Αν δεν μπορείς να πεις «σ' αγαπώ», απλά ούρλιαξέ το: Ο Τάσος Θεοδωρόπουλος γράφει για τον αγαπημένο του, Αντρέι Ζουλάφσκι
Θυμόμαστε τον συνάδελφό μας Τάσο Θεοδωρόπουλο, που έφυγε το 2021 από τη ζωή, μέσα από το κείμενο που είχε γράψει στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ για έναν από τους αγαπημένους σκηνοθέτες του, με αφορμή το αφιέρωμα που είχε κάνει στον Πολωνό δημιουργό το 20ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.
Δεν είναι εύκολο να γράψεις ψύχραιμα και αντικειμενικά για έναν άνθρωπο που δεν τον είδες να κάνει σινεμά. Αλλά τον βίωσες να είναι το σινεμά το ίδιο. Παθιασμένο, ιδρωμένο, «λερωμένο» από ανθρώπινες εκκρίσεις έκπτωτων αγγέλων. Σαν ένας στρόβιλος παθών και συναισθημάτων που σε παρασύρουν ξεγελώντας σε με την επιτηδευμένη υπερβολή τους και τον περίτεχνο, ενίοτε κομιξάδικο σαρκασμό τους. Σε παρασύρουν ζαλίζοντας τις αισθήσεις σου, προκειμένου να απελευθερώσουν το πιο ανόθευτο κομμάτι του μυαλού σου. Σε παρασύρουν μέσα στη φαινομενικά χαοτική (αλλά άψογα οργανωμένη) πολυπλοκότητά τους, για να σε αναγκάσουν να επανεφεύρεις την απλότητα και την καθαρότητα.
Ξεπερνώντας τα όρια
Ο Αντρέι Ζουλάφσκι, χωρίς να έχει στερηθεί διακρίσεις και βραβεία, είναι ένας από τους πιο παραγνωρισμένους μέγιστους του σύγχρονου σινεμά. Όχι τυχαία, εφ' όσον οι ταινίες του αρνήθηκαν να ακολουθήσουν οποιαδήποτε φεστιβαλική μόδα και νόρμα που θα του εξασφάλιζε μια προκάτ αναγνώριση για θεωρητική και άψυχη ανάλυση. Δεν χωράει η άψυχη ανάλυση σε έναν κινηματογράφο παλλόμενο από τόσο παθιασμένη ψυχή. Σε έναν κινηματογράφο που ανέτρεψε τις νόρμες του δυσκοίλιου art house, έπαιξε με τα είδη αποδομώντας τη mainstream αντίληψή τους, κυνηγήθηκε, απαγορεύτηκε και λατρεύτηκε με πάθος.
Ένα θα τολμήσω να πω, αν και δεν μου αρέσουν οι συγκρίσεις: Ο άνθρωπος είναι ένας μετα-γκονταρικός ήρωας που έκανε τη Nouvelle Vague να φαίνεται παλιομοδίτικη και κουρασμένη. Χωρίς να φοβηθεί την αναμέτρηση με την επιφανειακά συμβατική αφήγηση και τη σταδιακή, απολαυστική καλλιτεχνικά, αποδόμησή της, οπτικά και συναισθηματικά. Σαν ένα παιχνίδι ψυχανάλυσης, που για να συγκροτηθείς, καθαρός πια, πρέπει πρώτα να διαλυθείςστα θεμέλια της ύπαρξής σου. Σε μια διαδικασία που εξορίζει κάθε έννοια σοβαροφάνειας αλλά όχι δραματικής σοβαρότητας. Το αντίθετο. Οι ταινίες του είναι γεμάτες ένταση και δράμα σπρωγμένο στα άκρα. Μόνο και μόνο για να αποκαλυφθεί μέσα από αυτό η ανθρώπινη υπαρξιακή ιλαροτραγωδία.
