56 ετών σήμερα ένας ηθοποιός-«παιδί» του Μπράντο, του Ντιν, του Ντένις Χόπερ, δραπέτης άλλης εποχής, ωρίμασε πρόωρα και αναγκάστηκε να προσαρμοστεί, έστω στο περιθώριο, μιας μοντέρνας χολιγουντιανής πραγματικότητας.
Για όσους μεγαλώναμε στην δεκαετία του ’80, ο Ματ Ντίλον, παρά το συγκριτικά νεαρό της ηλικίας του, είναι μια ζωή μαζί μας. Μπορούσες να καταλάβεις τα…εναλλακτικά κορίτσια που διάλεγαν Ντίλον αντί Πάτρικ Σουέιζι, Ρομπ Λόου, Ραλφ Μάτσιο και Τομ Κρουζ, αργότερα καταλάβαινες και την διαφορά των ταινιών που αυτός ο νεαρός τύπος με την «από καιρό ενήλικη» βαριά φωνή και τα πυκνά φρύδια διάλεγε (και έτυχε) να παίξει.
Ο Νεοϋορκέζος Ντίλον βρέθηκε από πολύ νωρίς στις ταινίες, με ντεμπούτο του στα 14-15 το «Over the Edge» (1979) του Τζόναθαν Κάπλαν (στο τέλος της επόμενης δεκαετίας θα οδηγούσε στο 1ο της Όσκαρ την Τζόντι Φόστερ), ένα από εκείνα τα ανθούντα τότε έργα με συμμορίες, που επισκιάστηκε από το μεγάλο «Warriors» του Γουόλτερ Χιλ της ίδιας χρονιάς. Κάπως έτσι άνοιξε μια πρώτη τετραετία-όνειρο για τον Ντίλον σε μια εποχή που η μόδα αναβίωσης του ‘50 ήθελε να κρατήσει την επαναστατικότητα του ‘70 και να κοντράρει τα γιάπικα ‘80ς που έπαιρναν μπρος.
Στο 1983 μόνο, ο Ντίλον θα έπαιζε σε δυο ταινίες του Κόπολα. «Ο Αταίριαστος» και οι «Outsiders» έχουν ειδική θέση σε μια φιλμογραφία, ειδικότερη σε μια ασθμαίνουσα εποχή (σημαίνουν και το τέλος της) και ειδικότατη στις ζωές κάποιων από εμάς. Και στις δύο, αμφότερες βασισμένες σε βιβλία της Σούζαν Χίντον, ο Ντίλον έπαιζε ένα παιδί της εργατικής τάξης, έναν «αλήτη» του δρόμου, των συμμοριών και, στον «Αταίριαστο», της σκιάς του μεγάλου αδελφού. Εκεί βρισκόταν το μεταίχμιο χρόνων που άλλαζαν και ζητούσαν προσαρμογή ή θάνατο από τους εκδρομείς άλλων εποχών. Στο «Αταίριαστο» ο Ντίλον κρατούσε έναν ρόλο απίθανα βιωματικό, συμβολικό και βαθιά συγκινητικό όντας η καρδιά του φιλμ που έπρεπε πάση θυσία να συνεχίσει να χτυπά. Απέναντι στον εξωπραγματικό τότε Μίκι Ρουρκ – και την αβάντα του ρόλου του – ο Ντίλον ανέκυπτε σαν μια μεγάλη ελπίδα του νεοαμερικανικού σινεμά που, κακά τα ψέμματα, δεν μπόρεσε ποτέ να επιβεβαιωθεί στην συνείδηση του κόσμου.
Αυτό φυσικά δεν σήμαινε ότι ο ηθοποιός δεν είχε το μερίδιο της επιτυχίας, της αναγνώρισης ή, ακόμα και της ανταπόκρισης στην περιθωριακή περσόνα που έχτισαν οι αρχές του ’80. ‘Εξι χρόνια μετά τους «Outsiders» και με μόνη αξιοσημείωτη ταινία μια ακόμα επαναφορά στα μυθοποιημένα ΄50ς («Το Αγόρι με το Χρυσό Χέρι»), θα εκκινούσε μια ακόμα τριετία, έστω με δύο μόνο ταινίες, που θα έβρισκε την ανάκτηση της απλότητας στο πρόσωπο της grunge υποκουλτούρας. Αυτή, έμμεσα ή άμεσα, αποτυπώνεται στον «Drugstore Cowboy» του Γκας Βαν Σαντ και, βέβαια, το «Singles» του Κάμερον Κρόου, την χρονιά της μεγάλης έκρηξης του grunge. Και στις δύο ταινίες ο Ντίλον προκύπτει σαν, τρόπον τινά, πατριάρχης (παρότι δεν έχει κλείσει καν τα 30!) μιας γενιάς που περιφρονεί (ή εκτοπίζεται) από τον υλισμό του ‘80 και επιχειρεί να βρει το δικό της έδαφος απορρίπτοντας με τη σειρά της μια εποχή που δεν την περικλείει. Εμβόλιμα, το 1991, ο Ντίλον θα επιχειρήσει ακόμα μια φορά να παίξει το χαρτί της γοητείας του συμπλέοντας με την ατμόσφαιρα των καιρών, πρωταγωνιστώντας στο «Ένα Φιλί Πριν Πεθάνεις», που δεν είναι καλό αλλά το αγαπάμε, καθώς έχει και την Σον Γιανγκ (προτού χαθεί ανεπιστρεπτί στην άβυσσο του χαρακτήρα της), έχει και τον σημερινό εορτάζοντα να πιστοποιεί το εύρος του ακόμα και σε σχέδια τοπικής σχεδόν εμβέλειας.
