Έφυγε λίγο πριν την συμπλήρωση των 89 του χρόνων ένα κεφάλαιο της βρετανικής κληρονομιάς, ένας ερμηνευτής που ανύψωνε την έννοια του ρολίστα σε καίρια, αξέχαστη συμβολή.
Οι Βρετανοί δεν είναι της διάχυσης και της υπερβολής. Ως εκ τούτου αναπτύσσουν, στην μεγάλη πλειοψηφία τους, έναν υπόγειο, χιουμοριστικό (με την έννοια της απόστασης περισσότερο) σαρκαστικό τρόπο έκφρασης που διαποτίζει τις ερμηνείες τους. Όπως λέει και ο Μπεν Κίνγκσλεϊ είναι ακριβώς αυτή η ειρωνεία που στέκει ως αντίδραση σε μια εθνική ψυχολογία «που ντρέπεται για τα αισθήματα και τις ελλείψεις της» μα εξισορροπείται κιόλας από το βασιλικό χρίσμα κάποιων εξεχόντων ως Sir και Dame. Όλα αυτά τα συνόψιζε ο Ίαν Χολμ.
Πρεσβύτερος του Άντονι Χόπκινς, με τον οποίον συγγενεύει τόσο ερμηνευτικά, μακριά από την εκρηκτική ανάγνωση ενός Ρίτσαρντ Μπάρτον, κοντά στην σαρδόνια άρθρωση του Λόρενς Ολίβιε (ιδίως όσο ο τελευταίος μεγάλωνε) και οφθαλμοφανώς φανατικός υπέρμαχος του least is most (sic), ο Χολμ έκανε ελάχιστα, κινούνταν κατά το δυνατόν λιγότερο, μιλούσε στην εντέλεια χαμηλόφωνα, σχεδόν ύποπτα χαμηλόφωνα, κοίταζε αινιγματικά και σε έκανε να περιμένεις στην άκρη της καρέκλας την δραματική κορύφωση. Ευτυχώς οι κινηματογραφημένες φορές αυτού του ερμηνευτικού σασπένς είναι πολλές.
Ο Χολμ γεννήθηκε από Σκοτσέζους γονείς και βρέθηκε από την δεκαετία του '50 στο θέατρο και τον ευγενή σαιξπηρικό αέρα των αρμοδίων. Αργά, με την πραότητα που τον είχαμε μάθει και συνηθίσει, κύλησαν και τα πρώτα χρόνια έως ότου βρέθηκε τον δρόμο του ο Πίτερ Χολ, στα χέρια του οποίου το Royal Shakespeare Company θα άνθιζε στην δεκαετία του '60. Ο Χολμ αναδείχθηκε σε σαιξπηριστή πρώτου μεγέθους το 1964, όταν ο Χολ παρουσίασε έναν ιστορικό κύκλο (ιστορικό με την έννοια των ιστορικού θέματος τραγωδιών) του πρωταρχικού συγγραφέα, κατά την διάρκεια του οποίου ο Χολμ μεγαλούργησε, σύμφωνα με τις πληροφορίες.
Στο σινεμά ο ηθοποιός εμφανίστηκε σε μικρούς ρόλους από τα τέλη της δεκαετίας του '60 και με μικρά βήματα περπάτησε την επόμενη δεκαετία μέχρι την αποκάλυψη του «Άλιεν» στο τέλος της. Ως τότε είχε περάσει πρωτίστως από το «Homecoming» (1973) του Πίντερ, με το οποίο είχε συναρπάσει στο θέατρο το 1967 κερδίζοντας το βραβείο Τόνι, ενώ βέβαια γνωστότατο στα χριστιανικά καθ' ημάς είναι και το πέρασμά του από τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ». Το αξέχαστο ανδροειδές της ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ ήταν ο ένας από τους δύο λόγους που τον κέρδισε το σινεμά. Ο άλλος ήταν μια παραλυτική περίπτωση «τρόμου σκηνής» το 1976 στο «Ο Παγοπώλης Έρχεται» του Ευγένιου Ο' Νιλ, που τον ξάπλωσε κυριολεκτικά στο πάτωμα και ανέκοψε την θεατρική του πορεία για τα επόμενα 17 χρόνια - επέστρεψε θριαμβευτικά με Πίντερ το 1993.
