Γεννιέται σαν σήμερα ο θρύλος των θρύλων του αμερικανικού κινηματογραφικού κανόνα, ίσως ο σημαντικότερος Αμερικανός σκηνοθέτης κι οπωσδήποτε μία από τις πιο επιδραστικές μορφές στο παγκόσμιο σινεμά.
Ο Τζον Φορντ είναι αυτός ο άνθρωπος με το ιρλανδικό αίμα στις φλέβες του (κι απ' τους δύο γονείς) που βρέθηκε στον πυρήνα του Χόλιγουντ σχεδόν από την αρχή – έπαιζε, ανώνυμα, στην «Γέννηση Ενός Έθνους» του Γκρίφιθ. Είναι αυτός ο τύπος που γυρόφερνε τα στούντιο, μαθαίνοντας και κάνοντας όλες τις δουλειές, όπως οι περισσότεροι από αυτήν την πλειάδα μεγάλων που έστησε το αμερικανικό σινεμά στα πόδια του και του έδωσε το σχήμα και τα μάτια που ως σήμερα προηγούνται.
Είναι αυτός ο τεχνίτης, τεχνικός, βοηθός βοηθού, καμεραμάν, μοντέρ, βοηθός σκηνοθέτη, που στα μόλις 23 του γυάλισε στον Καρλ Λέμλε, αυτόν τον θρυλικό Γερμανό που έφτασε στην Αμερική στα τέλη του 19ου αιώνα και σταδιακά έφτιαξε το στούντιο της Universal, παίρνοντας τόσο νωρίς την πρώτη ευκαιρία να υπογράψει ταινία, το «Tornado» - χαμένο σήμερα πια.
Ο Τζον Φορντ είναι επίσης κάποιος που έκανε σοβαρά πολλές ταινίες τον χρόνο – το 1919 έκανε 15 ας πούμε. Ως τα τέλη του βωβού είχε ήδη σκηνοθετήσει πάνω από 60 ταινίες (σε περίπου δέκα χρόνια), εκ των οποίων ακέραιες δεν είναι πάνω από πέντε. Σε μια ακόμα ωραία ιστορία ντετεκτιβισμού ταινιών, το 2009 βρέθηκε σε αποθήκες στη Νέα Ζηλανδία ένας θησαυρός 75 αμερικανικών βωβών ταινιών ανάμεσα στις οποίες ήταν και το θεωρούμενο χαμένο «Upstream» του Τζον Φορντ. Η ταινία αποκαταστάθηκε μέσα στο έτος και είχε την δεύτερη πρεμιέρα της, 83 ολόκληρα χρόνια μετά, το 2010.
«Αγαπημένη μου Κλημεντίνη» (1946)
Ο Φορντ με την έλευση του ομιλούντος κοπάζει κάπως τους ρυθμούς, σκηνοθετώντας μόνο 2-3 ταινίες τον χρόνο, με μοναχά δύο χρονιές από το 1930 έως το 1966 χωρίς ταινία. Και η αλήθεια είναι πως μισή ταινία που να λες «την ξεπέταξε», δεν θα βρεις.
Σε συνέχεια λοιπόν του τι είναι ο Φορντ ας συνεχίσουμε ακάθεκτοι λέγοντας πως ο Φορντ είναι ένας σκηνοθέτης που σπάνια κουνούσε την κάμερα, τις περισσότερες φορές κινηματογραφούσε σε μεσαία ή γενικά (ήταν βέβαια τα καλύτερα μεσαία και γενικά), όταν όμως αποφάσιζε να βάλει την κάμερα σε ράγες, τα γκάζια του στα γουέστερν ήταν μνημεία ρυθμού και ταχύτητας. Η αίσθηση του κάδρου στον Φορντ είναι απαράμιλλη. Τα πρόσωπα, οι φιγούρες με γεωγραφικό φόντο πίσω τους, το τοπίο, οι κινήσεις αλλά και οι τοποθετήσεις στο κάδρο είναι ο κορμός της κλασσικής αφήγησης, ένα δωρεάν μάθημα σκηνοθεσίας.