Σημασία ΄Εχει Ν' Αγαπάς
Με το σινεμά του Αντρέι Ζουλάφσκι έχεις μόνο δύο δρόμους. Ή μάλλον το σινεμά του επιλέγει τους δρόμους σου, όχι εσύ. Το θέμα δεν είναι αν θα το λατρέψεις με «θρησκευτικά» βλάσφημη ευλάβεια ή αν θα το απορρίψεις. Είναι αν εκείνο θα σε δεχτεί στο σύμπαν του ή θα σου δείξει τον δρόμο για την έξοδο επειδή δεν σε αντέχει. Γιατί πραγματικά αδιαφορεί αν εσύ το αντέχεις. Όχι από έπαρση. Αλλά από ευγένεια και συνέπεια στη σύνθεση του σύμπαντός του. Στην ιδιαίτερη τέχνη του. Και στις τόσο ιδιαίτερες σινεφίλ αναφορές του. Κάτι σαν έναν μεταλλαγμένο σε πραγματικό σκηνοθέτη, Ταραντίνο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον, όμως, στα λεφτά και τον εύκολο ποπ εντυπωσιασμό.
Δεν χωράει η άψυχη ανάλυση σε έναν κινηματογράφο παλλόμενο από τόσο παθιασμένη ψυχή.
Ο Ζουλάφσκι είναι ένας ποιητής των λέξεων και λεξιπλάστης της εικόνας. Ένας σινεφάγος λογοτέχνης που δεν φοβάται την αναμέτρησή του με το «τερπνό». Πολύ απλά γιατί δεν έχει σκοπό να το μετατρέψει σε cult μαζικής διασκέδασης. Αλλά σε μια προσωπική αυτοπυρπόληση που η φλόγα της τυλίγει όλους τους θεατές. Και πηγάζει από ένα κάρο αναφορές. Θα μπορούσε ο Τζον Γου να συνεργαστεί με τον Μπέργκμαν; Ναι, αν λεγόντουσαν και οι δύο Αντρέι Ζουλάφσκι.
Είναι «δύσκολο» το κινηματογραφικό του έργο; Πολλοί θα πουν ναι. Και δύσκολο και απροσπέλαστο. Μεγάλο ψέμα και άγνοια. Το σινεμά του Ζουλάφσκι δημιουργεί έντεχνα, έξυπνα εμπόδια απέναντι στις αντοχές σου, για να σπάσει την ορθολογική σου στάση απέναντι στη ζωή και να σου ενεργοποιήσει το συναίσθημα. Όταν αυτό επιτευχθεί, είναι απλά σκέτη απόλαυση. Τα όποια «λογικά» κενά της αφήγησής του είναι σαν ένα παζλ που με παιδική χαρά ο σκηνοθέτης σε καλεί να το παίξεις μαζί του και να το συμπληρώσεις. Αν μπεις στο παιχνίδι, η απόλαυση είναι δεδομένη. Γιατί μέσα σε μια φτιαγμένη και δομημένη ιστορία, ο Ζουλάφσκι σού δίνει το δικαίωμα να δημιουργήσεις τη δική σου παράλληλη. Και να οικειοποιηθείς το δικό του έργο σαν ένα προσωπικό σου βίωμα. Σαν τη δική σου μετάφραση ενός ποιήματος, η οποία ακυρώνει τη μεσολάβηση ενός στείρου φιλολόγου.
Εκκωφαντικά αριστουργήματα
Ήμουν πολύ μικρός όταν ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το σύμπαν του, και γι' αυτό ευγνωμονώ τη μάνα μου. «Σημασία Έχει ν' Αγαπάς». Ταινία γυρισμένη το 1975, που την είδα πολλά χρόνια αργότερα. Η ομορφότερη Ρόμι Σνάιντερ που είδα ποτέ. Πρώτο πλάνο, η Ρόμι, ξεπεσμένη ηθοποιός, στο πλατό μιας αμφιβόλου ποιότητας ταινίας. Ντυμένη με ένα κομπινεζόν, πάνω σε κάποιον μέσα στα αίματα, να προσπαθεί να του πει «σ' αγαπώ». Δεν μπορεί να του πει «σ' αγαπώ».
Η σκηνοθέτιδα ουρλιάζει με υστερία, η Ρόμι δεν μπορεί να πει τη φράση. Δεν τη νοιώθει; Δεν θέλει; Από την πόρτα, ένας παπαράτσι αρχίζει και της τραβάει φωτογραφίες. Πάντα πουλάει η εικόνα μιας σταρ σε παρακμή. Η Σνάιντερ βάζει τα κλάματα. Του λέει: «Σας παρακαλώ, μη με φωτογραφίζετε».
