Εδώ - ταινιες || cinemagazine.gr

Εδώ

Here

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόμπερτ Ζεμέκις
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ρόμπερτ Ζεμέκις, Έρικ Ροθ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τομ Χανκς, Ρόμπιν Ράιτ, Κέλι Ράιλι, Πολ Μπέτανι
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ντον Μπέρτζες
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Άλαν Σιλβέστρι
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos Films
    Εδώ

Ένας χώρος και οι ιστορίες που στέγασε από 65 εκατομμύρια χρόνια πριν, μέχρι σήμερα. Μια προκλητική ιδέα κινηματογράφου από τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Ζεμέκις και τον σεναριογράφο Έρικ Ροθ (παιδί τους το «Forrest Gump»), βασισμένη σε ένα ριζοσπαστικό κόμικ-μετέπειτα γραφική νουβέλα που μπορεί να γοητεύσει αλλά και να απογοητεύσει ανάλογα με τον θεατή της.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ισάριθμες των ενεργών θεατών της οι γνώμες για μια ταινία. Ίσως καλύτερα, οι απόψεις περί αυτής. Η λέξη άποψη ίσως οδηγεί και κατατοπιστικότερα στον κόσμο του «Here». Δίχως την μεσολάβηση της Κριτικής, εννοούμενη ως η μεσολαβούσα πολιτισμική εποχή (με τις γνώσεις, τις αντιλήψεις, τις γνώμες και τα σημεία της) ανάμεσα στο αντικείμενο της τέχνης και τους θεατές του, τα πράγματα δεν είναι όπως τα ξέρουμε. Αν δυο παρθένα βλέμματα δουν ταυτόχρονα και για πρώτη φορά την Μόνα Λίζα, οι αντιδράσεις ίσως είναι αντιδιαμετρικές. Εδώ, στα κινηματογραφικά μας, ξέρουμε πολύ καλά ότι η επαφή της GenZ με το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» ή τον Σαρλό, αβοήθητη (ή μήπως «ελεύθερη»;) από όποιο στηρικτικό σύστημα, δεν θα είναι η επαφή του Μεσοπολέμου ή των πρώτων μεταπολεμικών γενιών. Όπως πιο απλά λέει ο χαρακτήρας του Κέβιν Σπέισι στα «Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού» του Κλιντ Ίστγουντ, «η Αλήθεια φίλε, όπως και η Τέχνη, εναπόκειται στον θεατή της». 

Παρά την ευφυία της σύλληψης του κομίστα Ρίτσαρντ ΜακΓκουάιρ, που έφτιαξε το «Here» το 1989 και 25 χρόνια μετά το παρέδωσε ως γραφική νουβέλα που παρακολουθεί λίγα τετραγωνικά χώρου από 3 δις χρόνια π.Χ. μέχρι χιλιάδες χρόνια μ.Χ., το γεγονός ότι η «άποψη» ενός χώρου μένει σταθερή δεν συνεπάγεται ότι η ταινία (όπως και η γραφική νουβέλα) θα γλιτώσει από τις πολλαπλάσιες απόψεις των θεατών της.

Το έτερο γεγονός, ότι ο Ρόμπερτ Ζεμέκις καταπιάνεται με μια ιδέα τόσο πειραματική και αντι-αφηγηματική είναι αυτόχρημα ενδιαφέρον. Παραπεταμένος την τελευταία 15ετία, ο Ζεμέκις είναι ισόβαθμος του Κάμερον και του Σπίλμπεργκ στο πώς και πόσο έχει προχωρήσει την κύρια χολιγουντιανή αφήγηση δια μέσω της τεχνολογίας. (Εδώ, ας πούμε, εκπαραθυρώνονται οι πρώτοι πιθανοί θεατές της ταινίας – οι σκληροπυρηνικοί των μη χολιγουντιανών αφηγήσεων. Πράττουν σοφά. Ή σχεδόν.) Με ταινίες όπως τα «Ποιος Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ», την τριλογία του «Επιστροφή στο Μέλλον», το «Forrest Gump», το «Contact», την τριλογία του motion capture («Polar Express», «Beowolf», «A Christmas Carol») δεν υπάρχει αμφιβολία περί του ρόλου του.

