Δεν έπαψε ποτέ να δουλεύει, όμως έχασε το a-list εδώ και κοντά 30 χρόνια. Τώρα επιστρέφει και ο θόρυβος μιλά ακόμα και για οσκαρική υποψηφιότητα σε ένα, κατά Variety, «Demi-ssance».
Για την ταινία της Κοραλί Φαρζά, όπως περιγράφεται θεματικά (δεν την έχω δει), δεν υπήρχε ιδεωδέστερη επιλογή από την Ντέμι Μουρ στον ρόλο μιας οσκαρούχου που είναι πια τηλεοπτική γκουρού της υγιεινής ζωής και κάποια στιγμή ο μεγαλοπαραγωγός (Ντένις Κούειντ) της κόβει το σόου γιατί «είναι ξοφλημένη» λόγω ηλικίας. Πριν 10 χρόνια θα μπορούσε η Κιμ Μπάσιντζερ να παίξει αυτό το ρόλο, σε είκοσι χρόνια θα μπορούσε η Σκάρλετ Γιόχανσον, τώρα όμως αυτός ανήκε στην Ντέμι Μουρ. Και είναι ευτύχημα, σύμφωνα με τις φήμες τουλάχιστον, ότι αποδεικνύει σε όλους πόσο καλή ηθοποιός είναι (και ήταν πάντα), άλλο που η κριτική και το πλατύ κοινό έχει έμφυτη κοντοφθαλμία να δει το σύμφυτο της ομορφιάς ταλέντο/δουλειά σε κάποιες περιπτώσεις. (Να ένας ρατσισμός που πιάνει άνδρες-γυναίκες εξίσου.)
Στην συνέντευξή της στο cover story του Variety «βγαίνει» ψύχραιμη, ορθολογική, λιγόλογη, ακριβής και άφοβη. Όχι γιατί φορά με αυθάδεια μια θρασύτητα στο πέτο, αλλά γιατί έρχεται από μια άλλη εποχή, συγκριτικά με σήμερα σοφή περί του ρου των πραγμάτων, γιατί έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου και γιατί έχει δουλέψει με τον εαυτό της. Βασικά και γιατί ποτέ δεν ήταν, δεν έδωσε τέτοια λαβή τουλάχιστον, δωρεάν προκλητική.
Βέβαια πολλοί την είχαν στο στόχαστρο. Ήταν μια a-lister ολκής, όχι για πολύ καιρό, αλλά με πολλή ένταση, πήρε για λίγο την σκυτάλη από την Τζούλια Ρόμπερτς των '90ς παίζοντας πολύ πιο επικίνδυνα σχέδια (τα οποία δυστυχώς από το '95 και μετά δεν τις βγήκαν, ούτε στο ελάχιστο), ορίζοντας όμως ένα προφίλ πρωταγωνίστριας που το Χόλιγουντ δεν είχε δει ποτέ στην περασμένη τότε δεκαετία- εξαιρώντας βέβαια «διακεκριμένες» ηθοποιούς τύπου Στριπ και Λανγκ. Η Μουρ επιχείρησε blockbuster πάνω της, ιδίως το '96-'97 με «Striptease» και «G.I.Jane» διαδοχικά, που συζητήθηκαν πολύ, ιδώθηκαν λίγο και δεν εκτιμήθηκαν διόλου. Κάπου εκεί «ήταν ξοφλημένη». Δεν της το είπε κανείς κατάμουτρα, όπως ο Κουέιντ στο «Substance», αλλά ξέρει κι η ίδια ότι «ήμουν μια 40άρα που δεν έμοιαζε με μάνα και κανείς δεν ήξερε τι να κάνει με μένα».
Προτού σας παραδώσουμε στο ενδιαφέρον, λόγω Ντέμι, cover story του Variety, μερικές αξιοσημείωτες στιγμές της συνέντευξής της:
Μιλώντας για τον ρόλο στην ταινία της Φαρζά: «Για μένα ήταν περί της προσπάθειας να βρεις αλήθεια στο βάθος της απελπισίας. Της τραβούν [της ηρωίδας που υποδύεται] το χαλί κάτω από τα πόδια, ζει μόνη, είναι άτεκνη, δεν έχει τίποτε άλλο από την φήμη της.»
«Η ταινία είναι και για το ανδρικό βλέμμα για την ιδανική γυναίκα, το οποίο οι γυναίκες έχουμε 'αγοράσει'. Δεν είναι για το τι μας κάνουν, είναι για το τι κάνουμε στους εαυτούς μας. Διερωτάσαι [για την ηρωίδα], έχοντας τη δεύτερη ευκαιρία, γιατί δεν γίνεται παραγωγός, γιατί δεν φτιάχνει ένα δικό της σόου. Όχι, αντίθετα θέλει να επαναλάβει την ίδια φόρμα, να αναζητήσει την ίδια έγκριση και αποδοχή.» (Εδώ είναι που περιμένεις από το έργο να μιλήσει για την ατομική ματαιοδοξία, χωρίς να απαλείφει την ευθύνη των άλλων.)
«Η ταινία είναι 'Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι', το 'Ο Θάνατος σου Πάει Πολύ' και ένα βίντεο γυμανστικής της Τζέιν Φόντα, όλα μαζί», λέει αλλού.
Κι όταν την ρωτά ο δημοσιογράφος για το αν εισέπραξε ποτέ ευθέως απόρριψη, η Ντέμι ξαναχτυπά σοφά: «Πιο συγκαλυμμένα. Η πόρτα ήταν πιο κλειστή στα 40 μου. Λιγότερα ήταν διαθέσιμα για μένα. Αλλά υπήρχε άλλη δουλειά να κάνω, για μένα, όχι για την καριέρα μου. Εσωτερική δουλειά. Ζω υπό την οπτική ότι τα πράγματα συμβαίνουν για εμάς, παρά σε εμάς.»