Ο φωτογράφος την ερωτεύεται με τρελό πάθος. Είναι η αντανάκλαση της ομορφιάς στη φτήνια της ζωής του. Σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Ζουλάφσκι υπάρχει αυτή η μεθυστική αντανάκλαση. Όταν έρθει το τέλος, η Ρόμι Σνάιντερ θα είναι ξανά πάνω από έναν άνδρα μέσα στα αίματα – στην πραγματικότητα όμως αυτή τη φορά. Τον φωτογράφο. Και θα του πει αυτή την απλή φράση που είχε ξεχάσει το νόημά της. «Σ' αγαπώ». Αλλάζοντας τη ζωή μου για πάντα.
Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη
Καμία περαιτέρω μελοδραματική εξήγηση. Απότομοι τίτλοι τέλους. Κι εγώ πιτσιρικάς, για πρώτη φορά να καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι φοβούνται να πούνε «σ' αγαπώ». Γι' αυτή τη φοβιστική, οριακή στιγμή της ζωής τους που θα νοιώσουν την ανάγκη να το πουν. Γνωρίζοντας πως θα τους αλλάξει τη ζωή. Οπως ο Ζουλάφσκι άλλαξε τη ζωή, σαν σύντροφος, μέντορας ή οτιδήποτε άλλο, σε μερικές από τις πιο υπέροχες μέσα στη μοναδικότητά τους, θεές του σινεμά. Χαρίζοντάς τους τον ρόλο της ζωής τους. Τη Ρόμι Σνάιντερ. Τη Βαλερί Καπρίσκι στη «Δημόσια Γυναίκα», το πιο ερωτικά ζωώδες θηλυκό που έχει δει ποτέ η οθόνη. Τη Σοφί Μαρσό, σύντροφο και στη ζωή του για κάποια φεγγάρια, που από εφηβικό είδωλο τη μεταμόρφωσε σε μια καταραμένη ντίβα αβάσταχτης αθωότητας («Ερωτική Τρέλα», «Mes Nuits Sont Plus Belles Que Vos Jours», «Η Πίστη»). Την Ιζαμπέλ Ατζανί, που την «εξόντωσε» με σεβαστικά καλλιτεχνικό χειρουργείο στο «Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη». Μεταμορφώνοντάς την σε μια Μαρία Κάλλας του ουρλιαχτού και του εσωτερικού τρόμου.
Κάποιοι κατηγόρησαν τον Ζουλάφσκι ως μισογύνη. Ανοησίες. Ο Ζουλάφσκι αγαπάει τόσο πολύ τις γυναίκες όπως ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι που θέλει να το διαβάζει ή να το ξαναγράψει μαζί με μία από τις αγαπημένες του. Ή τους αγαπημένους του, που είναι οι θεατές του. Φαινομενικά, ο Ζουλάφσκι ασκεί ενίοτε αφόρητη ψυχολογική πίεση στους θεατές του. Το μυστικό, όμως, είναι πως δεν το κάνει από σαδισμό, αλλά από τρελή αγάπη. Η βία του προκύπτει από την αγάπη. Και η αγάπη, ως γνωστόν, δεν είναι κάτι που μπορούν να τη δεχτούν όλοι. Κυρίως οι συγχωριανοί σου. Eν προκειμένω οι Πολωνοί, αφού εκεί γεννήθηκε το 1940 ο αξιαγάπητα περίεργος αυτός κύριος.
Σπουδάζοντας σινεμά στη Γαλλία και επιστρέφοντας στην πατρίδα του ως βοηθός σκηνοθέτη του Αντρέι Βάιντα.
Η πρώτη του ταινία, «Το Τρίτο Μέρος της Νύχτας» (1971), προκαλεί απλά σοκ, δέος και υποψίες στο κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας. Η δεύτερή του, «Ο Διάβολος» (1972), εξοργίζει τους κυβερνητικούς παράγοντες όσο και την καθολική εκκλησία, και απαγορεύεται η προβολή της. Η τρίτη ταινία που σκηνοθέτησε σε πολωνικό έδαφος, το «Στον Ασημένιο Πλανήτη», μία αλληγορική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, διακόπτεται από τις πολωνικές αρχές στο τέλος των γυρισμάτων της, το 1977, και προβάλλεται για πρώτη φορά στις αίθουσες, με συμπληρωματικό πρωτοποριακό μοντάζ και επεξηγήσεις για τις σκηνές που λείπουν, το 1988. Με τους κριτικούς του Φεστιβάλ Καννών να μιλούν για ένα κατεστραμμένο αριστούργημα.
