Samsara
Samsara
Ένα «ντοκιμαντέρ μετεμψύχωσης» μια ολότελα ασυνήθιστη κινηματογραφική εμπειρία «ντοκου-πλασίας» που μας ταξιδεύει από το Λάος στην Ζανζιβάρη και από μια κοινότητα Βουδιστών μοναχών σε μια άλλη Αφρικανών «συνηθισμένων ανθρώπων» που μοιράζονται ασυνήθιστες πνευματικές συγγένειες.
Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο ερώτημα στο μυαλό πολλών (με πολλά εισαγωγικά το πολλών) σε σχέση με μια ταινία σαν και τούτη είναι περί της θέσης της σε μια θεατρική διανομή κάμποσο απομακρυσμένη από αυτό που λέμε εμπορικά υγιή κατάσταση. Κάποιοι θα πουν ότι δεν έχει την παραμικρή θέση – και τα εισιτήρια θα τους «επαληθεύσουν». Άλλοι θα ισχυριστούν ότι ακριβώς μια παρουσία σαν κι αυτή πιστοποιεί την υγεία ενός κυκλώματος, δείχνοντας, αν μη τι άλλο, τον δρόμο.
Είναι γεγονός ότι η ταινία του Γαλικιανού Λόις Πατίνιο δοκιμάζει καθαυτά τα όρια της της κινηματογραφικής εμπειρίας, κάτι που ομολογώ με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από το κύκλωμα της διανομής. Δεν είμαι, πάντως, προβλεπόμενα (λόγω θέσης) πρόθυμος να δεχθώ κάθε αμφισβήτηση της κλασικής θεατρικής εμπειρίας, ούτε γοητεύομαι εύκολα από φορμαλιστικούς πειραματισμούς, ιδίως όταν δεν είναι ακριβώς πειραματισμοί αλλά (συχνά) βολεμένες ασκήσεις κινηματογραφικής ελευθερίας μέσα σε περιβάλλοντα φτιαγμένα ακριβώς για να τις υποδέχονται – δηλαδή τα Φεστιβάλ. (Κάπως έτσι υπάρχει το τρέχον Slow Cinema φερ’ ειπείν, ατυχώς ενταφιάζοντας και ακέραια πνευματικές κινηματογραφικές γραφές.)
Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πλησίον του πρωτόφαντου. Όχι τόσο στον χαρακτήρα της ντοκου-πλασίας, κάτι σχετικά σύνηθες, όσο στην γραφή μιας τεκμηρίωσης που τίθεται στην υπηρεσία μια σημειακής μεν μυθοπλασίας, στην πραγματικότητα όμως κινούμενης στο αυθεντικά ποιητικό στερέωμα. Ο Πατίνιο θέλει (μεταξύ πολλών άλλων που μου διαφεύγουν) να ορίσει δυο κόσμους απέχοντες κάποια 8 χιλιάδες χιλιόμετρα, που στο σύμπαν του αποτελούν την αρχή και το τέλος ενός ουράνιου τόξου – όπου «ουράνιο τόξο» η εν πολύχρωμο σκότος (θα καταλάβετε) ουρανομήκης διακτίνιση μιας Ψυχής από το σώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας στο Λάος σε αυτό μιας νεογέννητης κατσικούλας στη Ζανζιβάρη.
Αμηχανία; Ε ναι, στον κόσμο της πεμπτουσίας της ύλης και της θορυβώδους ανάδειξης του σινεμά ως urban Τέχνης μητροπολιτικών προβληματισμών, ο Πατίνιο χαλάει το πάρτι διακινδυνεύοντας (αν και, ελπίζω, δεν του καίγεται καρφί) την θέση του να θεωρηθεί από φεστιβαλικό παράδοξο μέχρι πέρα ως πέρα εξατομικευμένη περιπτωσάρα. Είναι σαφώς το πρώτο, πιθανόν να είναι και το δεύτερο, όμως η, ίσως διαφεύγουσα, ενδιάμεση ουσία είναι ότι δίχως την ελάχιστη περισπούδαστη απλότητα περιγράφει γνήσια πνευματικά και ευθέως ιδιότροπα τον Κόσμο (ίσως και με αυθαιρεσία πνευματιστική) πιστεύοντας απαρέγκλιτα -η πίστη μόνο απαρέγκλιτη είναι άλλωστε, στο παραμικρό ταρακούνημα κόβει η σάλτσα- σε μια αόρατη, ψυχική ουσία των όντων. Η ουσία αυτή, φαίνεται στο σύστημά του, καθιστά οποιαδήποτε συζήτηση για την ύλη όχι μόνο άσχετη, μα και υποδεέστερη.
Την αγάπησα την ταινία. Ίσως δεν φαίνεται αστρολογικώς, αλλά δεν (με) πειράζει. Την αγάπησα για συγκεκριμένους λόγους. Γιατί βλέπει τον κόσμο αλλιώς και η συνοχή του βλέμματος αυτού είναι αδιαίρετη. Γιατί συνενώνει ανερυθρίαστα την σημερινή πραγματικότητα (νεανίες Βουδιστές μοναχοί με κινητά στην άγρια εξοχή του Λάος) με ένα κατ’ εξοχήν διαφορετικό πνεύμα αντιμετώπισης του κόσμου. Γιατί συνδέει άρρηκτα τον ασκητισμό, τη Φύση, την χειρωνακτική εργασία και την αναφαίρετη τάση ανθρώπων (όχι όλων των ανθρώπων, βέβαια) να τείνουν στο διαφορετικό αφαιρώντας το «μετά» από το μεταφυσικό. Γιατί στον (κάθε άλλο παρά slow cinema) ρυθμό του σε καταλαγιάζει, σε ενδοστρέφει, σε εμπιστεύεται σαν θεατή, δίχως την κατεδαφιστική έγνοια της πιθανής διαφωνίας. Με άλλα λόγια ουδόλως πειράζει αν δεν πιστεύεις στην μετεμψύχωση. Σημασία έχει ότι αυτός πιστεύει, κι εσύ ενδέχεται να μην μπορείς να πάψεις να χαμογελάς ένθερμα με την πίστη του και την ανακουφιστική ομορφιά της.
Σημείωση: Η ταινία περιέχει ένα ιντερλούδιο που δεν θα σας έχει, μάλλον, ξαναλάχει. Ένα λίαν «πνευματιστικό» 15λεπτο (!!!) που η ταινία σε καλεί να την δεις με μάτια ερμητικά κλειστά, αντιδρώντας στα φώτα, τους ήχους και την επικείμενη σιωπή της. Είναι ομολογουμένως παράδοξο να βλέπεις ταινία με κλειστά μάτια, κάπως σα να μυρίζεις άνθη με βουλωμένη μύτη ή να τρως με τα αυτιά. Αν όμως δεχθεί κανείς αυτή την συνθήκη «διαλογισμού», αναμφίβολα επιτυχημένη ανάλογα με τον βαθμό αν(τ)οχής καθενός στην υποβολή (κινηματογραφικά λέγεται «αναστολή δυσπιστίας»), ένα ταξίδι επιτυγχάνεται. Στο γενικό του πλαίσιο τα διαρκώς εκπληκτικά χρώματα, η άφθαστη γήινη καλλονή, οι ήχοι και βιο-ρυθμοί μιας Πλάσης φυσικής (ή θεϊκής, αν προτιμά κανείς) αντί ανθρώπινης, δεν θα αποζημιώσουν απλώς. Ενδέχεται και να προσηλυτίσουν.