[Κριτική] H, κατά Κόπολα, coda του 3ου «Νονού» είναι ένας ασθενής απόηχος της αυθεντικής τριλογίας - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
9:26
11/12

[Κριτική] H, κατά Κόπολα, coda του 3ου «Νονού» είναι ένας ασθενής απόηχος της αυθεντικής τριλογίας

Για τους επικριτές θα αποτελέσει, πιθανά, βελτίωση. Για τους λάτρεις όμως, οι πολλές, μικρές, αλλά τελικά νευραλγικές επεμβάσεις, στραγγίζουν το έργο από την μνημειώδη αρετή του.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ας διασαφηνιστεί κάτι εξαρχής: Ο υπογράφων δεν συγκαταλέγεται στους πολέμιους του τρίτου «Νονού». Αντιθέτως, συνυπάρχει με τους ολιγάριθμους που τον θεωρούν ισοδύναμο – όχι ισάξιο – με τις δύο ταινίες των ’70ς, που χαίρουν σταθερής, αμύθητης αίγλης. Και η ταινία τού είναι οικεία με την ακρίβεια τεχνίτη που αποκαθιστά χιλιοστό το χιλιοστό έναν ταλαιπωρημένο πίνακα της Αναγέννησης. Από την διαδοχή των πλάνων της έως τους μορφασμούς (και προφανώς τις φράσεις) των ηθοποιών της, μέχρι τις θέσεις της κάμερας και τα μουσικά cues κάθε σκηνής. Με άλλα λόγια, ας το πω σε πρώτο πρόσωπο, «ό,τι αλλάξεις Φράνσις, θα το καταλάβω». Για την δική μου κατανόηση, ο ελεγειακός, σχεδόν άπταιστος, υποβλητικά μουσικός 3ος «Νονός» που ξέρω, δεν είναι η Coda που αντιμετώπισα.

Θα ρωτήσει κάποιος «και γιατί έξω γράφουν ότι είναι μια, έστω μικρή, βελτίωση αυτή η εκδοχή;». Πολλοί λόγοι: Προφανώς το διαφορετικό γούστο. Πιθανά η ελάχιστη υπόληψη που υπήρχε ήδη για το έργο – αφού οι πιο πολλοί σημερινοί 50+άρηδες κριτικοί (που μπορούν να κάνουν την σύγκριση) το είχαν δει σε μια όχι και τόσο τρυφερή ηλικία, όταν ο εκκολαπτόμενος κριτικός θεωρεί χρέος του να θάβει. Ή, απλά, προτιμούσαν την σπιντάτη, νεανική ενέργεια των ταυτόχρονων τότε «Καλών Παιδιών». Πιο πιθανά όλων, αν είναι «έντιμοι», διότι απλά δεν θυμούνται πια μια ταινία που εγκατέλειψαν, δεν αντιλαμβάνονται τις αλλαγές, οπότε τώρα, «καινούρια» σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον όχι και τόσο ανθηρό, τούς φαίνεται καλύτερη.

Όπως και να το κάνουμε, η ως σήμερα κριτική ατμόσφαιρα περί του έργου κινείται ανάμεσα στο «δεν είναι τόσο καλό όσο τα πρώτα» και «η Σοφία Κόπολα είναι χάλια». Το πρώτο δεν συνιστά κεραυνωτικό επιχείρημα (σχεδόν καμμία ταινία στην ιστορία δεν είναι τόσο καλή όσο τα πρώτα) και το δεύτερο δεν είναι κριτική κινηματογράφου.

(Spoilers)

Οι αλλαγές στην Coda που σκαρφίστηκε ο Κόπολα είναι λοιπόν πολλές – όπως ακριβώς το ισχυρίστηκε. Δεν θα τις παραθέσω λεπτομερώς, αλλά θα μείνω στη ζημιά κάποιων από αυτές. Οι εμφανείς αλλαγές είναι δύο: Η νέα αρχή και το νέο τέλος. Και οι δύο κάνουν όσο πιο μεγάλο κακό μπορούν. Απλά, στο φινάλε υπάρχει μια κάποια αινιγματικότητα.