Στη δεκαετία του '80, επιστρέφει στη Γαλλία (στο ενδιάμεσο, είχε ήδη γυρίσει εκεί το «Σημασία Έχει ν' Αγαπάς») με τον δεύτερο κύκλο της καριέρας του, γεμάτο από την τρέλα της αγάπης, την αγάπη της τρέλας και τη σύγκρουση του φαινομενικά τακτοποιημένου σύμπαντος με τον παροξυσμό του ανθρώπινου πάθους.
Απότομοι τίτλοι τέλους. Κι εγώ πιτσιρικάς, για πρώτη φορά να καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι φοβούνται να πούνε «σ' αγαπώ».
Αν ο Ζουλάφσκι δεν ήταν σκηνοθέτης αλλά συγγραφέας (που είναι επίσης), θα είχε ανατινάξει όλη την pulp μυθοπλασία ανάγοντάς την σε υψηλή λογοτεχνία. Ήρωες αρχέτυπα, κατεστραμμένοι σε αναζήτηση ενός βίαιου αγιασμού. Περιθωριακοί, πόρνες, δολοφόνοι, διαλυμένοι από τον έρωτα ξιπασμένοι εστέτ, μοιραίες γυναίκες με στραβό τακούνι αλλά τέλειο μακιγιάζ. Έρωτες, ίντριγκες, δολοφονίες, συνομωσίες και υπερφυσικά χταπόδια που βιάζουν τη μάνα τους. Όλα φαινομενικά χαμένα σε ένα εκτός ελέγχου ντελίριο, όλα όμως τόσο συνεπή και με μαθηματική ακρίβεια χορογραφημένα, σαν μια γκροτέσκα εκδοχή εμπνευσμένη από το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ. Ή μήπως από τη φράση του Όσκαρ Γουάιλντ «Είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, όμως μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τα άστρα»;
Η Δημόσια Γυναίκα
Πέντε φιλμικά σοκ από τον Αντρέι Ζουλάφσκι
Το Τρίτο Μέρος της Νύχτας / Trzecia Czesc Nocy (1971)
Κάπου εδώ ξεκινούν όλα για το κεφάλαιο Αντρέι Ζουλάφσκι. Βρισκόμαστε στο 1971 και ένας μεγάλος δημιουργός γεννιέται με την πρώτη του ταινία. Και μαζί μ' αυτήν, οι υποσχέσεις για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Πολωνία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δολοφονίες, αντιήρωες που πάσχουν από τύφο και συμμετέχουν στην αντίσταση, μυστηριώδη εμβόλια με περίεργες παρενέργειες. Παραληρηματική αφήγηση, κακώς εννοούμενος από τους κριτικούς μισογυνισμός και σκληρός ρεαλισμός αγκαλιά με την υπέρβαση του παραισθησιογόνου εφιάλτη.
Ιλιγγιώδη zoom με μια επιτηδευμένα ασταθή κάμερα, αναφορές στην Αποκάλυψη και παραπλανητικό τζαζ σάουντρακ, σε έναν μακάβριο αλλά απίστευτα γοητευτικό χορό του θανάτου.
Με τον Ζουλάφσκι να δηλώνει, χωρίς κανένα φόβο, την εξαίσια κινηματογραφική του τρέλα από τα γεννοφάσκια της καριέρας του, δημιουργώντας μερικές από τις πιο εφιαλτικές αλλά και αριστοτεχνικά σκηνοθετημένες σκηνές που έχεις δει ποτέ.
Και με τις εμμονές του, που θα εξελιχθούν σε όλες τις υπόλοιπες ταινίες του, όπως το θέμα της ταυτότητας και της αρρώστιας σαν εξιλέωση, χωρίς καμία αυτολογοκρισία. Αντιπολεμικό δράμα ή υπαρξιακή κατάβαση σε μια ζοφερή, ατέλειωτη νύχτα; Αριστούργημα σίγουρα.
