Αυτοί που Εύχονται τον Θάνατό μου
Those Who Wish Me Dead
Μια γυναίκα των ειδικών δυνάμεων της Πυροσβεστικής, που κουβαλά ένα ψυχικό τραύμα από το πρόσφατο παρελθόν, καλείται να προστατεύσει ένα παιδί από τους δολοφόνους τους πατέρα του. Πολλαπλά ανισόρροπο θρίλερ επιβίωσης, με μια απίθανα προβληματική πτυχή μεταξύ άλλων, που δεν αρμόζει στην ντίβα πρωταγωνίστριά του και την επιστροφή της στο είδος της δράσης.
Πόσα αστεράκια βάζει κανείς τη σήμερον στο χολιγουντιανό «καλοφτιαγμένο»; Σε μια εποχή που η έννοια της αρτιότητας της παραγωγής είναι περίπου δεδομένη σε όλο το φάσμα του Χόλιγουντ, τα ζητούμενα είναι άλλα. Πάντα ήταν βέβαια. Το σινεμά είναι τέχνη κι ως τέτοια εκείνο που έχεις να πεις οφείλει να υπερβαίνει τα κατά βάση συγχωρητέα τεχνικά/οικονομικά προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν. Όμως εδώ, με τις πλάτες της Warner και της New Line, με την συγκατάθεση της τελευταίας (μέχρι σήμερα) ντίβας του χολιγουντιανού στερεώματος, ζήτημα υλικοτεχνικό δεν υφίσταται. Το «Αυτοί που Εύχονται τον Θάνατό μου», παράξενα όσο και μεταμοντέρνα τιτλοφορημένο, βάζει γερή υποψηφιότητα ως η χειρότερη ταινία της Αντζελίνα Τζολί – και έχει κάνει την «Απόλυτη Αμαρτία» και τον «Τουρίστα».
Οι λόγοι είναι πολλοί: Η ιστορία ξεκινά σαν ένα σχιζοφρενικό θρίλερ που υπόσχεται Τζον Γκρίσαμ και μαζί «Βαρομετρικό Χαμηλό», δηλώνοντας έτσι και την φυσική του θέση σε ταινίες, το αργότερο, της δεκαετίας του ’90. Το πρώτο εξαϋλώνεται πιο γρήγορα από ξερόκλαδο σε πυρκαγιά, με το δεύτερο να εξελίσσεται σιγά-σιγά (κυριολεκτικά, περίπου στο 40ό από τα 99 λεπτά) σε μια άλλη ιστορία κυνηγού-διωκόμενου και επιβίωσης, που στο φινάλε (5-10 λεπτά, μην φανταστείτε) θα είναι μόνο επιβίωσης από μια εντυπωσιακή δασική πυρκαγιά. Με άλλα λόγια ένα περιμένεις κι άλλο σου βγαίνει. Υπό προϋποθέσεις άλλου σινεμά αυτό είναι αρετή, υπό αυτές του είδους βγαίνεις κουρεμένος.
Χάρη στην Τζολί αποδέχεσαι την αλλιώς αφόρητη κοινοτοπία του πιο μεγάλου μέρους του έργου, καλωσορίζεις τις στιγμές που ένα μεράκι παρεισφρέει και μια ένταση για την έκβαση της σκηνής γεννιέται.
Ο Τέιλορ Σέρινταν, σε μια ανατροπή που γεμίζει απορία (στο κάτω-κάτω είναι ο άνθρωπος που έγραψε τα «Πάση Θυσία» και «Στα Ίχνη του Ανέμου»), ήθελε να ξεφύγει από την μέγγενη των ειδών, ήθελε ίσως και να φέρει μια νότα γουέστερν φύσης στη λογική ενός Άντονι Μαν. Για χαρακτήρες πρόσφερε τα πιο τετριμμένα κλισέ: του ανθρώπου που ταλανίζεται από το παρελθόν του (πάντα με φλασμπάκ), του παιδιού σε κίνδυνο, των αδυσώπητων (όχι πολύ έξυπνων) hitmen, του (όχι πολύ έξυπνου) Αστυνόμου, της α λα «Φάργκο» (ευτυχώς ξύπνιας) γυναίκας του – μαύρης και εγκύου πάντως, να τικάρονται και κουτάκια.
[Spoilers έπονται]
Οι ανοησίες που συμβαίνουν είναι τόσες που δεν είναι δυνατόν να τις καλύψεις με χαρακτηρισμούς όπως «αφελείς» ή προϊόντα μιας ποιητικής αδείας να προχωρήσει η πλοκή. Έναν τον χτυπάνε με αυτοκίνητο δεν τρέχει μία, άλλον τον καίνε και συνεχίζει κανονικά (για να σπάσουμε πλάκα είναι ο ίδιος), η έγκυος είναι ο Ράμπο, ο Αστυνόμος πιάνει κουβέντα στο παρατηρητήριο (θα καταλάβετε), ο κακός με το όπλο είναι τόσο κοενικά (άνευ του χιούμορ) πανύβλαξ ώστε να πλησιάζει σε απόσταση εκατοστών με την ηρωίδα με το τσεκούρι (με ανάμεσά τους ένα δέντρο – ούτε στον Τεξ Έιβερι αυτά). Αρκούν; Όχι.
Διότι και με όλα αυτά τα προκλητικά κακογραμμένα που καλείσαι να δεχτείς, υπάρχει -έστω!- μια Αντζελίνα Τζολί στη μέση να τη χαίρεσαι. Όχι βέβαια ότι είναι πιστευτή ως πυροσβέστης ειδικών δυνάμεων ενώ είναι σαν κλαδάκι ολόκληρη, αλλά ναι, η δύναμη του σταρ έγκειται στον να τον δέχεσαι επειδή δεν αφομοιώνεται από τον ρόλο. Η έννοια προσώπων σαν το δικό της, εναπόκειται στην γοητεία που εκπέμπουν γεμίζοντας το κενό στο τρίγωνο θεατή-πανιού-δράσης. Χάρη σε αυτήν αποδέχεσαι την αλλιώς αφόρητη κοινοτοπία του πιο μεγάλου μέρους του έργου, καλωσορίζεις τις στιγμές που ένα μεράκι παρεισφρέει και μια ένταση για την έκβαση της σκηνής γεννιέται.
Τότε έρχεται η χυδαίων διαστάσεων τρίτη πράξη. Στην οποία ας πούμε, ώστε να μην αποκαλύψουμε λεπτομερώς την πλοκή, ότι χρησιμοποιείται για «δραματουργικούς» λόγους μια αδιανόητη πράξη, η οποία μάλιστα δεν απασχολεί καθόλου την ταινία στις συνέπειές της. Το μόνο που απασχολεί τον Σέρινταν είναι η έκβαση της ιστορίας επιβίωσης. Είναι βαθιά αμερικανικό φαινόμενο οι δραματουργίες που προσωποποιούν, για χάρη της ταύτισης του μεγάλου κοινού, αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν έξω από τον κόσμο της ταινίας. Δεν αλλάζει αυτό. Εδώ όμως, και χωρίς να είμαι οικολόγος ακτιβιστής (κακώς ίσως), η ηδονοβλεπτική περιφρόνηση της Φύσης μπροστά στο δράμα δύο ανθρώπων ηχεί σαν μια επώδυνα ελαττωματική ιεραρχία.