Κενή πια η θέση του «σπουδαιότερου ζώντος Σκωτσέζου», αλλά όχι και αυτή του ορισμού του πραγματικού σταρ κοπής που δεν συναντάται πλέον.
Η αλήθεια είναι πως ξεκινώντας να κάνεις αυτή τη δουλειά είναι κάποια πράγματα που δεν φαντάστηκες ότι θα έγραφες ποτέ. Η επικήδειος αναφορά και ο παρελθοντικός χρόνος για κάποια πρόσωπα δεν είναι νοητός. Έτσι όμως είναι, ο χρόνος υπάρχει για να συμπαρασύρει. Υπάρχει όμως (όπως θα έλεγε κι ο Λέοναρντ Κοέν) και για «να μην ξεχνάς να θυμάσαι» να εκτιμάς αυτά που σ’ έκαναν να αγαπάς όσα αγαπάς. Ο Σον Κόνερι είναι, δεν ξέρω πια για πόσους, ένας από τους βασικούς λόγους όχι απλώς που αγαπήσαμε το σινεμά, γιατί αυτό ακούγεται σαν ένα έθιμο ή μια συνήθεια που έχουν αρκετοί, μα απόκτησης σημείου αναφοράς. Κι αν είναι να αναζητάς παραδείγματα, καλύτερα να κοιτάς πρώτα στο πάνω ράφι.
Αντίθετα με αυτό που ίσως θα νομίσουν κάποιοι, η περίπτωση Κόνερι δεν προσφέρεται για ινδαλματοποίηση. Υπάρχουν αρκετά στραβά, που ασφαλώς δεν προτίθεμαι εδώ να συνεισφέρω. Προσφέρεται όμως σαν πρώτης τάξεως υλικό για να μετρηθεί το μέγεθος του ανδρός, το καράτι του τι συνιστά τον ατόφιο σταρ, αλλά και τον άνθρωπο με την ειλικρινή φιλοδοξία του φιλότιμου, φιλόδοξου και τελικά σπουδαίου ηθοποιού.
Βλέπεις η λογική του κινηματογραφικού σταρ περιέχει μια δόση, ενίοτε υπερβολική για το λεπτό γούστο, λαϊκισμού. Ο σταρ βασίζεται σ’ ένα πρόσωπο που «γράφει στο φακό» και σε ένα ιδιωτικό παιχνίδι που στήνει αυτός και ο μηχανισμός του σινεμά για να μας σαγηνεύσουν. Σκέψου πώς ο Σαρλώ του Τσάπλιν εκλιπαρεί την συνενοχή μας. Σκέψου πώς η αλληλουχία καλών ανθρώπων του Τζίμι Στιούαρτ και του Τομ Χανκς προκαλεί σε συμπάθεια. Ή πώς σχεδόν όλη η μακριά (ευτυχώς) συστάδα των μεγάλων κωμικών όλων των εποχών απαιτεί να συμπάσχεις, να συμπαθείς για να σε κερδίσει. Ή βέβαια, στα δικά μας, πώς μια Αλίκη τσιλιμπούρδιζε με τον φακό και γενιές σαγηνευμένων θα προέκυπταν.
Ε, ο Σον Κόνερι δεν το έπαιξε ποτέ αυτό το παιχνίδι. Ο γιος του εργάτη και της πλύστρας, με την κέλτικη ρίζα και την αντιφατική θρησκευτική καταγωγή (Καθολικός ο πατέρας, Προτεστάντισα η μάνα), ο τύπος που κάπνιζε από 9 χρονών, δούλεψε στην οικοδομή και στα φέρετρα, παράτησε το σχολείο, πήγε 16 χρονών στο Βασιλικό Ναυτικό, είχε τατουάζ τους γονείς του και τη Σκωτία, έγινε μπόντι μπίλντερ (έφτασε και 3ος στο Mr. Universe το 1953!), παρολίγο και μπαλαδόρος στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, είχε χαραγματιές (όχι απλές ρυτίδες) από τα 30 και δεν έπαψε ποτέ να έχει το τραχύτερο ρώ και το παχύτερο σίγμα που ακούστηκαν ποτέ στο πανί. Και δεν έπαιξε ποτέ για την ακέρδιστη συμπάθεια του «μέσου θεατή».