«The Fugitive» (1947)
Στην «Αιχμάλωτη της Ερήμου», σ' ένα σταθερό του πλάνο, μπροστά στέκουν δύο άντρες και στο βάθος μια γυναίκα σ' ένα δωμάτιο τυλίγει μια στολή. Χωρίς μισή επεξήγηση, δίχως τον παραμικρό φαντεζισμό, ο Φορντ σου έχει μαρτυρήσει ποιον αγαπά αυτή η γυναίκα και πως δεν είναι ο άντρας της. Κάτι τέτοια έκανε ο Φορντ κι οι άλλοι από τότε ως σήμερα μένουν άναυδοι και μαθαίνουν. Ο Όρσον Γουέλς φημολογείται πως είδε 40 φορές την «Ταχυδρομική Άμαξα» πριν κάνει τον «Πολίτη Κέιν».
Στην δεκαετία του '20 διετέλεσε πρόεδρος της ένωσης των σκηνοθετών, προπομπός του σημερινού Σωματείου, ούτε 30 χρονών καλά-καλά. Πήρε τέσσερεις φορές το Όσκαρ σκηνοθεσίας σε μόλις πέντε υποψηφιότητες κι αυτό είναι ένα ρεκόρ που κρατάει μέχρι σήμερα. Το πρώτο του ήταν το 1935 για τον «Καταδότη», ένα εξπρεσιονιστικό αριστούργημα στην υφολογία του κάμερσπιλ, μιας γερμανικής θεατρογενούς σχολής σινεμά, που ο Φορντ ενίοτε επισκέφθηκε, στο συγκεκριμένο όμως με εκπληκτικά αποτελέσματα. Για πολλούς ο «Καταδότης» είναι η καλύτερη αμερικανική προπολεμική ταινία.
«Ο Καταδότης» (1935)
Το δεύτερο Όσκαρ ήρθε για τα «Σταφύλια της Οργής», πρόσφατα τα λέγαμε για την ταινία με αφορμή την πρεμιέρα της. Το τρίτο, την επόμενη ακριβώς χρονιά, το περίφημο Όσκαρ του «Πόσο Πράσινη Ήταν η Κοιλάδα μου» που για κάποιους στέρησε το Όσκαρ από τον «Πολίτη Κέιν» (δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα), μια ταινία, από τις κάμποσες του Φορντ, που σημειώνουν μια «ιρλανδική» επιστροφή (αν και το έργο τοποθετείται στην Ουαλία), αυτή την ιερή φορντική στιγμή νοσταλγίας του τόπου και των ανθρώπων του, αλλά ακόμα περισσότερο ενός παρελθόντος χρόνου με προτιμότερες, για τον ίδιο, ιεραρχίες.
Μιλώντας γι' αυτές ο Φορντ είναι ο κατ' εξοχήν ιστοριογράφος, μέσω του γουέστερν, της Αμερικής, ο υμνητής της κοινότητας και της συλλογικής ισχύος, ο ταυτισμένος με τον μοναχό άνδρα και την γοητεία του αλλά και ο κριτής της αποτυχίας της μοναξιάς αυτής (οι μοναχικοί του εργάζονται πάντοτε για το καλό μιας κοινότητας κι ας μην τους περιέχει), ο ζωγράφος των πτυχών της αρσενικότητας που προτιμά αλλά και της ανθεκτικής θηλυκότητας που εκτιμά.
«Πόσο Πράσινη Ήταν η Κοιλάδα Μου» (1941)
Το τέταρτο Όσκαρ σκηνοθεσίας θα έρθει το 1952 για τον «Ήσυχο Άνθρωπο», ένα ακόμα ωριμότερο, ηπιότερο, λυρικό πέραν περιγραφής δράμα τοποθετημένο πια στην Ιρλανδία του, μ' έναν Τζον Γουέιν με πολιτικά, άριστο και ρομαντικό ηγέτη της ιστορίας.