Η δεκαετία του ‘90 είναι μια δεκαετία που φέρνει τον Ντίλον διαρκώς εργαζόμενο, τίμια εργαζόμενο σε ταινίες του Μινγκέλα (αμέσως πριν τον «Άγγλο Ασθενή» - «Mr. Wonderful»), του Τζον Μάντεν (πριν τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ»), ακόμα και του…Κέβιν Σπέισι (πριν την διαπόμπευση κι αμέσως μετά το μαγικό ’95 του «Se7en» και των «Συνήθων Υπόπτων»), αλλά με τρεις ρόλους που τον κρατούν σε μια, υποτιμημένη, επικαιρότητα. Ο ένας είναι στο τρομερό σόου της Νικόλ Κίντμαν στο «Έτοιμη Για Όλα», ο άλλος στο «Κάτι Τρέχει με τη Μαίρη» (…) και, η επιλογή του υπογράφοντος, εκείνο το ωραιότατο, το ξεχασμένο δυστυχώς, «Όμορφα Κορίτσια» (1996) του Τεντ Ντέμι (αδικοχαμένου ανιψιού του Τζόναθαν), ταινία-γενιάς και εντυπωσιακού καστ (Χάτον, Πόρτμαν, Θέρμαν, Σορβίνο, Έμεριχ, Τέιλορ Βινς), που το λες και «Μεγάλη Ανατριχίλα» των ‘90ς. Κι εδώ ο Ντίλον παίζει και είναι σαν πατριάρχης όλων αυτών των νεοφερμένων… Το ‘98, να μην το ξεχάσουμε, επιβεβαιώνει κι ένα προφίλ «κακού παιδιού» ακόμα στο σέξι και συζητημένο τότε «Wild Things» του Τζον ΜακΝότον.
Η επόμενη δεκαετία, με τον Ντίλον να βαδίζει σιγά-σιγά προς τα 40 θα φέρει την πρώτη και μοναδική του ως σήμερα σκηνοθεσία μυθοπλασίας, το ενδιαφέρον αλλά και που όλοι θέλαμε να είναι καλύτερο, «City of Ghosts», που ο Ντίλον υπογράφει συνολικά γράφοντας, παίζοντας και, όπως αναφέραμε, σκηνοθετώντας. Εδώ πάντως σημαδεύεται και το ενδιαφέρον του ηθοποιού για την Καμπότζη – με τον ίδιο να έχει ταξιδέψει άπειρες φορές στην περιοχή. Ωραίο, εκλεκτικό, σάουντρακ πάντως, για τους ενδιαφερόμενους, από εκεί κι έπειτα μόνο στιλ και αναμνήσεις.
Το 2004 έρχεται το συζητημένο οσκαρούχο «Crash» του Πολ Χάγκις, που του χαρίζει μια υποψηφιότητα Δεύτερου Ανδρικού, έρχεται όμως και εκείνο που από το 1983 (θα) έλεγες ότι εκκρεμεί. Τι άλλο, η στιγμή που ο Ντίλον θα συμπέσει με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Το «Factotum», αυτοβιογραφία ενός μπουκοφσκικού alter ego, είναι μια μεγάλη ερμηνευτική στιγμή (σε μια όχι ανάλογα μεγάλη ταινία), με τον Ντίλον να κοντράρει στα ίσα τον μεγάλο του αδελφό Μίκι Ρουρκ από τον «Αταίριαστο» στο μπουκοφσκικό περιβάλλον. Ο Μίκι είχε προηγηθεί, αναμενόμενα κι αυτός, κατά κάμποσα χρόνια με το «Barfly» του Σρέντερ στα τέλη του ‘80.
Ο Ματ Ντίλον στη ζώνη του λυκόφωτος πια, ανάμεσα μίνι θρύλος, χαμένη υπόσχεση και παραγνωρισμένος ερμηνευτής διαστάσεων, μπήκε στα ‘10ς πλησιάζοντας τα 50 του, σε μια εποχή που δεν θα μπορούσε πια να είναι πρωταγωνιστής, μια εποχή έτσι κι αλλιώς κινηματογραφικά εχθρική για εκείνους που έχουν περάσει τα 35, πλην ελαχίστων περιπτώσεων. Προς σωτηρία του, ποιος θα το περίμενε, ο Λαρς Φον Τρίερ, στο προπέρσινο «Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ», στον…γνωστό ρόλο που του επεφύλαξε ο Δανός και τον οποίον ο Ντίλον κατέκτησε με τη μαεστρία που έχουμε μείνει αρκετοί να θεωρούμε πως διαθέτει ίσως περισσότερο κι απ’ τον καθένα της γενιάς του.
Ο Νικ Κέιτζ έφτασε σε μεγάλη box office δόξα (και Όσκαρ), ο Σον Πεν σε καθολική ερμηνευτική και σκηνοθετική αναγνώριση (και δύο Όσκαρ), ο Ματ Ντίλον, αν όχι καλύτερος οπωσδήποτε ανάλογος και των δύο, είναι ακόμα εδώ, αναμένοντας ένα break, ένα κρούσμα τύχης ίσως, μια σύμπτωση που θα ξαναθυμίσει ότι αυτό το παιδί είχε πάντα ένα αστέρι πάνω του. Όσο κι αν ο χρόνος κι οι συγκυρίες το θολώνουν, ο Ράστι Τζέιμς κι ο Ντάλας Γουίνστον του κινηματογραφικού μας μεγαλώματος «έμειναν χρυσοί», όπως το αξέχαστο φινάλε των «Outsiders» μας θυμίζει.