«Μοιάζουμε με δυο αρχαίες φυλές, που και οι δυο έχουν σχεδόν εξαφανιστεί...και όλα γύρω μας φαίνονται να αλλάζουν», λέει ο τελευταίος ήρωας του Τζιμ Τζάρμους, ο οποίος αν και είναι ακόμα μελαγχολικός, δεν ξέχασε πώς να γελάει.
Η μελαγχολία που συνοδεύει πάντα το «πριν» και το «μετά» μιας μοιραίας και τελεσίδικης αλλαγής βάραινε γλυκά κάθε πλάνο της προηγούμενης ταινίας του αρχετυπικού ανεξάρτητου Αμερικανού κινηματογραφιστή. Φέτος, τέσσερα χρόνια μετά το μυσταγωγικό οδοιπορικό του «Νεκρού», το «Ghost Dog» ιχνηλατεί όσα υπάρχουν στο «πριν». Αλλά αυτή τη φορά τα δάκρυα εξατμίζονται από τα γέλια, καθώς το χιούμορ απαλύνει τον πόνο και τον διοχετεύει στη μνήμη ως γνώση.
Η μελαγχολία ντύνει με γοητευτικό μυστήριο τον «Ghost Dog». Είναι επαγγελματίας δολοφόνος, πιστός στους κώδικες ενός αρχαίου κειμένου για σαμουράι και ζει πάνω από τον κόσμο σε μια ταράτσα γεμάτη περιστέρια. Η ικανότητά του να χάνεται σαν σκιά μέσα στο σκοτάδι τον έχει κάνει πολύτιμο συνεργάτη για την τοπική οικογένεια της Μαφίας. Όταν όμως η τελευταία τον αναγκάσει να λειτουργήσει κόντρα στη φιλοσοφία και τα πιστεύω του, ο σαμουράι μέσα του τον οδηγεί στην αναπόφευκτη απόφαση αλλαγής πορείας.
Η μελαγχολία ντύνει με γοητευτικό μυστήριο τον «Ghost Dog»
Η...στιβαρή ψυχραιμία της επιβλητικής μορφής του Φόρεστ Γουίτακερ ζεσταίνεται από τη νοσταλγία για όσα θα απέχουν από το μέλλον και θα περάσουν οριστικά στο τοπίο των αναμνήσεων. Σαν μέλος μιας αρχαίας φυλής ο (σοφότερος) «Ghost Dog» συναντάει το πεπρωμένο του σε ένα κόσμο που δεν τον χωράει.
Μελαγχολία. Δύσκολη αποστολή να αποφύγεις τούτη τη λέξη, συναντώντας το «Ghost Dog», καθώς είναι αυτή που δίνει το ρυθμό στη «μπιτάτη» μουσική του RZA, στις νωχελικές κινήσεις της απαράμιλλα στιλάτης κάμερας του Τζάρμους και στο...ασύμμετρο, κι όμως σταθερά διαπεραστικό βλέμμα του Γουίτακερ. Το πανταχού παρόν cool χιούμορ ενεργεί σαν διεγερτικό αντίβαρο, για να σχολιάσει την πάροδο μιας εποχής κατά την οποία ο λόγος της τιμής ενός ανθρώπου είχε αξία και οι καλύτεροι φίλοι δεν ήταν απαραίτητο να μιλούν την ίδια γλώσσα, για να μην προδώσει ποτέ ο ένας τον άλλον.
Μετουσιώνοντας δημιουργικά τις επιρροές του (και την αγάπη του) από το γουέστερν και τα γκανγκστερικά φιλμ, ο ανορθόδοξα επίκαιρος και μοντέρνος Τζάρμους στέλνει το μοναχικό καβαλάρη/μάρτυρα στο μεταίχμιο της επικείμενης αλλαγής (του αιώνα) και θυμίζει στον Ταραντίνο την καταγωγή του.
Η κριτική δημοσιεύτηκε στο τεύχος 107 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, τον Δεκέμβριο του 1999.