Από τα γυρίσματα του «Χρυσοδάκτυλου» με τον Ίαν Φλέμινγκ και την Σίρλεϊ Ίτον
Πρακτικά ο Κόνερι δεν σπούδασε ηθοποιός και δεν μάθαμε ποτέ να το έφερε βαρέως. Απλώς κάπου εκεί στα μέσα του ’50 γυρόφερνε τις παραγωγές, έβγαζε μεροκάματα σαν κομπάρσος (αλλά και…μπέιμπι σίτερ) και βολόδερνε στις παμπ. Είχε όμως και μια όψη που δεν μπορούσες εύκολα να ξεπεράσεις. Το 1957 η όψη αυτή βρέθηκε στο «Requiem for a Heavyweight» του BBC, υποδυόμενος έναν ξεπεσμένο πυγμάχο. Κάπως άρχισαν να τον προσέχουν. Την ίδια χρονιά έπαιξε δίπλα στον Στάνλεϊ Μπέικερ, ίδια κοψιά ηθοποιού και ο Σον τον θαύμαζε πολύ, στο «Hell Drivers». Ακόμα και σε μια ασήμαντη περιπέτεια, το «Action of the Tiger», σκηνοθετημένη από τον Τέρενς Γιανγκ, ένα όνομα που θα συναντήσουμε σε λίγο. Την επόμενη χρονιά, μια γνωστότερη στους σινεφίλ ταινία, έρχεται το «Another Time, Another Place» δίπλα σε κοτζάμ Λάνα Τέρνερ. Φήμες ειδυλλίου απλώνονται, ο γκάνγκστερ Τζόνι Στομπανάτο έρχεται στο στούντιο για να καθαρίσει, βγάζει όπλο, ο Κόνερι τον μπαγλαρώνει επί τόπου. «Η κέλτικη ρίζα μου ευθύνεται για το αψύ του χαρακτήρα μου», έλεγε αργότερα. (Ο Στομπανάτο θα είχε κακό τέλος, από την κόρη της Τάρνερ, σε ένα από τα εκρηκτικά σκάνδαλα της χολιγουντιανής ιστορίας).
Και κάπου εκεί στις αρχές του ‘60, μια συζήτηση ξεκινά στους εγχώριους εγγλέζικους κύκλους για το ποιος θα ερμήνευε επί της οθόνης τον ήρωα των μοσχοπουλημένων βιβλίων του Ίαν Φλέμιγκ, έναν Τζέιμς Μποντ. Ο Άλμπερτ Μπροκόλι βλέπει κάθε φτασμένο σταρ της εποχής, τον Κάρι Γκραντ, τον Τζέιμς Μέισον, τον Τρέβορ Χάουαρντ, τον Ντέιβιντ Νίβεν, ακόμα και έναν….Ρότζερ Μουρ. Το δοκιμαστικό του νεαρού Σκωτσέζου είναι καλό, αλλά όχι πειστικό. Ακόμα κι ο Ίαν Φλέμιγκ λέει ότι ο πράκτοράς του είναι αριστοκράτης, όχι ένας «σωματαράς κασκαντέρ». Όμως βλέποντάς τον απ’ το παράθυρο να φεύγει, ο Μπροκόλι και ο φίλος του ο Χάρι Σάλτζμαν βλέπουν έναν «πάνθηρα εν κινήσει». Ο Μπροκόλι ζητά απ’ τη γυναίκα του, Ντέινα, να δει το δοκιμαστικό. Οι υπογραφές πέφτουν. Στα 32 του ο Σον Κόνερι ντύνεται 007.
Ο Τέρενς Γιανγκ, που λέγαμε πιο πάνω, τον παίρνει μαζί του, του βάζει κοστούμι από την Σάβιλ Ρόου, τον πάει σε εστιατόρια, του μαθαίνει να φέρεται, να κινείται, του βρίσκει το σημείο που ο οξύθυμος νεαρός συναντά τον φλεγματικό αριστοκράτη. Ο Γιανγκ σκηνοθετεί το «Dr. No» (1962) και ο Ίαν Φλέμιγκ μετανιώνει την αρχική του εκτίμηση. Η ιστορία γράφεται σε «μια βραδιά», τα επόμενα τρία χρόνια θα έχουν τρεις ακόμα ταινίες και ο Κόνερι είναι ο πιο μεγάλος σταρ του κόσμου. Ο Μποντ του, μουσειακό είδος στην σημερινή εποχή, είναι κυνικός, «μισογύνης», ψυχροπολεμικός, λιγόλογος, βίαιος, φλεγματικός. Τίποτα δηλαδή από αυτά που θα περίμενες από έναν δημαγωγικό σταρ. Ο Κόνερι, από την αρχή, δεν θέλει να τον συμπαθήσεις, θέλει να τον αντιγράψεις. Το πεδίο του δεν είναι η οικείωση της πραγματικότητας, αλλά το απόμακρο (κι αέναο) της φαντασίωσης.