Η ταινία δεν ξεκινά πλέον με το γράμμα που γράφει ο Μάικλ στα παιδιά του, καλώντας τα στην τελετή παρασημοφόρησής του. Πάει το εξοχικό στην Lake Tahoe, πάνε τα φύλλα που παρασέρνει (α λα Σερκ) ο άνεμος, πάει η χρήση του Ρότα από τον Καρμάιν Κόπολα, πάει η σκιώδης εισβολή του παρελθόντος σε ένα αγωνιώδες παρόν, στο οποίο ο Μάικλ θα πασχίσει για τον λόγο ύπαρξης του 3ου μέρους: Την κάθαρση και την λύτρωση. Πάει η εξαρχής τέλεια παρουσιαζόμενη ελεγειακή ατμόσφαιρα. Αντ’ αυτής έχουμε την σκηνή της συναλλαγής με τον Αρχιεπίσκοπο, για την εξαγορά της Immobiliare, μέσω της παροχής ψήφου από το Βατικανό. Το μόνο καλό αυτής της αλλαγής είναι ότι συνάδει με έναν μικροδιάλογο κατά την διάρκεια της ακόλουθης δεξίωσης και εισάγει τον χαρακτήρα του Αρχιεπισκόπου. Δευτερεύον πραγματικά, αλλά ας μην υπεισέλθω σε τόση λεπτομέρεια.

...η τρίτη ταινία είναι αφοσιωμένη στην προσπάθεια του Μάικλ να ξεγελάσει την Τραγωδία, μέχρις ότου η πυκνή της ύφανση τον τυλίξει τυραννικά στα σκαλιά της όπερας του Παλέρμο

Η ταινία δεν τελειώνει πλέον (ακριβώς) με την σικελική αυλή, τον τυφλό Μάικλ σε βαθύ γήρας να φορά τα γυαλιά του και να πεθαίνει, λιλιπούτειος στο πάνω αριστερά μέρος του αντονιονικού πλάνου, σαν μια ξεχασμένη υποσημείωση των ανθρώπινων. Πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να ήταν λάθος με αυτό το αριστουργηματικό κλείσιμο, αν και στην εποχή του σκώμματος με το καθετί όλο και κάποιος θα βρισκόταν να πει μια εξυπνάδα. Ωστόσο, εδώ ο Μάικλ δεν πεθαίνει τυπικά, αλλά καταδικάζεται επίσημα, με έναν γραπτό «σιτσιλιάνικο» επίλογο, στον πνευματικό θάνατο, στην μοίρα που ο ίδιος, τραγικά, αποφάσισε (όταν στον 1ο «Νονό» στην σκηνή του νοσοκομείου σώζει τον Βίτο). Άλλωστε, η τρίτη ταινία είναι αφοσιωμένη θεματικά στην προσπάθεια του Μάικλ να ξεγελάσει την Τραγωδία, μέχρις ότου η πυκνή της ύφανση τον τυλίξει τυραννικά στα σκαλιά της όπερας του Παλέρμο. Εξού και η (περιττή) υπογράμμιση στον υπότιτλο «Ο Θάνατος του Μάικλ Κορλεόνε». (Παρένθεση: Η Τιμωρία στον «Νονό», αντίθετα με τα σκορσεζικά «Καλά Παιδιά», είναι ανυπέρβλητη, όχι αμελητέα. Αυτό ως απόκριση στην άποψη περί ωραιοποίησης του εγκληματικού στους «Νονούς»).

Ενδιάμεσα ο Κόπολα έχει πειράξει και πάλι πολύ το έργο. Ενδεικτικά, η σκηνή του «just when I thought I was out they pull me back in» (μια σκηνή να προσθέσω ενός χτυπητής προχειρότητας jump cut που ΔΕΝ διορθώθηκε), η σκηνή του νοσοκομείου μετά το διαβητικό σοκ έχει συντομευθεί, η σκηνή στον κήπο με τα παιδιά του (γλυκαίνει λίγο το παίξιμο της Σοφία), η παράλειψη της εντολής από την Κόνι και τον Νέρι στον Βίνσεντ να σκοτώσει τον Ζάζα, η σύντμηση της σκηνής του Ντον Αλτομπέλο (Ελάι Γουάλας) με τους πληρωμένους δολοφόνους. Και μια ντουζίνα ακόμα, τουλάχιστον, μικροαλλαγές στο ντεκουπάζ, τις μουσικές, ή τις παραλείψεις (μυθικών) establishing πλάνων – για τα οποία παρεμπιπτόντως ο Κόπολα διεκδικεί εύσημα στην ιστορία του μέσου.