Το σινεμά κέρδισε από την θεατρική «αδυναμία» και τα επόμενα 35 χρόνια ο Χολμ κόσμησε την οθόνη. Έφτασε ως τα Όσκαρ, ως υποψήφιος, με τους «Δρόμους της Φωτιάς» για υποστηρικτικό ρόλο. Ήταν στο «Time Bandits», στο «Γκρέιστοουκ» και είχε ένα σπουδαίο 1985 με το «Wetherby», το «Μπραζίλ» και το «Χορεύοντας Μ' έναν Ξένο» του Μάικ Νιούελ. Βρήκε ξανά τον Σαίξπηρ στον κινηματογράφο με τον «Ερρίκο τον 5ο» του Μπράνα (1989) και την επόμενη χρονιά τον «Άμλετ» του Τζεφιρέλι. Κι από εκεί το νήμα δεν κόπηκε ποτέ παρά όταν η δόξα του με τη νεότερη γενιά («Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» και «Χόμπιτ») θα έκλεινε την καριέρα του ένδοξα στα μέσα της περασμένης δεκαετίας.
Σε αυτό το διάστημα ο Χολμ είχε την μεγαλύτερή του στιγμή σε μια ταινία λιγότερο γνωστή απ' όσο θα έπρεπε. «Το Γλυκό Πεπρωμένο» του Ατόμ Εγκογιάν τον έχρισε πρωταγωνιστή, αυτόν τον ορκισμένο καρατερίστα, αποκαλύπτοντας την δυνατότητα ενός ηθοποιού αλλά και το κύρος μιας προσέγγισης. Ο Χολμ ήταν πάντοτε ο ηθοποιός του κάδρου, της έκφρασης, της μειλίχιας έκφρασης κάτω από την οποία «βλέπεις» έναν εντελώς σπάνιο συνδυασμό μελαγχολίας, κατήφειας, αποφασιστικότητας, χαμένης ισορροπίας, σαρκασμού και αποφασιστικότητας - όχι απαραίτητα για «το καλό και το σωστό». Ο Χολμ είχε εσωτερικευμένη την ηθική αμφιβολία, μια δόνηση κακοήθειας, κινούνταν έτσι κι αλλιώς στην περιοχή του αναπότρεπτου γκρι. Θα ήταν ένας τέλειος Ιάγος, αν και δεν τον έπαιξε ποτέ.
Κρόνενμπεργκ, Σόντερμπεργκ, Σκορσέζε, Τζάκσον, Μπράνα, Λιούμετ, Γούντι Άλεν και τόσοι άλλοι, χρειάστηκαν την υπηρεσία του, η αναγνώριση ήρθε σε κεφαλαιώδη βαθμό από τη δουλειά κι όχι από τις Ακαδημίες- αν και κάποιες κριτικές ενώσεις (και τα BAFTA, κέρδισε δύο) διέβλεπαν κατά καιρούς την συμβολή του. Το κενό του Ίαν Χολμ είναι ουσιωδώς δυσαναπλήρωτο, το είδος του ερμηνευτή που υπήρξε είναι παντελώς ασύνηθες πια, το κοινό δεν «χρειάζεται» πια αυτή την εσωστρέφεια (καταλαβαίνεις την έκπτωση του θεάματος όταν χάνεται το διφορούμενο), οι ηθοποιοί δεν παίζουν πια στην κλίμακα αυτή. Ας είναι ελαφρύ το χώμα, οι καταγεγραμμένη του παρουσία θα μας συνοδεύει πάντα.