Ο Φορντ ήταν περίφημος γκρινιάρης, φοβερά ιδιόρρυθμος, προληπτικός ελαφρώς, εκφοβιστικός στο γύρισμά του που ήταν εκκλησία – αν κάποιος βωμολοχούσε, ιδίως μπροστά σε γυναίκα, έπαιρνε άμεσα πόδι απ' την παραγωγή – δεν έκανε ποτέ προσχεδιασμό των πλάνων επαφιέμενος εντελώς στο ένστικτό του και είχε μεγάλη φήμη πως τελείωνε πειθαρχημένα τα έργα του έγκαιρα και οικονομικά. Απίστευτα, ο Φορντ γύριζε με τόσο ελάχιστες λήψεις που στην πράξη εξαφάνιζε κάθε πιθανότητα να υπάρξει άλλο cut έξω από το δικό του. Στο πρόσωπό του συνοψίζεται ολόκληρος ο τρόπος του αμερικανικού σινεμά, ο τρόπος της λιτότητας, της επίγνωσης της κεντρικής σημασίας της οπτικής αφήγησης, της δράσης (εσωτερικής ή εξωτερικής) σαν μεθόδου αποκάλυψης χαρακτήρα.
«Ένας Ήσυχος Άνθρωπος» (1952)
Ο Τζον Φορντ γύρισε περισσότερες από 120 ταινίες, μαζί με ντοκιμαντέρ που έφτιαξε κατά την διάρκεια του Πολέμου στρατολογημένος από την OSS (προθάλαμος της CIA) – δύο εκ των οποίων πήραν και όσκαρ! - υπήρξε προοδευτικός (όχι με την τρέχουσα έννοια...) στις πεποιθήσεις του και στάθηκε ακέραιος και στις πιο δύσκολες χολιγουντιανές εποχές, όπως σε αυτήν του μακαρθισμού.
Περίφημη είναι η ιστορία πως παραστάθηκε στον αντιμακαρθικό Μάνκιεβιτς για την προεδρία της ένωσης σκηνοθετών. Σιωπηλός, με την τραγιάσκα, την πίπα και την καλύπτρα στο μάτι, καθόταν πίσω και άκουγε το παραλήρημα του συντηρητικού Ντε Μιλ. Πήρε το λόγο λέγοντας και παραφράζω «είμαι ο Τζον Φορντ και κάνω γουέστερν, Σέσιλ [ο Ντε Μιλ] άκουσα προσεκτικά ό,τι είπες και δεν μου άρεσε καθόλου. Κάτσε κάτω τώρα, να ψηφίσουμε όλοι τον Μάνκιεβιτς να πάμε σπίτια μας».
«Το Φθινόπωρο των Τσεγιέν» (1964)
Ήταν και αυτό ο Φορντ. Ένας τύπος που θα έπαιζε μπουνιές για ό,τι πιστεύε, που θα έπινε μέχρι σταγόνας και μετά θα ορκιζόταν να μην το ξαναγγίξει, που θα μάθαινε στον τζον Γουέιν πώς να είναι ο Τζον Γουέιν, πώς είναι ο Αμερικανός Ήρωας. Ο Φορντ αναπολούσε την αγαπημένη του εποχή, τιμούσε τα κοινωνικα ήθη που ένωναν, καταλάβαινε την έρημο και τους ανθρώπους της και φρόντιζε να διοχετεύσει ακόμα και την αντικοινωνικότητά τους σε όφελος του συνόλου. Πάντα με σοβαρότητα, πάντα με ευκρίνεια, πάντα μ' ένα υπέροχο φορντικό χιούμορ άπειρης ανθρωπιάς, πάντα με μια ρυθμική σκηνοθεσία κύρους και απέραντης εμβέλειας.
Στην έρημο της Αριζόνα, στα σύνορα με την Γιούτα, υπάρχει ένα σημείο που βλέπεις συχνά στις ταινίες του. Κάπου εκεί υπάρχει μια ταμπελίτσα που αναγράφει «Το σημείο του Τζον Φορντ». Για πάντα.
«Η Αιχμάλωτος της Ερήμου» (1956)