Βενετία 2024: Το «The Brutalist» προσπαθεί και, εν μέρει, καταφέρνει να επιστρέψει το μεγάλο σινεμά στις οθόνες
Μοιάζει με γιγαντιαία και αυτοκαταστροφική τρέλα. Κρύβει μέσα της αρκετό μεγαλείο και ένα μέγεθος ρίσκου ασυνήθιστο πια στο σύγχρονο σινεμά. Αποτελεί όραμα ενός 36χρονου σκηνοθέτη, μόλις στην τρίτη του ταινία, που φαίνεται να τα παίζει όλα για όλα. Κι αν δεν καταφέρνει να φτάσει τους υψηλούς στόχους που βάζει για τον εαυτό του, το εντυπωσιακό και άνισο μαζί «Brutalist» είναι ένα φιλμ-ογκόλιθος προορισμένο να προκαλέσει αίσθηση.
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: το «Brutalist» είναι μια από τις πιο φιλόδοξες και παράτολμες προσπάθειες που έχουν χρηματοδοτηθεί από αμερικανικό στούντιο τις τελευταίες δεκαετίες. Χρειάστηκε εφτά χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί, γυρίστηκε σε φιλμ 70 χιλιοστών και σε VistaVision, μια τεχνική που μεσουράνησε στις σινεμασκόπ χολιγουντιανές παραγωγές της δεκαετίας του '50 και του '60 και είχε από τότε να χρησιμοποιηθεί, διαρκεί τρεισήμισι ώρες και προβάλλεται με τον δικό του πρόλογο και 15λεπτο (ενσωματωμένο) διάλειμμα.
Ο σκηνοθέτης του, ένας πρώην ηθοποιός με δυο αξιοσημείωτες όσο και άνισες ταινίες μέχρι πρότινος στο βιογραφικό του (το «Childhood of a Leader» και το «Vox Lux»), είχε τη λέξη «μεγαλειώδες» αποτυπωμένη εξαρχής στο μυαλό του. Βλέποντας την ταινία του, δεν τον αδικεί κανείς. Το «Brutalist» είναι γραμμένο και κινηματογραφημένο σαν να αποτελεί το φιλμικό αντίστοιχο ενός ογκώδους κλασικού μυθιστορήματος. Είναι χωρισμένο σε κεφάλαια, καλύπτει αφηγηματικά μια περίοδο τριών δεκαετιών, προβάλλει περήφανα αναχρονιστικό και διαθέτει μια πλοκή σχεδόν μυθική.
Μια από τις πιο φιλόδοξες και παράτολμες προσπάθειες που έχουν χρηματοδοτηθεί από αμερικανικό στούντιο τις τελευταίες δεκαετίες
Ο ήρωάς του είναι ένας Ούγγρος αρχιτέκτονας, επιζήσαντας του Ολοκαυτώματος, ο οποίος φτάνει στις Ηνωμένες Πολιτείες λίγο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και όπως χιλιάδες άλλοι μετανάστες από διάφορα μέρη του κόσμου αναζητά κι εκείνος το δικό του μερίδιο στο Αμερικανικό Όνειρο. Είναι 1947 όταν ξεκινά το φιλμ, και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80, όπου και η ιστορία ολοκληρώνεται, παρακολουθεί την πορεία ανόδου και μετεωρικής πτώσης του αρχιτέκτονα ήρωα σε μια χώρα θεμελιωμένη ως επί το πλείστον από πρόσφυγες, συνυφασμένη με τις έννοιες της εκμετάλλευσης, της εξαπάτησης και της πάση θυσία προστασίας του Κεφαλαίου και βέβαια επικίνδυνη για όσους παρασυρθούν από τις ψευδαισθήσεις της.
Αυτές είναι μερικές από τις ιδέες που επεξεργάζεται στο φιλμ του ο Κορμπέτ: Η μεταναστευτική εμπειρία, οι ταξικές ανισότητες, η Αμερική ως απατηλή Γη της Επαγγελίας, η αρπακτική φύση του πλουτισμού, ο αναπόδραστος νόμος των ισχυρότερων, οι αόρατες γέφυρες που ενώνουν μοιραία το παρελθόν με το μέλλον, αλλά και η Τέχνη ως μοναδικό επίτευγμα με τη δυνατότητα να νικάει το χρόνο και να υπερβαίνει τα ανθρώπινα δράματα και εκτυλίχθηκαν στο όνομά της.
