Γουίλιαμ Γκόλντμαν (1931-2018): Ο Επαγγελματίας των λέξεων - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
14:21
19/11

Γουίλιαμ Γκόλντμαν (1931-2018): Ο Επαγγελματίας των λέξεων

Έφυγε στις 16 του μήνα ο δις οσκαρούχος Γουίλιαμ Γκόλντμαν, συγγραφέας, θεατρογράφος, σεναριογράφος αλλά και εκλεκτός «γιατρός» σεναρίων της βιομηχανίας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η πρώτη περίπτωση που φέρνει τον Γκόλντμαν στο προβολέα είναι το «Harper» με τον Πολ Νιούμαν, ένα glamorous αστυνομικό, με ωραίο σινεμασκόπ κι εξίσου ωραίο χρώμα και σχεδόν τίποτε άλλο άξιο λόγου παρότι βλέπεται ευχάριστα από τους θαμώνες του είδους. Δύο χρόνια μετά, το 1968, σε σκηνοθεσία ξανά του Τζακ Σμάιτ, έρχεται το αισθητά καλύτερο «Κυνηγώντας τον Δολοφόνο», ενώ το ’69, την χρονιά που το γουέστερν έζησε δυο φορές αποθεωτικά την παρακμή του, μια αντιρομαντικά και μία ρομαντικά, το πρώτο ήταν η «Άγρια Συμμορία», το δεύτερο «Οι Δυο Ληστές», αυτό έγραψε ο Γκόλντμαν και πήρε το πρώτο του όσκαρ.

Το ’70 ανοίγεται πολυγραφότατο με μια πρώτη επαφή με την γιατρειά σεναρίων (την κάνει για τον «Πεταλούδα»), τις «Γυναίκες του Στέπφορντ» διασκευή στο βιβλίο του Άιρα Λέβιν («Το Μωρό της Ρόζμαρι») και κλασσικό θρίλερ της παράνοιας του ’70, της Οικογένειας και των ρόλων των φύλων. Το ’76 υπογράφει το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» του Πάκουλα και του Ρέντφορντ και παίρνει και το δεύτερο του όσκαρ με την εξονυχιστική γραφή μιας δημοσιογραφικής διαδιακασίας, του whodunit που έριξε έναν πρόεδρο.

Υποψηφιότητα δεν θα ξαναπάρει ποτέ, αλλά η συνέχεια θα είναι πιστοποιητικό της εμβέλειάς του. Διασκευάζοντας δικά του βιβλία θα κάνει το «Ανθρωποκυνηγητό» με Ντάστιν Χόφμαν και Λόρενς Ολίβιε ναζιστή φυγά, το «Magic» με τον Άντονι Χόπκινς στο ρόλο ενός εγγαστρίμυθου που γίνεται θύμα της κούκλας του, ωραιότατο horror που δεν ειδώθηκε ποτέ όσο έπρεπε και την «Γέφυρα του Άρνεμ», όχι πια από δικό του βιβλίο, που είναι ένα από εκείνα τα πολεμικά του πρεστίζ και του φοβερού καστ (εδώ, Κόνερι, Μπόγκαρντ, Χάκμαν, Κάαν, Χόπκινς, Ρέντφορντ, Γκουλντ, Ούλμαν , Ολίβιε), όχι τόσο κινηματογραφικά όσο θα έπρεπε, αλλά στοχευμένα σε λάτρεις του είδους.

Κάπου εκεί άρχισε η, όπως την έλεγε ο ίδιος, «εποχή του λεπρού», προτάσεις πολλές δεν γίνονταν, κάποιες μεταφορές του ατυχούσαν και ο ίδιος περιέπεσε και σ’ ένα συγγραφικό μπλοκάρισμα που στάθμευσε την σεναριογραφική του καριέρα. Μοναδική έκλαμψη το «Princess Bride», βασισμένο σε δικό του βιβλίο, με την Ρόμπιν Ράιτ, ένα ωραιότατο παραμύθι που παρά την κριτική στήριξη βυθίστηκε στα ταμεία. Αυτά λύθηκαν με την έναρξη της δεκαετίας του ’90, στην οποία ο Γκόλντμαν επέστρεψε με τον αέρα του insider, του βετεράνου αλλά και του βιρτουόζου της δουλειάς. Σ’ αυτό βοήθησε κατά πρώτον ο πολύς και μη εξαιρετέος Μάικ Όβιτζ της Creative Artists Agency που διέπρεπε τω καιρώ εκείνω και κατά δεύτερον η υποδειγματική του μεταφορά στο «Misery» του Ρομπ Ράινερ με την εταιρεία του οποίου («Castle Rock») θα συνεργαζόταν κατά κόρον στη συνέχεια.

Ήταν ο γιατρός για τα σενάρια του «A Few Good Men», του «Last Action Hero» (για το οποίο πήρε 1 εκατομμύριο χωρίς καν να έχει credit!), της «Ανήθικης Πρότασης» και του σίκουελ της Γουάντα «Τρομερά Πλάσματα», ενώ συνέγραψε τον «Τσάπλιν» του Ατένμπορο, το «Μάβερικ» με τους Γκίμπσον και Φόστερ, την «Απόλυτη Δύναμη» του Ίστγουντ, την «Κόρη του Στρατηγού» με τον Τραβόλτα, τις «Καρδιές στην Ατλαντίδα» και τη θλιβερή «Ονειροπαγίδα» του Κάσνταν.

Πιπεράτη λεπτομέρεια των εσωτερικών της βιομηχανίας η ευρέως θεωρούμενη ως καθοριστική συμβολή του στο σενάριο του «Ξεχωριστού Γουίλ Χάντινγκ», γεγονός που ο ίδιος έχει αρνηθεί μετά βδελυγμίας δηλώνοντας πως η φήμη είναι προϊόν κακεντρέχειας ενάντια στους πραγματικούς σεναρίστες της ταινίας Ντέιμον και Άφλεκ.

Παρά την επανεφεύρεσή του ως τέλειου επαγγελματία σεναριογράφου από το ’90 και μετά, η φήμη του Γκόλντμαν ως ενός από τους πιο προικισμένους της τέχνης του χαρακτηρίζεται από την δουλειά του το ’70, μια δουλειά που στις καλύτερες στιγμές της είναι ένα κομψοτέχνημα κινηματογραφικού τρόπου αφήγησης ιστορίας αλλά και λεπτής, χαρακτηριστικής περιγραφής χαρακτήρα με τρόπους αποφασιστικά απομακρυσμένους από την λεκτική επεξήγηση.

Να τον θυμόμαστε, να βλέπουμε τις δουλειές του.