Οι Monos
Monos
Μια παραστρατιωτική ομάδα εφήβων βλέπει τη συνοχή της να καταρρέει όταν αποτυγχάνουν σε μία φαινομενικά απλή αποστολή, στο πολυβραβευμένο και πλέον πολυσυζητημένο φιλμ που έβγαλε η λατινική Αμερική μέσα στο 2019.
Οχυρωμένη στα υψίπεδα της Κολομβίας, μία οκταμελής παραστρατιωτική ομάδα εφήβων επίδοξων μαχητών βρίσκεται σε επιφυλακή, μακριά από το μέτωπο και υπό τις αυστηρές διαταγές της Οργάνωσης. Πρωταρχικός στόχος της ομάδας είναι η φύλαξη μιας αιχμάλωτης Αμερικανίδας (Τζούλιαν Νίκολσον), όταν όμως τα παιδιά αποτυγχάνουν σε μια νέα φαινομενικά απλή αποστολή, η συνοχή καταρρέει και η επιβίωση μετατρέπεται σε υπόθεση προσωπική.
Η πλέον πολυσυζητημένη ταινία από τη λατινική Αμερική για το 2019, οι «Monos» του Αλεχάντρο Λάντες (Ειδικό Βραβείο στο Σάντανς) διαθέτουν αφενός την αισθητική χάρη, αφετέρου ικανή δόση διεισδυτικότητας προκειμένου να λειτουργήσουν σε βαθύτερο επίπεδο, ξεμακραίνοντας από την πρωταρχική πηγή που ενέπνευσε τη δημιουργία τους: τον εξηκονταετή Κολομβιανό Εμφύλιο, μια σκληρή και εξαιρετικά περίπλοκη αντιπαράθεση για την οποία παραδόξως γνωρίζουμε ελάχιστα.
Οι «Monos» καταπιάνονται εν πολλοίς με την ρευστότητα του σημερινού κόσμου
Το δεύτερο φιλμ μυθοπλασίας του γεννημένου στη Βραζιλία αλλά Κολομβιανού στην καταγωγή Λάντες παίρνει ως αφετηρία έναν πόλεμο με το βλέμμα στα μετόπισθεν, δίχως να μένει εκεί. Αγκαλιασμένοι από επιβλητικά φυσικά τοπία, κινούμενοι από τα άγριας ομορφιάς υψίπεδα προς την πυκνή ζούγκλα, μοιραζόμενοι μια ευδιάκριτη αλληγορική συγγένεια με τον «Άρχοντα των Μυγών» και προσανατολισμένοι σε θεματικές που ξεκινούν από την ατομικότητα εντός της ομάδας και την εξουσία και φτάνουν στην ταυτότητα φύλου και την ρευστή φύση της σεξουαλικότητας, οι «Monos» καταπιάνονται εν πολλοίς με την ρευστότητα του σημερινού κόσμου.
Πέραν από την κλασική προσέγγιση της εφηβείας ως μετέωρο βήμα προς την ενηλικίωση, το φιλμ λειτουργεί καταρχάς ως σχόλιο πάνω στις ολοένα και πιο αδιόρατες γραμμές των σημερινών πολεμικών συρράξεων, στις οποίες οι αντιμαχόμενες πλευρές ή το διακύβευμα είναι κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα. Όχι τυχαία, στην ταινία δεν αποσαφηνίζεται ποτέ γιατί πολεμούν τα παιδιά ή αν συγκαταλέγονται στις τάξεις των καλών. Παράλληλα, οι έφηβοι «Monos» διαπραγματεύονται την σεξουαλικότητά τους και ψηλαφούν διαρκώς τα όρια ανάμεσα στο καθήκον και την επιθυμία, ως μέρος μιας αέναης αντιπαράθεσης ανάμεσα στο άτομο και το σύνολο. Όμως και έξω από την ομάδα, η ίδια η εξουσιαστική μορφή που ενσαρκώνουν η μονίμως αθέατη Οργάνωση και ο Αγγελιαφόρος της (ενδεδειγμένο εδώ το κάστινγκ με τον Γουίλσον Σαλαζάρ στον ρόλο) παραμένει καθόλη τη διάρκεια της ταινίας μία οντότητα εσκεμμένα μυστηριώδης και θολή. Εμφανής είναι επίσης εδώ η αποδόμηση πάνω σε άλλοτε κραταιά στερεότυπα σαν αυτό του ανδροκρατούμενου στρατού. Δεν είναι άλλωστε μόνο οι δυναμικές παρουσίες της Λαίδης και της Σουηδέζας στην ομάδα, αλλά και το γεγονός πως μια νεαρή ηθοποιός (Σοφία Μπουεναβεντούρα) εμφανίζεται στον ρόλο του Ράμπο, το φύλο του οποίου παραμένει σκόπιμα αδιευκρίνιστο.