Υπάρχει όμως αλλού αμφιβολία. Όχι μόνο στο κατά πόσον ένας μαέστρος της γραμμικής και αποδραστικής αφήγησης είναι ο κατάλληλος άνθρωπος, αλλά και στο κατά πόσον ο ίδιος ο Ζεμέκις, σχεδόν δέκα χρόνια και τέσσερεις ταινίες μετά το άπταιστο «The Walk» (2015), έχει την όρεξη και τη δυνατότητα να τα καταφέρει. Προς απάντηση του τελευταίου, τα πρώτα τρία λεπτά της ταινίας, ένα εμπνευσμένο καθρέφτισμα της ιστορικής εναρκτήριας σεκάνς του «Contact», εγγυώνται καταφατικά.

Η αλήθεια είναι όμως ότι βλέποντας κριτικά την ταινία (πράγμα που αυτομάτως αποκαλύπτει στον αναγνώστη ότι «αλλιώς» η στάση διαφέρει – περισσότερα στο τέλος) διακρίνεις τις στίξεις του βλέμματος Ζεμέκις που δεν συμφωνούν με την δεδομένη φόρμα. Ο Ζεμέκις χρειάζεται την εν σειρά άρθρωση, ακόμα κι όταν γιορτάζει οπτικά την εισβολή/αποβολή εικόνων άλλου χωροχρόνου. Χρειάζεται να προσαρμόσει το θέαμα, να το εστιάσει, να δημιουργήσει μια κεντρική διήγηση και δορυφορικά σε αυτήν να κινούνται (στις καλές στιγμές και να διαπλέκονται) οι λοιπές ιστορίες. Χρειάζεται να στρογγυλέψει τις γωνιές – και για τούτο λυπάσαι διότι υπάρχουν διαλείμματα τρέλας, ερχόμενα από τη νιότη του, που παλαβώνουν τέλεια το αποτέλεσμα. Χρειάζεται να δημιουργήσει δράμα - εξού και φέρνει τον Ροθ που είναι μάνα σ’ αυτά τα πράγματα. Πρέπει να κόψει το αντί της αντι-αφήγησης.

Κι έτσι γειώνει το έργο. Ένα έργο από τη φύση του αντι-δραματικό, με μια άγρια, αναρχική και απελευθερωτική ροπή στις μετωπικές απεικονίσεις και την άφεση στο βαθύ, (και) ασυνείδητο συλλογικό αποτύπωμά τους πάνω στους θεατές. Ο κινηματογραφικός Χρόνος πρέπει να ρέει αμετάκλητος και ουδέτερος, τα αποτυπώματά του πρέπει να εξορμούν όπως η ζωή συμβαίνει, η κίνηση που αιτείται το έργο, ασυνήθιστα ίσως στην παραδοσιακή μας λογική, είναι μια διάχυση σημείων προς τον θεατή, αντί η σύσταση ενός αφηγηματικού μαγνήτη που θέλει να ρουφήξει την προσοχή μας για να μάς βγάλει εν συνεχεία σε μια δραματική λύτρωση. Στο μάτια μου, αυτό είναι το πιο μεγάλο σφάλμα της ταινίας. Όπως την βλέπω ως κριτικός.