Σημασία Εχει ν' Αγαπάς / L'Important c'est d'Aimer (1975)
Το 1975 ο Ζουλάφσκι γυρίζει την πρώτη του γαλλική ταινία, το «Σημασία Έχει ν' Αγαπάς». Ένας από τους ομορφότερους τίτλους στην ιστορία του σινεμά, ο καλύτερος και πιο σπαρακτικός ρόλος της υπέροχης Ρόμι Σνάιντερ (βραβείο ερμηνείας στα Σεζάρ εκείνης της χρονιάς), μία απίστευτη επίδειξη βιρτουοζιτέ στην καθοδήγηση ηθοποιών, που καταφέρνει να κάνει ακόμα και τον Φάμπιο Τέστι να δείχνει ηθοποιός πρώτης κλάσης, και ένας απολαυστικά εκτός ελέγχου Κλάους Κίνσκι σε παράκρουση.
Όπως σε παράκρουση μοιάζει να είναι και ολόκληρη η ταινία, μία «πειραγμένη» διασκευή ενός πανέμορφου βιβλίου του Κρίστοφερ Φρανκ με τον τίτλο «Αμερικάνικη Νύχτα», που αναζητά απελπισμένα την αθωότητα μέσα από την παρακμή. Ο έρωτας, η απόγνωση, η τρέλα, η ομιχλώδης σχέση ανάμεσα στην τέχνη και στην πραγματικότητα, στο περιθώριο και στην κάθαρση.
Μία ξεπεσμένη ηθοποιός, ένας τρελός σκηνοθέτης, ένας παπαράτσι φωτογράφος, ένας πληγωμένος εραστής και μια συμμορία γραφικών εγκληματιών και πορνογράφων. Μπορεί η αγάπη να εφευρεθεί ξανά μέσα από το χάος; Η τελευταία σκηνή δεν θα σας αφήσει καμία αμφιβολία γι' αυτό.
Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη / Possession (1981)
Έξι ολόκληρα χρόνια μετά το «Σημασία Έχει ν' Αγαπάς», ο Ζουλάφσκι αποφασίζει να εκφράσει τους προσωπικούς του δαίμονες και τους σκοτεινούς δαιδάλους του ανθρώπινου μυαλού, δημιουργώντας μια εντελώς αντισυμβατική, αβάν γκαρντ ταινία τρόμου και φανταστικού, με χώρο δράσης το Δυτικό Βερολίνο και άλλη μια κινηματογραφική θεά, την Ιζαμπέλ Ατζανί (στο πλευρό του Σαμ Νιλ), σε έναν ρόλο που δύσκολα μια ηθοποιός θα δεχόταν να ερμηνεύσει.
Το φόντο του τείχους του Βερολίνου, απέναντι από το διαμέρισμα των πρωταγωνιστών, είναι ενδεικτικό της σχιζοφρένειας, του διχασμού, των καταπιεσμένων επιθυμιών τους και της καθημερινότητάς τους. Όταν, έπειτα από ένα ταξίδι, ο Μαρκ επιστρέφει στη σύζυγό του, Άννα, θα βρει ένα πλάσμα παραδομένο στα πιο αρχέγονα ένστικτά της, τη σεξουαλική της καταπίεση και την πιο βίαιη αναζήτηση της αλήθειας της.
Αίμα, πόθος, μυστηριώδεις σωσίες, σουρεαλισμός και αιχμηρό πολιτικό σχόλιο. Η σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης της Ατζανί με ένα αλλόκοτο πλάσμα που θυμίζει γιγαντιαίο χταπόδι είναι μόνο μία από αυτές της ταινίας που δεν πρόκειται να φύγουν εύκολα από το μυαλό σου σε αυτό το εκτροχιασμένο αριστούργημα.