«Δρ. Νο» (1962) - στο περιθώριο των γυρισμάτων και πάλι με τον Ίαν Φλέμινγκ
Τον Μποντ δεν τον αγάπησε ποτέ – κι ας ήταν σαφές ότι πάνω του κατόπτριζε βασικές μεριές του χαρακτήρα του. Κάποιοι θα έλεγαν ότι το μεγάλο λάθος των παραγωγών ήταν ότι δεν πόνταραν στην…σκωτσέζικη φύση του. Αν τον έκαναν συμπαραγωγό, θα τον είχαν ισόβιο 007. Μετά από ένα διάλειμμα το ’69, όταν ο Τζορτζ Λέιζενμπι αποδείκνυε την αδυναμία άλλων να φορέσουν τα παπούτσια του κονερικού Μποντ, ο Σον θα επέστρεφε στα «Διαμάντια Είναι Παντοτινά», με ένα συμβόλαιο-ρεκόρ: Πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια αμοιβής και συμβολαίου δύο ταινιών της επιλογής του.
Από εκεί κι έπειτα ξεστόμισε ένα ιστορικό «ποτέ ξανά Μποντ» και σάλπαρε για μια καριέρα, αν είναι δυνατόν, μακριά από αυτό που τον έκανε σταρ. Το «Offence» του Λιούμετ (μία από τις δύο ταινίες που «κέρδισε» λόγω των «Διαμαντιών») ήταν με σαφήνεια «Κόνερι». Με ένα γιγάντιο μουστάκι, χωρίς περουκίνι, που άλλωστε χαρακτηριστικά περιφρονούσε πάντα πλην των εμφανίσεων ως 007 (φορούσε ήδη από τον «Χρυσοδάκτυλο»), στον ρόλο ενός αστυνομικού του οποίου η σαδιστική βία συγκρίνεται μόνο με το αίσθημα του δικαίου του (και το κερδίζει), ο Κόνερι επαναδιατύπωνε ότι δεν ήταν εδώ να κάνει τον γλυκό, ευπροσήγορο σταρ. Μισούσε την τυποποίηση, απεχθανόταν την χολιγουντιανή συμβατικότητα. Όταν ένας ατζέντης του έλεγε το ’63, πριν την υπογραφή για την «Μάρνι» του Χίτσκοκ, πώς «ούτε ο Κάρι Γκραντ ζητούσε να δει το σενάριο πριν δουλέψει με τον Χίτσκοκ», ο Κόνερι απαντούσε «Δεν είμαι ο Κάρι Γκραντ». Και ο Μαρκ Ράτλαντ του στην «Μάρνι», θα ήταν ένας περιεκτικός μεν, αντιπαθής δε χαρακτήρας...
Σον, Χάρισον, Στίβεν - Η «Τελευταία Σταυροφορία» σχεδιάζεται
Αντίθετα με κάθε άλλον ως σήμερα ηθοποιό που έπαιξε τον 007 ο Κόνερι αγωνίστηκε και κατάφερε «ζωή μετά». Το ’70 του ήταν δύσβατο, καθώς το κασέ του έπεσε δραματικά – κάτι που εκείνος αντιμετώπισε απελευθερωτικά. Έτσι ήρθε ο Λιούμετ (δις, το άλλο ήταν το ωραιότατο heist «The Anderson tapes»), έτσι ήρθε ο Μπούρμαν στο καλτ εμφανίσεως «Ζαρντόζ», έτσι ήρθε ο μεγαλειώδης Χιούστον στον «Άνθρωπο που θα Γινόταν Βασιλιάς», την αγαπημένη του ταινία, κατά τον ίδιο, που πρωταγωνίστησε ποτέ. (Από 007 ήταν το «Από τη Ρωσία με Αγάπη»).
