Kraven o Kυνηγός
Kraven the Hunter
Χωρίς να γίνεται ποτέ προσβλητικό, το θέαμα δικαιολογεί μόνο στην τελευταία του σκηνή την υπογραφή του J.C. Τσάντορ και σε κάνει να θλίβεσαι που ο ταλαντούχος αυτός δημιουργός χαράμισε τρία χρόνια από τη ζωή του για μια προσθήκη στο θνησιγενές υπερηρωικό πολυσύμπαν της Sony.
Η τελευταία σκηνή του «Kraven του Κυνηγού» είναι βγαλμένη από τραγωδία. Ο ήρωας, που παλεύει με νύχια και με δόντια – και με πλάσματα που έχουν μεγάλα νύχια και δόντια- για να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη του πορεία, εκείνη που έγραψε για αυτόν ο πρόγονός του στον φυσικό κόσμο και οι Μοίρες στον μεταφυσικό, διαπιστώνει ότι κάθε κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση τον έφερνε πιο κοντά στο αρχικό σημείο. Ένας αιματηρός κύκλος που κλείνει με την πικρή συνειδητοποίηση του κυνηγού πώς έγινε αυτό που κυνηγούσε. Όχι τυχαία, ο J. C. Τσάντορ τον βάζει να κάθεται στον θρόνο του σαν άλλος Μάικλ Κορλεόνε – από το «Μost Violent Year» μπορούσες να διαγνώσεις την αγάπη του δημιουργού για τον Κόπολα. Είναι αυτή η σκηνή που σου δίνει να καταλάβεις γιατί ο φέρελπις σκηνοθέτης (μπορεί να) επέλεξε να ανακατευτεί με το πολυσύμπαν ανταγωνιστών του Ανθρώπου Αράχνη που ύφαναν οι άνθρωποι της Sony, ελπίζοντας να πιάσουν στον ιστό τους εκατομμύρια θεατές και ακόμα περισσότερα δολάρια, εκμεταλλευόμενοι την υπερηρωική φρενίτιδα.
Δυστυχώς, λίγα πράγματα στην ταινία που προηγήθηκε αρμόζουν σε αυτή την τελική σκηνή. Πρόκειται για ένα συνηθισμένο origin story, με την αναπόφευκτη δόση μέτριου CGI, αλλά και λίγη παραπάνω έμφαση σε (ωραιότατα εκτελεσμένα) stunts. Η διενέργεια εκτεταμένων επαναληπτικών γυρισμάτων αντανακλάται στην υπερφόρτωση ανταγωνιστών του…ανταγωνιστή, που επανασυστήθηκε ως σκοτεινός ήρωας για τις ανάγκες του παρόντος, και δεν δημιουργεί απλώς αναταράξεις στον προαναφερθέντα κύκλο, αλλά τον καθιστά δυσδιάκριτο. Προς ενδεχόμενη αλλαγή δημιουργικής πλεύσης στα μισά του δρόμου συνηγορεί και αυτό που συμβαίνει στο σάουντρακ, όπου, μυστηριωδώς, στις μινιμαλιστικές, μελωδικές εμπνεύσεις των Γκαλπερίν έχει προστεθεί η ρουτίνα του Μπέντζαμιν Γουόλφις, παραπαιδιού του Ζίμερ και μετρ της μετριότητας.
Χωρίς να έχει κάτι προσβλητικό ως θέαμα και χωρίς να συγκαταλέγεται στις χειρότερες προτάσεις του είδους, σε κάνει τελικά να αναρωτιέσαι γιατί ο δημιουργός του «Margin Call», του «All is Lost» και του «Most Violent Year» αναγκάζεται, για τη δημιουργική του επιβίωση, να σπαταλήσει τρία χρόνια από τη ζωή του για αυτό το εγχείρημα, και γιατί η ίδια η βιομηχανία να τού το ζητήσει, όταν εμφανώς θέλει άλλο από εκείνο στο οποίο διακρίνεται και μπορεί να της δώσει.