Μην Ανοίγεις την Πόρτα - ταινιες || cinemagazine.gr

Μην Ανοίγεις την Πόρτα

Don't open the Door

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σάκης Καρπάς, Αλέξανδρος Καρπάς
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Σάκης Καρπάς, Αλέξανδρος Καρπάς
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Φωτεινή Λεβογιάννη, Σάκης Καρπάς
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Αλέξανδρος Καρπάς
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Unboxholics, Κώστας Αγέρης, Kid Moxie
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Rosebud.21
    Μην Ανοίγεις την Πόρτα

To ψιθυριστό, τονικά συνεπές, βραδύκαυστο σκηνοθετικό ντεμπούτο των Unboxholics προκρίνει μεν την ορθότητα της εκτέλεσης έναντι της φαντασίας, αλλά κατορθώνει να αφηγηθεί αποτελεσματικά (και αγριευτικά) μια απλή ηθική ιστορία.

Aπό τον Γιάννη Βασιλείου

Για να παραφράσουμε το «Ratatouille» της Pixar, δεν μπορούν όλοι να γυρίσουν μια καλή ταινία, αλλά μια καλή ταινία μπορεί να προέλθει από οπουδήποτε. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, έξω από τον κύκλο των (πολυάριθμων) φαν των Unboxholics μπορείς να διακρίνεις μια καχυποψία, στην καλύτερη περίπτωση, για το «Μην Ανοίγεις την Πόρτα», η οποία πηγάζει από τις youtube καταβολές τους. Αν και το μέρος του κοινού που μπαίνει σε μια αίθουσα με την προοπτική να χλευάσει δεν μπορεί να απασχολεί σοβαρά μια κριτική – πιθανότατα ούτε κι εκείνοι ενδιαφέρονται για αυτή- να ενημερώσουμε προκαταβολικά ότι δεν υπάρχει τίποτε για να κοροϊδέψεις στην ταινία, ακριβώς επειδή και οι δημιουργοί της δεν σε κοροϊδεύουν. Είναι εμφανής τόσο η σοβαρότητα, όσο και η επιμέλεια του εγχειρήματος.

Αυτά τα λίγα ως εισαγωγή, στα σοβαρότερα, η αφαίρεση είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του σκηνοθετικού ντεμπούτου των Unboxholics. Μια αφαίρεση που διακρίνεις παντού, από τα βασικά σεναριακά υλικά – ένα δάσος, μια καλύβα, ένας άντρας και μια γυναίκα – και τον τρόπο που αξιοποιούνται για να αφηγηθούν μια απλή και, στον πυρήνα της, ηθική ιστορία, μέχρι τον τρόπο που συλλαμβάνεται και εκτελείται ο κινηματογραφικός τρόμος.  Η προσέγγιση είναι μινιμαλιστική, τα απότομα ξαφνιάσματα λιγοστά, έμφαση δίνεται στον δυσοίωνο ηχητικό σχεδιασμό, στη διαστολή του χρόνου και στην αναστολή των αποκαλύψεων. Η φύση της απειλής παραμένει εκκρεμής μέχρι τα τελευταία πέντε λεπτά και το δάσος, που θα περίμενες να εγκυμονεί (εξωτερικούς) κινδύνους για το ζεύγος χαρακτήρων, το οποίο μοιάζει παγιδευμένο ( ; ) σε τέσσερις τοίχους, έχει κυρίως συμβολική λειτουργία. Είναι, βλέπεις, μέρος της φύσης, άρα και του φυσικού δικαίου – περισσότερα δεν κάνει να πούμε.

Η τονική συνέπεια του θεάματος είναι αξιέπαινη και οι δυο πρωταγωνιστές αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Σάκης Καρπάς είναι πιο μετρημένος, γνωρίζει τα υποκριτικά όρια του και διαθέτει «φάτσα» – ας μην ξεχνάμε ότι το σινεμά χρειάζεται (και) τέτοιες. Η Φωτεινή Λεβογιάννη πιο ενεργητική και εξωστρεφής, δίχως ποτέ να γίνεται χειμαρρώδης και να καπελώνει τον συμπρωταγωνιστή της – δεν πιστώνεται μόνο στην ταλαντούχα ηθοποιό, αλλά και στη γενικότερη ερμηνευτική γραμμή που υπέδειξε η σκηνοθεσία. Το βάρος έχει πέσει στην εκτέλεση, στην κατασκευαστικά ορθή και πειστική αναπαραγωγή horror θεαμάτων που έχουμε παρακολουθήσει με το κουτάλι, και λιγότερο στη φαντασία. Σύμφωνοι, στο σινεμά πάνω κάτω οι ίδιες δέκα ιστορίες αναπαράγονται σε παραλλαγή, τη φαντασία την περιμένουμε περισσότερο στη σύλληψη και στην ενορχήστρωση του set-piece, αφού μιλάμε για ταινία είδους, στην ανάπτυξη της ιδέας και, όταν πρόκειται για μια δραματουργία που ποντάρει σε ένα μυστικό, στην πρωτοτυπία αυτού του μυστικού. Για να το διατυπώσουμε πιο απλά, είναι φανερό ότι δόθηκε έμφαση στο να γίνουν πέντε πράγματα σωστά, παρά σε οποιοδήποτε δημιουργικό ρίσκο - αν δεν λογαριάσουμε ως τέτοιο τη ραθυμία της αφήγησης. Να αναγνωρίσουμε, όμως, ότι όλες οι σκηνές τρόμου, αν και καμία έκπληξη δεν θα προκαλέσουν στον έμπειρο σινεφίλ, συστήνουν κάποιο στοιχείο που αξιοποιείται στην κορύφωση του δράματος. Η οποία διατηρεί και μια αμφισημία, όχι ως προς το αποτέλεσμα, αλλά ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αν όχι ως προς τον αυτουργό– και πάλι δεν κάνει να πούμε περισσότερα.

Σε σχέση με τις μικρού μήκους δουλειές τους, θα διαπιστώσεις τρομακτική (#diplhs) βελτίωση, πρόκειται δε για μια απόπειρα που δεν έχει να ζηλέψει κάτι ως κατασκευή από αντίστοιχου προϋπολογισμού και λογικής δημιουργίες του εξωτερικού. Δεν είναι απλώς «καλή για τα ελληνικά δεδομένα» δηλαδή, αν και ο λόγος που θα τη θυμόμαστε έχει να κάνει με την προέλευσή της, ως αξιόλογη (και αξιόμαχη) κατάθεση σε ένα είδος που δεν ευδοκιμεί στην εγχώρια φιλμογραφία. Αλήθεια, πότε ήταν η τελευταία φορά πού αγριευτήκατε παρακολουθώντας μια ελληνική ταινία;  

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Μην Ανοίγεις την Πόρτα
  • Μην Ανοίγεις την Πόρτα