Υπάρχουν όμως δύο που δεν μπορώ να χωνέψω. Το ένα είναι η αφαίρεση του μονολόγου δίπλα στο φέρετρο του Ντον Τομασίνο. Είναι η αρχή του ερέβους, μια μεγάλης διάρκειας, τελικά, σεκάνς, που με έναν κηδευτικό ρυθμό κι έναν βαρύτατο, σιωπηλό τόνο αλλάζει χέρια η Οικογένεια, περνώντας σε αυτά του Βιντσέντσο. (Άτεχνα, ο Κόπολα έχει περικόψει και το «it’s done» στην συνέχεια της ίδιας σκηνής).

Το δεύτερο είναι το πραγματικά φιλισταϊκό ηχητικό «μοντάζ» της εισαγωγής του Μασκάνι για την «Καβαλερία Ρουστικάνα» στην διάρκεια του φινάλε της τελικής σκηνής. Εδώ δεν υπάρχουν λόγια.

Πρέπει όμως να τα βρω. Διότι άπτονται της γενικής αντίρρησης.

Ο Κόπολα έχει έναν βαθιά σκηνοθετικό λόγο που ανήκει στους Τιτάνες της 7ης Τέχνης. Εκεί που υπάρχουν ελάχιστοι, αλλά κατ΄εξακολούθηση, όπως ο Μπρεσόν, ο Γουέλς, ο Φορντ, ο Χίτσκοκ, ο Ταρκόφσκι, ο Όζου – και σε πολλές τους στιγμές, ασφαλώς, έχουν καταφέρει και άλλοι δημιουργοί. Είναι η μουσικότητα. Μέσω αυτής δεν κυλάει απλώς το έργο, αλλά ρέει. Όχι μόνο αφηγηματικά, που είναι βέβαια κύριο. Αλλά υπόγεια, συναισθηματικά. Κι ακόμα βαθύτερα, τονικά. Εκεί που ένα έργο σε βρίσκει σπλαχνικά. Εκεί που ο μεγάλος σκηνοθέτης καταφέρνει την ακριβέστερη σύμμειξη φωτός, ερμηνείας, κίνησης, ήχου και της ρυθμικής διαδοχής των πλάνων που τα περιέχουν, ώστε να σε κάνει να αισθανθείς εκείνο που θέλει να σου πει. Η μουσικότητα αυτή δεν διδάσκεται – και η αλήθεια είναι δεν μεταδίδεται γραπτά (όχι από αυτό το πληκτρολόγιο, τουλάχιστον). Είναι αίσθηση, ένας κοινός ορίζοντας γούστου και συναισθήματος για πράξεις και τις ιδέες που τις υποκινούν και τις χαρακτηρίζουν. Όμως αυτό, κατά την γνώμη μου, είναι ο λόγος που ο Κόπολα, και ειδικά οι «Νονοί» (και οι τρεις – ξεχνάμε αυτή την εκδοχή) είναι όχι απλά αριστουργήματα, αλλά κοινός σφυγμός τόσων ανθρώπων.

Κι αυτήν τη μουσικότητα, Φράνσις, την έχασες. Παρότι η παιδεία και οι συνειρμοί σου υπήρξαν ανέκαθεν μουσικοί, εξού βέβαια και η χρήση της λέξεως coda σε αυτή τη διασκευή, παρά το γεγονός μιας έμφυτης, συναρπαστικής αίσθησης του οπερατικού, εδώ ξεστράτισες. Ίσως να φταίει η εμμονική υστεροφημία, ίσως αυτό το ακατάσχετο τελειοθηρικό Εγώ σου (που κακώς δεν ακολουθεί την θαυμάσια διαδρομή που ξεκίνησες με το «Tetro» - πάλι ελάχιστοι δίπλα σου εκεί) δεν συμφιλιώνεται με τον Χρόνο και το «λάθος». Ίσως να φταίει που ήθελες και λίγο να σταθείς ιππότης για την Σοφία σου, που τόσο άγρια μαγαρίστηκε για την (ανέκαθεν οικογενειοκρατική) χάρη σου από καθιστούς τελειοθήρες του συρμού που συγχέουν το απροπόνητο με το αναποτελεσματικό.

Ό,τι απ’όλα, που πιάνω ή μου διαφεύγει, τούτος ο «Νονός», που παραμένει φυσικά μια μεγάλη ταινία, ευτυχώς δεν έφτασε εκεί το ψαλίδι και η ανακατανομή πλάνων, ήχων και σεκάνς, ας είναι μόνο και μόνο ώστε να έρθουν σε επαφή μαζί του βιαστικοί του 1990 και όσοι δεν έτυχε να τον αντιμετωπίσουν μέχρι σήμερα. Από τους εραστές του, συμπονετικά, παραγράφεται.