Maria
Maria
Η Αντζελίνα Τζολί περιφέρεται επιβλητικά όμορφη υποδυόμενη τη Μαρία Κάλλας σε μια άψογα φροντισμένη ταινία την οποία μερικές φορές φαίνεται να ενδιαφέρουν λίγο παραπάνω απ' όσο πρέπει τα εντυπωσιακά σκηνικά- κοστούμια και η στιλιζαρισμένη της σκηνοθεσία.
Ολοκληρώνοντας μια άτυπη τριλογία αφιερωμένη σε εμβληματικές γυναίκες του 20ού αιώνα, τις οποίες ο Χιλιανός σκηνοθέτης συναντά πάντα σε κάποιο κρίσιμο υπαρξιακό τους σημείο, η «Maria» αποτελεί κι αυτή όχι ένα συνταγογραφημένο βιογραφικό δράμα αλλά ένα ψυχολογικό πορτρέτο, άτακτο και αιθέριο. Αναπαράγοντας τον πένθιμο τόνο που κινούσε υπογείως τόσο τη «Jackie» όσο και το «Spencer», ο Λαραΐν αναπαριστά την κινηματογραφική του Μαρία Κάλλας στο τελευταίο στάδιο της ζωής της, αποτραβηγμένη στην παρισινή κατοικία της, να γεμίζει τις χούφτες της με ηρεμιστικά και να επιχειρεί μάταια μια τελευταία επιστροφή στη σκηνή, σε πείσμα της άλλοτε μεγαλοπρεπούς φωνής που τώρα πια ηχεί τσακισμένη και την εγκαταλείπει.
Η ταινία ξεκινά με την Κάλλας να κείτεται νεκρή στο δάπεδο του σπιτιού της. Στην επόμενη σκηνή, ο χρόνος γυρίζει μία εβδομάδα πριν το θάνατό της και σε αυτό που πρέπει μάλλον να ήταν εκείνο τον τελευταίο Σεπτέμβρη της ζωής της, το 1977: ένας απόηχος παλαιότερων και πιο ένδοξων εποχών, μια μελαγχολική σκιά που ζει απομονωμένη, έχοντας ως μοναδική παρέα την πιστή της οικονόμο και τον προστατευτικό της μπάτλερ, μια ατόφια ντίβα που συναισθάνεται ότι το τέλος πλησιάζει, όμως ελπίζει σ' έναν ύστατο γκραν φινάλε το οποίο να σταθεί αντάξιό της.
Όσο τίμια και κοπιώδης είναι η προσπάθειά της Τζολί να υποδυθεί την Κάλλας, υπάρχει κάτι στην αλαβάστρινη ομορφιά και το αγαλματένιο πρόσωπό της που συχνά αποσπά το βλέμμα και διαλύει την ψευδαίσθηση
Σύντομα φλας μπακ θα μας πληροφορήσουν για την τραυματική σχέση της νεαρής Κάλλας με τη χειριστική μητέρα της και βέβαια για τη γνωριμία και δεσμό με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Αυτό που ενδιαφέρει, εντούτοις, τον σκηνοθέτη, με τον ίδιο περίπου τρόπο που τον ενδιέφερε κι όταν ασχολήθηκε με τη Τζάκι Κένεντι ή τη Πριγκίπισσα Νταϊάνα, είναι η παγωμένη στιγμή όπου το δημόσιο προσωπείο των ηρωίδων του υποχωρεί για να αποκαλύψει πίσω του ακατέργαστους φόβους και βαθιές αγωνίες.
Καθώς η ταλαιπωρημένη ψυχικά και σωματικά σοπράνο έχει ήδη ξεκινήσει να αποχαιρετά τον κόσμο των ανθρώπων και να συνομιλεί με φαντάσματα, η ταινία την πλαισιώνει σαν ρέκβιεμ. Και η Κάλλας την οποία ερμηνεύει με φοβερή συγκέντρωση και άψογη τεχνική η Αντζελίνα Τζολί, κάνοντας ό,τι μπορεί προκειμένου να διαπεράσει τη μυστικιστική αύρα που περιβάλλει τον χαρακτήρα της, γίνεται επί οθόνης μια αποστεωμένη αυτοκράτειρα που ίσως επιθυμεί για τον εαυτό της ένα γρήγορο τέλος. Που θα την απαλλάξει όμως από τι; Ποιο είναι το πραγματικό δράμα της κινηματογραφικής Κάλλας; Η απώλεια της φωνής της; Η άδοξη κατάληξη της σχέσης με τον Ωνάση; Η δυστυχία του να ζει στερημένη τη λατρεία των ακροατηρίων της; Η συνειδητοποίηση της ευθραυστότητάς της; Και ποιες είναι οι εσωτερικές διεργασίες που σπρώχνουν αργά αυτή τη γυναίκα στην άβυσσό της;
Η ταινία δεν ξεκαθαρίζει. Διασχίζει με φινέτσα σκηνικά και ατμόσφαιρες, αναπνέει παντού ελκυστική αυτοκαταστροφή, έχει στη διεύθυνση φωτογραφίας τον βετεράνο Έντ Λάκμαν («Αυτόχειρες Παρθένοι», «Κάρολ») με τις πανέμορφες φθινοπωρινές αποχρώσεις του, όμως ούτε ιδιαίτερο βάθος επιφυλάσσει, ούτε τις αρκετά ψυχρές «θερμοκρασίες» της φροντίζει να ρυθμίσει, ούτε απολύτως επιτυχής μπορεί να θεωρηθεί, εν τέλει, η πρωταγωνιστική επιλογή της Τζολί. Γιατί όσο τίμια και κοπιώδης είναι η προσπάθειά της να υποδυθεί την Κάλλας, υπάρχει κάτι στην αλαβάστρινη ομορφιά, το αγαλματένιο πρόσωπο και το λιπόσαρκο κορμί της ηθοποιού που συχνά αποσπά το βλέμμα και διαλύει την ψευδαίσθηση.