                                                                                   *****

Δίχως κριτικό άγχος είναι αλλιώς. (Είναι στοιχείο ωριμότητας, λέω εγώ, αυτό το σχίσμα στον κριτικό, να «μολύνεται» η μία άποψη από την άλλη.) Μπορώ να απολαύσω μια αποθέωση του κάδρου, της μόνης εκδοχής κόσμου που ενδιαφέρει τον λάτρη του κινηματογράφου. Μπορώ να πιστοποιήσω ότι μια ταινία 103 λεπτών (που θα ήταν καλύτερη ίσως με 20-30 λεπτά παραπάνω!) δεν χρειάζεται τίποτε άλλο από το δυναμικό αυτό κάδρο και την εντός του σκηνοθεσία, ενώ πρόσθετα υπάρχει και η τρικαδόρικη (Ζεμέκις γαρ!) επέμβαση διπλών, τριπλών «κορνιζών», κάδρων μέσα στο κάδρο δηλαδή, που κρατούν το βλέμμα και το μυαλό σε μια εγρήγορση ευφορική και δυναμώνουν απεικονιστικά την σύλληψη του ΜακΓκουάιρ. (Υπάρχει και η θερμή σκηνογραφική αρωγή του Άσλι Λαμόντ – εγγονιού του μεγάλου Πίτερ Λαμόντ των 007 του από το ’80 μέχρι το «Casino Royale» και του Κάμερον στο «Aliens», στο «True Lies», στον «Τιτανικό» - που έχει το γονίδιο.)

Ναι, ίσως θα μπορούσα αυτή τη φορά και χωρίς την γλυκύτητα της διήγησης, την οποία Ζεμέκις και Ροθ ξέρουν όσο λίγοι (αυτό που άλλοι – κι αλλιώτικοι – θα έλεγαν γλυκερότητα). Μου αρκεί ανακουφιστικά που είδα σε ταινία μια σκέψη που πολλοί θα έχουμε κάνει: Πώς θα ήταν στον τάδε αρχαιολογικό χώρο στην εποχή της δόξας του. Πώς θα ήταν και προτού γίνει ο μελλοντικά ένδοξος χώρος! Ή, ακόμα πιο διπλανά: Στους τέσσερεις τοίχους των σπιτιών που βρεθήκαμε, τι περικλείστηκε. Τι σκέψεις, αισθήσεις, ελπίδες, θρήνοι, εξομολογήσεις, όνειρα και ψεύδη, γεννήσεις, λογιών ζωές και θάνατοι συνέβησαν μπρος στο αόρατο, αέναο μάτι που θέλουμε να πιστεύουμε πώς παρακολουθεί – άλλο που το μάτι γήινων δημιουργών είναι που τελικά το κάνει.

Είναι τότε που η ταινία, αβοήθητη από όποια χολιγουντιανή υπεργλυκαιμία, από όποια δραματουργία, και στηριγμένη απόλυτα στις δυνάμεις και τις επιπτώσεις της σύλληψής της, σηκώνεται λίγο από τη Γη και σε παίρνει μαζί της, να όπως το δεύτερο Φάντασμα των Χριστουγέννων στο «A Christmas Carol» του σκηνοθέτη. Και σε κάνει να βλέπεις τις ιστορίες της ζωής και των ανθρώπων με άλλη κατανόηση, που ενίοτε κλίνει σε στοργή. Που σου υπενθυμίζει ότι οι χώροι στεγάζουν χρόνο και ο χρόνος όλα όσα συνθέτουν εμάς. Και τότε κάπως ηρεμείς, κάπως φιλοσοφείς το νόημα νοιώθοντας τα άκρα σου, ως που φτάνει το χέρι, ως που η επιθυμία, και που η δυνατότητα. Και μάς αγαπάς λίγο περισσότερο που προσπαθούμε τόσο εναγώνια για μια συμπαντική ανοησία που είναι η ζωή, λίγο περισσότερο που κάποτε, ορίστε όπως ο Ρίτσαρντ ΜακΓκουάιρ, ο Έρικ Ροθ και ο Ρόμπερτ Ζεμέκις, τόσο πειστικά, καταφέρνουμε να λησμονήσουμε κι αυτή την απουσία νοήματος βάζοντας στη θέση της την σημασία του αναμεταξύ μας, της έγνοιας του αλλουνού, ακόμα και της αγάπης. Και τότε λες χαλάλι τα τρία αστεράκια, που ίσως και να είναι δυόμισι του κριτικού, εγώ μια ταινία για τ’ αργότερα την συνάντησα.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Εδώ
  • Εδώ