόλοιπους τρόφιμους του ιδρύματος, αλλά αναπόφευκτα θα έρθει και σε σύγκρουση με το τρομακτικά ισοπεδωτικό και βίαιο ψυχιατρικό κατεστημένο, κυρίως εκφρασμένο στο πρόσωπο της προϊσταμένης-τυράννου της κλινικής. Το δράμα θα αρχίσει σταδιακά να κορυφώνεται και η απρόσμενη κάθαρση θα χαράξει στις μνήμες των απανταχού σινεφίλ ένα από τα πιο λυτρωτικά φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου.

Ο Τσέχος Μίλος Φόρμαν («Οι Έρωτες Μιας Ξανθιάς», «Αμαντέους»), σε μια από τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας του, συνθέτει λιτά και χωρίς ηθικοπλαστικά μηνύματα ένα -όχι μόνο για τα δεδομένα της εποχής- αντισυμβατικό φιλμ. Χρησιμοποιώντας ιδίως στο πρώτο μισό ένα παράδοξο αφηγηματικό χιούμορ που δεν αποπροσανατολίζει αλλά αντιθέτως ενισχύει τη δραματουργία, κατορθώνει να μεταφέρει σχεδόν αυτούσιο το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Κεν Κέσεϊ (ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια εργαζόμενος σε ψυχιατρικό ίδρυμα) στη μεγάλη οθόνη.

Μεγάλο μέρος των γυρισμάτων του φιλμ πραγματοποιήθηκαν μέσα σε πραγματική κλινική στο Όρεγκον των Ηνωμένων Πολιτειών, με τον σκηνοθέτη να ενθαρρύνει διαρκώς την επαφή των ηθοποιών με τους αρρώστους, πολλοί εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκαν και ως κομπάρσοι. Πάντως, είναι εμφανές εξ αρχής είναι ότι ο Φόρμαν δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει μια ακόμη ταινία για αρρώστους και ιδρύματα. Μέσα από σκηνές μεστές σε νόημα αλλά και αλληγορική διάθεση, ο σκηνοθέτης πραγματεύεται το δικαίωμα στην επιθυμία και ερευνά την ευθραυστότητα της ανθρώπινης φύσης απέναντι στη σκληρή καταπίεση, τον κοινωνικό ρατσισμό και την καταστολή κάθε μοναδικότητας.

Μέσα στους πάλλευκους τοίχους του ψυχιατρείου το πνεύμα παραδίδεται και φυλακίζεται, το απάνθρωπο θριαμβεύει και ο στυγνός καθημερινός προγραμματισμός -μαζί με τεράστιες δόσεις ψυχοφαρμάκων- φαντάζουν ως οι μοναδικές λύσεις. Οι άρρωστοι περιφέρονται ηθικά και κοινωνικά ευνουχισμένοι χωρίς απολύτως κανένα δικαίωμα. Οι μεσαιωνικές μέθοδοι θεραπείας-βασανιστηρίου αντανακλούν την προσέγγιση του «παράφρονα» ως κοινωνικό μίασμα, ως ένα καμένο χαρτί. Ακόμη και η υποτιθέμενη εβδομαδιαία group therapy αποδεικνύεται μια φάρσα, με τους ανθρώπους να αντιμετωπίζονται ως παιχνίδια και τις εξοργιστικές ερωτήσεις να απευθύνονται τηρώντας ένα αρρωστημένο πρωτόκολλο που καταργεί κάθε έννοια προσωπικότητας και ελευθερίας.

Σημείο αναφοράς του νέου αμερικάνικου σινεμά τονίζει με απόλυτα συγκινητικό τρόπο τη διανοητική αναγκαιότητα του καθενός να ονειρεύεται το ακατόρθωτο.