Όμως η εμπορική επιτυχία δεν ερχόταν, έστω και αν η δημοφιλία στο πρόσωπο (όχι τον ηθοποιό) παρέμενε. Στις αρχές του ’80, το «ποτέ ξανά Μποντ» θα γινόταν «Ποτέ Μην Ξαναπείς Ποτέ», σε ένα Μποντ εκτός σειράς, μιας και ο Μουρ ήταν ο βασιλιάς των ταινιών της EON του Μπροκόλι. Αν και φίλοι με τον Μουρ, το «Ποτέ» θα έβγαινε την ίδια σεζόν με το «Octopussy», στον άτυπο εμφύλιο των 007, τη χαρά του ειδικού Τύπου εκείνα τα χρόνια. Αμφότερα υπήρξαν εμπορικές επιτυχίες, όμως το «Ποτέ» δεν είχε το κύρος της παραγωγής (παρότι ήταν αρκετά ακριβότερο), έχασε τη μάχη των ταμείων. Όμως όταν ο Σον έκλεινε το μάτι στο τελικό ενσταντανέ της ταινίας, σε διαπερνούσε ένα ρίγος, αβαρές και βαρυσήμαντο μαζί, συνδυασμός που μόνο το σινεμά καταφέρνει.
Στις δεκαετίες του ’80 και του ‘90 ο Κόνερι αναγεννήθηκε. Ο εμβληματικός ρόλος στον «Χάιλαντερ», ο Γουλιέλμος στο «Όνομα του Ρόδου» - σε μια τεράστια ευρωπαϊκή επιτυχία, οι ΗΠΑ είχαν αλλάξει ρότα – ο Τζιμ Μαλόουν των «Αδιάφθορων» (και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου), η παραληρηματική στιγμή που ο 007 θα γινόταν ο μπαμπάς του «Ιντιάνα Τζόοουνς» στην «Τελευταία Σταυροφορία» (πιο πατρική ρήση από το «Ιντιάνα» της σκηνής του γκρεμού στο τέλος δεν ακούσαμε ποτέ), ο Μάρκο Ρέιμιους στο «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη», ο Μπάρλεϊ φυσικά στην «Ρωσική Εστία», όταν για μας τότε το…Από τη Ρωσία με Αγάπη μετενσαρκωνόταν απίθανα, το απέραντο cameo του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου με μια αίθουσα να χειροκροτά στον «Ρομπέν των Δασών», ο «Ανατέλλων Ήλιος» του Κάουφμαν (που για τον υπογράφοντα έχει μια ειδική βαρύτητα καθώς είναι η δεύτερη, μάλλον, κριτική που έγραψε για το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ), ο «Βράχος», το «Entrapment» του άδικα ξεχασμένου Τζον Άμιελ, δίπλα στην Κάθριν Ζέτα Τζόουνς…
Όλα ιστορία πια.
Αποφεύγω όπως ο διάολος τα λιβάνι τον επίλογο. Πώς γράφεις επίλογο εδώ; Την συγκίνηση ενός scripta manent για μια μεγάλη έξοδο για την 7η Τέχνη μπορεί να υπερβεί μόνο η βεβαιότητα ότι στην πραγματικότητα τις κινηματογραφικές αγάπες δεν τις αποχαιρετάς. Και πάλι, όταν η ώρα περάσει, όταν το άχθος της ημέρας κατακαθίσει, το φως χαμηλώσει και το μυαλό αναζητήσει ένα μέρος να αναπαυθεί, λίγα βήματα μακριά, ένα δισκάκι θα μπει στην μαγική οπή ενός player και το παράθυρο στον αληθινό κόσμο, που είναι το σινεμά, θα ανοίξει διάπλατα. Και θα μπει το φως. Κι εκεί, ο Μαλόουν, ο Μπάρλεϊ, ο Τζόνσον, ο Ράτλαντ, ο Ντάβοτ, ο Αρμπάθνοτ, ο Αγαμέμνων, ο Γουλιέλμος, ο Πολ εκείνου του τρυφερού «Playing By Heart» με τη θεία μουσική του Τζον Μπάρι, και φυσικά ο στο μυαλό δυο γενιών αειθαλής 007, συνομιλούν, στοιχειώνοντας καθένας τους τις κουκίδες της ζωής σου. Που μπορεί να συνεχίζεται, αλλά το σχήμα που χάραξε ο Σον Κόνερι δεν θα πάψει να το απολαμβάνει ποτέ. Κι αυτό το ποτέ, αγαπημένε, ωραίε και στρυφνέ Σκωτσέζε εκλιπόντα, δεν θα ανακληθεί.