Η ιστορία του πρωτοποριακού αρχιτέκτονα απλώνεται στην οθόνη σαν οδύσσεια. Από φτωχός εργάτης γίνεται προστατευόμενος ενός εκκεντρικού και απαιτητικού πολυεκατομμυριούχου (ένας εξαιρετικός Γκάι Πιρς) και αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας για λογαριασμό του την κατασκευή ενός μνημειώδους χτίσματος- πολιτιστικής κληρονομιάς στις επόμενες γενιές. Η πορεία του από την παρ' ολίγο εξαθλίωση κατευθείαν στην αυλή του πλούσιου ευεργέτη του εμπλουτίζεται από ένα πλήθος δορυφορικών χαρακτήρων-από τη γυναίκα του, κατατρεγμένη κι εκείνη του Πολέμου που τον ακολουθεί κάποια στιγμή στην Αμερική, και τον έμπιστο μαύρο συνεργάτη του μέχρι τα δυο παιδιά του πανίσχυρου εργοδότη, όλα αυτά τα πρόσωπα έρχονται να καλύψουν τα δύο κοινωνικά άκρα: τους προνομιούχους και τους παρίες.
Ο Κορμπέτ φιλμάρει με μεγαλεπήβολη διάθεση μια παραβολή. Οι χαρακτήρες μοιάζουν με αρχέγονα σύμβολα, οι διάλογοι ηχούν λογοτεχνικοί και (λίγο παραπάνω απ' όσο πρέπει) πομπώδεις, τα συναισθήματα εκδηλώνονται στη διαπασών. Υπάρχει επίσης μια δεδομένη μαεστρία στις σινεμασκόπ συνθέσεις και στη φωτογραφία, ένα μεράκι στην εικόνα που ξεκινά από τους πρωτότυπους τίτλους αρχής και τέλους και καθ΄ οδόν παράγει αρκετές αξιομνημόνευτες σκηνές. Οι τρεισήμισι ώρες κυλούν επίσης αβίαστα και στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Έντριαν Μπρόντι παραδίδει μια από τις ερμηνείες που θα σημαδέψουν την καριέρα του.
Ένα φιλμ-ογκόλιθος προορισμένο να προκαλέσει αίσθηση
Αν όμως για τις πρώτες δυόμισι περίπου ώρες το «Brutalist» καλπάζει ορμητικά διασχίζοντας το ένα συμβάν μετά το άλλο, στην τελευταία ώρα του το εντυπωσιακό κινηματογραφικό κτίσμα που με κόπο ανέγειρε ο Κορμπέτ κλυδωνίζεται από το πιο αδύναμο δομικό υλικό του: ένα σενάριο που γίνεται ολοένα και πιο σχηματικό, που δεν δίνει σε όλους τους χαρακτήρες την ευκαιρία να αναπτυχθούν και που διαλέγει μια σειρά από δραματουργικές κορυφώσεις οι οποίες προκύπτουν βιαστικές και λίγο προφανείς.
Το «Brutalist» κρύβει, παρ' όλα αυτά, μέσα του τις προδιαγραφές ενός αριστουργήματος και μέχρις ενός σημείου αφήνει να εννοηθεί ότι κάτι τέτοιο πρόκειται να μας παραδώσει. Η υπέρμετρη φιλοδοξία του δημιουργού του δεν δουλεύει, όμως, πάντα προς όφελος της ταινίας. Γιατί ο μεγαλοϊδεατισμός του Κορμπέτ δεν τον αφήνει να καταλάβει ούτε τα όρια των δυνατοτήτων του, ούτε πως το όραμα που κουβαλά στο μυαλό του είναι δυσανάλογο της πραγμάτωσής του. Χρειάζεται, ωστόσο, να σταθεί κανείς με θαυμασμό απέναντι σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Διότι όμοιό του δεν συναντάται πλέον συχνά στο σύγχρονο σινεμά.
Το cinemagazine.gr ταξιδεύει στο 81ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας με την Aegean Airlines.