Ο Φόρμαν χειρίζεται με επιδεξιότητα και μεγάλο σεβασμό μια σειρά από λεπτά ζητήματα, δίνοντας έμφαση ανάμεσα στις δύο βασικές αντιρροπιστικές δυνάμεις του φιλμ και κάνοντας πολλές φορές τη σύγκρουση να μοιάζει αναπόφευκτη. Ωστόσο, η εξουσία και ο σαδισμός που αυτή γεννά αποδεικνύονται τις περισσότερες φορές τόσο δυνατές, που η κραυγή μετατρέπεται σε ψίθυρο και (όπως στην περίπτωση του γιγαντόσωμου Ινδιάνου τρόφιμου) η σιωπή φαντάζει ως μόνη λύση. Η «τετράγωνη» και κλειστοφοβική εικονογράφηση, με τους τρομακτικούς διαδρόμους που χάνονται απειλητικά στο βάθος, το κυρίαρχο νοσοκομειακό λευκό και τα περιοριστικά συρματοπλέγματα με τις κλειδαριές παραπέμπουν εμφανώς σε καταστάσεις βίαιης ανελευθερίας, με το ινδιάνικων καταβολών μουσικό θέμα της εισαγωγής και του επιλόγου να αντηχεί ως διαχρονικό σύμβολο καταπίεσης.

Μηδενός εξαιρουμένου, οι πρωταγωνιστές του φιλμ προσφέρουν εξαιρετικές ερμηνείες. Αυτός όμως που ξεχωρίζει, καταθέτοντας παράλληλα μια από της πιο εμβληματικές περφόρμανς στην ιστορία, είναι ο Τζακ Νίκολσον. Ο ΜακΜέρφι και οι αντιδράσεις του αποτελούν ξεκάθαρα τον πυρήνα του δημιουργήματος του Φόρμαν. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς τι ακριβώς πέτυχε ο Νίκολσον με αυτόν το ρόλο. Παρουσιάζοντας με απαράμιλλη αυθεντικότητα το λούμπεν στοιχείο του ήρωα, χρησιμοποιεί μανιερισμούς τους οποίους ο ίδιος ανατρέπει μετά από λίγο, αφήνοντάς μας έκπληκτους, σχεδόν ξεκρέμαστους.

Πλάθοντας τον χαρακτήρα όπως ο ίδιος θέλει -οι περίφημοι αυτοσχεδιασμοί του άφησαν εποχή- τρομάζει και συγκινεί ταυτόχρονα, κάνοντας παράλληλα το θεατή σύντροφο και συνένοχό του, με το ειρωνικό χαμόγελο και το (κλασικό πια) σήκωμα των φρυδιών του να μετατρέπονται σε σήματα κατατεθέντα, ακόμη και της πραγματικής του ζωής. Μοιάζει σχεδόν αδύνατο να βρει κάνεις έστω και ένα μικρό ψεγάδι σ’ αυτή την ερμηνεία που ακροβατεί συνειδητά ανάμεσα στη λογική και την τρέλα (πολλοί είπαν ότι δέθηκε τόσο πολύ με τον χαρακτήρα που από τότε του έστριψε και μια βίδα). Ο ρόλος του συνιστά τον κινηματογραφικό ορισμό του αντικομφορμιστή ήρωα, του ελεύθερου πνεύματος, του αθεράπευτα διαφορετικού.

Χρησιμοποιώντας ένα πηγαίο, σχεδόν ειλικρινές χιούμορ και μια άσβεστη εσωτερική ένταση καταφέρνει να μαγνητίσει, αφήνοντας μόνιμα την αίσθηση ότι παίζει απλά τον εαυτό του και σκιαγραφώντας μια εικόνα «υγιούς» τρέλας μέσα στο βασανισμό της λογικής, στην παραφροσύνη της (παραφράζοντας τους στοίχους) «ηρεμίας, για να βρει τον εαυτό του». Στην αξέχαστη σκηνή στην οποία στέκεται μετέωρος στο παράθυρο, το βλέμμα του είναι από μόνο του χίλιες λέξεις, με την αρχή του τέλους να σηματοδοτεί την συνειδητή αφύπνιση, την απόλυτη συναισθηματική συνειδητοποίηση και ταυτόχρονα τον μοιραίο δρόμο προς το σωματικό και πνευματικό γολγοθά. Με αυτήν την πραγματικά ανυπέρβλητη ερμηνεία, ο Νίκολσον παίρνει μια για πάντα θέση στο πάνθεο των μεγάλων ηθοποιών του σύγχρονου σινεμά, με το προφανέστατο Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου, όπως και την πληθώρα άλλων βραβείων που κέρδισε να αποτελούν φυσικά επακόλουθα και μάλλον ανάξια αναφοράς.