Στον Ασημένιο Πλανήτη
Η Δημόσια Γυναίκα / La Femme Publique (1984)
Η Ντομινίκ Γκαρνιέ γράφει το βιβλίο και, ως συνήθως, ο Αντρέι Ζουλάφσκι του αλλάζει τα φώτα με το δικό του μοναδικό ύφος στη «Δημόσια Γυναίκα». Όπως αλλάζει τα φώτα και στη Βαλερί Καπρίσκι, ίσως το πιο «ζωώδες» και παλλόμενο γυμνό γυναικείο κορμί που έχει κινηματογραφηθεί ποτέ. Άπειρη αλλά πρόθυμη, και άβουλη παρά την κρυφή της δυναμική, ηθοποιός, βγάζει τα λεφτά της σε στούντιο φωτογράφισης, μπροστά σε ερασιτέχνες «καλλιτέχνες» που την πληρώνουν για να χορεύει μπροστά τους, αλλά αντί να τη φωτογραφίζουν, παθαίνουν καρδιακά κοιτάζοντάς την.
Για άλλη μια φορά, τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα θα χαθούν με τον ιδιαίτερο τρόπο του Ζουλάφσκι, όταν ένας σκηνοθέτης πάρει την ηρωίδα για να πρωταγωνιστήσει σε μια καταστροφική κινηματογραφική παραγωγή, βασισμένη στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι. Ο σκηνοθέτης θα αρχίσει να ελέγχει τη ζωή της σε όλους τους τομείς, όμως στην πορεία θα εμπλακεί και ένας τρίτος, αναμεμειγμένος σε μια πολιτική δολοφονία.
Το εκκεντρικό και ποιητικό, σχεδόν μπρεχτικό φινάλε κορυφώνεται με μια αυτοκτονία, την Καπρίσκι να τρέχει ουρλιάζοντας με έναν καμεραμάν να την ακολουθεί κινηματογραφώντας την, και όλο τον «θίασο» της ταινίας, σε παρέλαση στρατιωτικού βηματισμού, να υποκλίνεται μπροστά στην κάμερα και μετά να διαλύεται σαν παρεούλα, λες και όλο αυτό ήταν ακόμα ένα ακραίο παιχνίδι αντοχών και εξαντλητικής ενδοσκόπησης.
Στον Ασημένιο Πλανήτη / Na Srebrnym Globie (1988)
Κάποιοι θεωρούν ότι αυτή είναι η πιο δύσκολη και απαιτητική ταινία του Ζουλάφσκι. Πιθανότατα επειδή, αν και διαρκεί δύο ώρες και 45 λεπτά, ποτέ της δεν ολοκληρώθηκε. Όχι τυχαία, η ημερομηνία που καταγράφεται ως αρχή των γυρισμάτων της είναι το 1975, αυτή που δηλώνεται ως διακοπή των γυρισμάτων το 1977 και χρονολογία της πρώτης της κυκλοφορίας στις αίθουσες το 1988.
Ένα φιλόδοξο φιλμ αλληγορικής επιστημονικής φαντασίας, το γύρισμα του οποίου διακόπηκε απότομα (ενώ είχε ολοκληρωθεί το 80% της ταινίας) από την πολωνική κυβέρνηση, που «ενημερώθηκε» πως η αλληγορία της υπόθεσης ήταν κριτική εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος της χώρας. Τα κομμάτια που λείπουν από την ταινία αντικαταστάθηκαν από αφήγηση του ίδιου του Ζουλάφσκι και μια τολμηρή καλλιτεχνικά απόφαση να εντάξει τις σκηνές που λείπουν σαν μέρος της κινηματογραφικής αφήγησης.
Μια ομάδα εξερευνητών φεύγουν από τη Γη για να ανακαλύψουν την έννοια της ελευθερίας και να δημιουργήσουν έναν νέο πολιτισμό. Αλλά δεν κατανοούν ότι μέσα στην ίδια τους τη φύση κουβαλούν την εξόντωση της ουτοπίας που ονειρεύονται. Οταν αρχίζουν να πεθαίνουν, οι απόγονοί τους θα γίνουν φορείς μιας πρωτόγονης κουλτούρας η οποία, όμως, θα εξελιχθεί σε μια ταξικά χωρισμένη και γραφειοκρατική κοινωνία που περιμένει έναν Μεσσία. Ο Μεσσίας θα έρθει και, όπως λέει πάντα το παραμύθι, θα σταυρωθεί. Και ο Ζουλάφσκι, για άλλη μια φορά, θα κάνει σινεμά πάνω στην αγωνία του εγκλωβισμένου για το αν θα ελευθερωθεί.