Οι Μητέρες μας
Nuestras Madres
Λιτή και αποστομωτική ωδή στις ιστορίες που χάνονται στα βάθη της Ιστορίας, Χρυσή Κάμερα στο πρόσφατο φεστιβάλ των Καννών.
Σε αντιστοιχία με άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, η Γουατεμάλα γνώρισε δεινά στην πρόσφατη ιστορία της με έναν πολυετή εμφύλιο πόλεμο και μια δικτατορία που διέλυσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και άφησε χιλιάδες αγνοούμενους. Ως σήμερα πολλοί κάτοικοι ερευνούν για πτώματα συγγενών τους και ο κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι εκεί για βοηθήσει. Μια ήρεμη και ευγενική φιγούρα, ένας νέος συνθέτει οστά και παίρνει δείγματα για να βρει την ταυτότητα θυμάτων και να τα στείλει σε όσους πιθανά τα ψάχνουν ακόμη για μια αξιοπρεπή ταφή.
Η ταινία του Σεζάρ Ντίαζ απομακρύνεται σχετικά νωρίς από τη λογική της συγκεκριμένης καταγγελίας και μιλά στο όνομα όσων δε μπορεί να συμπεριλάβει η Ιστορία στην επιστημονική καταγραφή ενός γεγονότος. Τα θλιμμένα πρόσωπα των γυναικών που είναι έτοιμες να περιγράψουν τον τρόπο με τον οποίο έχασαν συντρόφους και συγγενείς και κυρίως να δικαιολογήσουν το λόγο για τον οποίο εξακολουθούν να μένουν σε μέρη που τους χαρίζουν εφιαλτικές αναμνήσεις, είναι το πρώτο βήμα προς κάτι οικουμενικό που όσο περνά η ώρα μετατρέπεται σε προσωπικό, καθώς οι πληγές του παρελθόντος πιάνουν και το περιβάλλον του ήρωα.
Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία μικρής διάρκειας που λειτουργεί ως μεγάλη αγκαλιά για τα θύματα, προσεγμένη στην αφήγησή της ώστε να μην φλερτάρει με το μελόδραμα (που βάσει σεναρίου, καραδοκεί), αποδραματοποιημένη στις δύσκολες στιγμές όπου τα λόγια περιττεύουν. Επιπρόσθετα, η μορφή του πρωταγωνιστή που ανασυνθέτει σκελετούς σαν να ανασυνθέτεί την ιστορική μνήμη, φανερώνει την προσπάθεια του σκηνοθέτη να μιλήσει για την ελπίδα του μέλλοντος (άλλωστε η ίδια η ύπαρξη του κεντρικού ήρωα αντιπροσωπεύει κάτι τέτοιο) που πάντα βρίσκεται εκεί ακόμη και μετά από καταστροφές όπως αυτή που περιγράφεται.