Η υποβλητική Λούιζ Φλέτσερ στο ρόλο της αποστειρωμένης νοσοκόμας Ράτσετ μετατρέπεται ίσως σε έναν από τους μεγαλύτερους «κακούς» που πρόκειται να γνωρίσεις ποτέ. Πρεσβεύει την αδιάλλακτη εξουσία που κρύβεται μέσα στο ανέκφραστο και καθαρό πρόσωπο, με τη σαδιστική ικανοποίηση να είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη στις σκηνές της ψυχολογικής και σωματικής βίας. Το βλέμμα απόγνωσης και θλίψης της νεαρής νοσοκόμας που συνεχώς την ακολουθεί από πίσω της, τα λέει όλα. Η δε προκλητική απουσία του ψυχιάτρου από το ίδρυμα στο μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας, την καθιστά έναν μικρό Θεό που παίζει αδιάντροπα με τους αρρώστους, προφασιζόμενη ότι όλα γίνονται «για το καλό τους».

Η ιδιαίτερα απαιτητική ερμηνεία της (όπως εξάλλου και του Τζακ Νίκολσον) υποστηρίζεται από ένα σπουδαίο καστ «ασθενών», από τον Ντάνι Ντε Βίτο, ως τον Κρίστοφερ Λόιντ, με τον Μπράντ Ντούριφ ωστόσο να κλέβει την παράσταση. Στον πρώτο ρόλο της πολυσχιδούς καριέρας του, ο νεαρός τότε ηθοποιός υποδύεται τον Μπίλι, έναν έφηβο τρόφιμο με μανιοκαταθλιπτικές και αυτοκτονικές τάσεις, με τους προσωπικούς του δαίμονες να τον καταδιώκουν παντού και την ψυχοπνευματική του αναστάτωση να μεταφράζεται σε έναν γενναίο τραυλισμό άρνησης να συμβιβαστεί με τις εντολές της προϊσταμένης, αποτελώντας παράλληλα ίσως την πιο συγκινητική μορφή επανάστασης της ταινίας.

Η «Φωλιά του Κούκου» αποτελεί χωρίς δεύτερη σκέψη ένα κινηματογραφικό αριστούργημα. Ένα αντισυμβατικό δράμα που μιλά για την εξαθλίωση τη βία και το φόβο των ψυχιατρικών ιδρυμάτων, όπου οι ανθρώποι μετατρέπονται σε αντικείμενα και τα φάρμακα δίνονται αδιακρίτως. Όπου νομιμοποιείται κάθε μορφή σωματικού και ψυχολογικού βιασμού, με τις θεραπευτικές κλινικές να μετατρέπονται σε φυλακές, σε εξορίες και υπόγεια, μέσα στα οποία κρύβονται όλες οι αμαρτίες του «φυσιολογικού» κόσμου.

Εκεί όπου κυριαρχεί το δόγμα που ορίζει τον καλό άρρωστο, ως τον αποχαυνωμένο άρρωστο. Πέρα όμως από όλα αυτά, και μέσω ενός έκδηλου συμβολισμού, το φιλμ στοχάζεται πάνω στον ακρωτηριασμό οποιαδήποτε διαφορετικότητας, τη φυλάκιση του πνεύματος και την ισοπέδωση της ξεχωριστής προσωπικότητας του καθενός. Και παρότι τελικά η κραυγή αγωνίας και απόγνωσης είναι τόσο σπαρακτική που διαπερνά τις αισθήσεις σαν ηλεκτρικό ρεύμα, το πείσμα και η αντίσταση πάνω σε οποιασδήποτε μορφής καταπίεση σε αφήνει με τη σκέψη ότι (όσο παράλογο κι αν ακούγεται) η θέληση μπορεί να μετακινήσει αν όχι βουνά, τότε έναν τεράστιο μαρμάρινο καταψύκτη...