Διαθέτουν από την αρχή μέχρι το τέλος ψυχή που πάλλεται
Το ξεκίνημα των «Monos» είναι εξίσου εντυπωσιακό με το φυσικό σκηνικό εντός του οποίου ο Λάντες συστήνει τους ήρωές του. Εκμεταλλευόμενα άριστα το επιβλητικό περιβάλλον, η φωτογραφία (Τζάσπερ Βολφ), η μουσική επένδυση (η περίφημη Μίκα Λέβι από το «Κάτω από το Δέρμα»), το νευρώδες μοντάζ (συμμετέχει ο Γιώργος Μαυροψαρίδης) και η πλανοθεσία που κινείται διαρκώς ανάμεσα στη γενική εικόνα και τα πρόσωπα ωθούν συντονισμένα το κοινό προς το αυθεντικά ατμοσφαιρικό και οριακά άχρονο σύμπαν της ιστορίας. Από εκεί και πέρα, οι πιθανότητες είναι το μεγαλύτερο μέρος του κοινού να παραμείνει αγκιστρωμένο στην πορεία, παρά το γεγονός ότι η σαρωτική εισαγωγή θέτει τον πήχη σε ύψος που η συνέχεια δεν θα καταφέρει ποτέ να ξεπεράσει.
Ένας καλός λόγος για αυτό είναι ότι καθώς το φιλμ περνάει σταδιακά από το σύνολο στα άτομα - όπως ο ελληνικής έμπνευσης τίτλος προδιαθέτει - δίνεται η εντύπωση πως ο Λάντες δεν ξέρει πού να πρωτοκοιτάξει. Ειδικά από τη στιγμή που η πλοκή κατεβαίνει από τα οροπέδια στη ζούγκλα, η εστίαση αρχίζει να θολώνει και η αφήγηση να γίνεται όλο και πιο επεισοδιακή καθώς απλώνει μεταξύ των ολοένα και πιο αποκομμένων μεταξύ τους πρωταγωνιστών. Εν μέρει μοιραία, αν αναλογιστούμε το διαρκώς διαστελλόμενο αφηγηματικό πλαίσιο αλλά και την οικουμενικότητα που θέλει να του προσδώσει ο δημιουργός του, το φιλμ καλείται ενίοτε να συμβιβαστεί σε μια απλή παράθεση καταστάσεων, αδυνατώντας εκ των πραγμάτων να εμβαθύνει εξίσου σε όλα τα μέτωπα. Κάτι που διακρίνεται για παράδειγμα στην επιγραμματική αποτύπωση του πώς η γυναίκα λογίζεται ως τρόπαιο από την πατριαρχία, μια προβληματική που αντικατοπτρίζεται κατά βάση στον χαρακτήρα της Λαίδης.
Ακόμα όμως και με αυτούς τους περιορισμούς ή το γεγονός πως η ταινία φλερτάρει να «κλειδώσει» προς το φινάλε με μια flat ιστορία επιβίωσης, οι αρετές μιας τόσο φροντισμένης και απαιτητικής ως προς την υλοποίηση παραγωγής είναι αδύνατο να ακυρωθούν. Αν μη τι άλλο, οι «Monos» διαθέτουν από την αρχή μέχρι το τέλος ψυχή που πάλλεται και ως προς αυτό, σημαντικό μερίδιο έχουν οι ιδιαίτερες φάτσες των νεαρών πρωταγωνιστών που γράφουν στο πανί και στο μνημονικό μας. Κάτι γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό αν αναλογιστούμε πως η πλειονότητα αυτών δεν είχαν καμία πρότερη εξοικείωση με την υποκριτική.