Ζανγκ Γιμού: O... ήρωας που άλλαξε το κινέζικο σινεμά - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:04
14/11

Ζανγκ Γιμού: O... ήρωας που άλλαξε το κινέζικο σινεμά

68 σήμερα ο Ζανγκ Γιμού, ο πιο μεγάλος σκηνοθέτης της ανανεωτικής 5ης γενιάς του κινεζικού σινεμά κι ένας από τους αυθεντικότερους εικονοκλάστες της απωανατολικής τελευταίας 30ετίας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Στις σελίδες αυτού του περιοδικού που δεν κρατάτε πια στα χέρια σας, συνέπεσαν πολλές κινηματογραφικές ανοίξεις. Η δεκαετία του '90, το αλλόκοτο πριγκιπάτο του Ντέιβιντ Λιντς, η εγκαθίδρυση του Τζιμ Τζάρμους, η χρωματιστή ανάταση του Πέδρο Αλμοδοβάρ, όλα τους ένας κινηματογράφος που άνθιζε, ανανέωνε, αναδιαμόρφωνε γούστα, αναθεωρούσε το κινηματογραφικό παρελθόν (χωρίς να το καθαιρεί), ένας κινηματογράφος που στις σελίδες μας, σε μεγάλο βαθμό, αποτυπώθηκε. Ο Ζανγκ Γιμού, μαζί με τον Τσεν Κάιγκε λίγο πιο μετά (επίσης της 5ης γενιάς και αυτός), υπήρξε ο κατ' εξοχήν σκηνοθέτης που μας έστρεψε το βλέμμα στην Άπω Ανατολή, στην πολλαπλώς δύστυχη Κίνα που ατένιζε την αναγέννησή της με αισιοδοξία.

Ο Γιμού, παρότι μεγαλώνοντας μέσα στην Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, που δεν υπήρξε ούτε πολιτιστική, ούτε επανάσταση, κατάφερε, μετά από χρόνια υποχρεωτικής εργασίας στα χωράφια και στις βαμβακοκαλλιέργειες που του στέρησαν το δικαίωμα στην εκπαίδευση, να φτάσει σχεδόν τα 30 του - και αφ' ότου το μαοϊκό πείραμα είχε λάβει τέλος - να σπουδάσει φωτογραφία στην Ακαδημία Κινηματογράφου του Πεκίνου και να λάβει εν συνεχεία δύο διδακτορικά από την Βοστώνη και το Γέιλ.

Φυσικά το μεράκι του ήταν η Κίνα, η πολύπαθη πατρίδα του, με την μακραίωνη ιστορία, τις αβυσσαλέες αντιθέσεις, τις σκληρές αντιφάσεις. Στην ακόλουθη πεντάδα αναγκαστικά θα λείψουν κάποιες ταινίες όπως το αριστουργηματικό ντεμπούτο των «Κόκκινων Αγρών» (1988) που εκτυλίσσεται στην διάρκεια της σύρραξης με την Ιαπωνία από το 1937 και μέχρι τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και κέρδισε την Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο, ή η θαυμάσια «Ιστορία της Κιου-Τζου» (1992) που σάρωσε τα βραβεία στο φεστιβαλικό κύκλωμα, πήρε και το Λιοντάρι στη Βενετία αλλά αγαπήθηκε τόσο κι από τον κόσμο.

Με αιχμή του την Γκονγκ Λι (αιωνία τιμή του οφείλεται που την έφερε στο σινεμά μας), ο Γιμού για χρόνια εξερεύνησε περιοχές απάτητες για την κινηματογραφία της χώρας του, μίλησε για ιστορία, πολιτική, εκπαίδευση, ύπαιθρο και πόλεις, ανθρώπους εξόριστους που ισόβια αγωνίζονται για ένα κάποιο δικαίωμα στη ζωή.

«Ζου Ντου: Σιωπηλοί Εραστές» (1990)
Στην Ελλάδα είδαμε με καθυστέρηση δύο χρόνων αυτό το τραγικό αριστούργημα, μιας ιστορίας πάνω στις γενιές, την σκληρή οικονομία της υπαίθρου στις αρχές του 20ου αιώνα, του σφοδρού ερωτικού πάθους που γεννιέται μέσα και από την σταδιακή αναθεώρηση της θέσης της γυναίκας μέσα σε μια άτεγκτα πατριαρχική κοινωνία. Η Γκονγκ Λι είναι υπνωτιστικά όμορφη και οι ερωτικές σκηνές ισορροπούν επιδέξια πάνω σε διαφορετικές έννοιες του βλέμματος, εκεί που ο παθητικός ηδονοβλέπτης μετατρέπεται σε ενεργητικό συμμετέχοντα μιας διαδικασίας χειραφέτησης του αντικειμένου του πόθου του.

«Σήκωσε Τα Κόκκινα Φανάρια» (1991)
Πρώτα όμως είχαμε δει τούτο στην χώρα μας, το εγνωσμένο κομψοτέχνημα του «τρόπου Γιμού», ένα πανχρωματικό έδεσμα σαγηνευτικής ατμόσφαιρας που τυλίγεται μαγνητικά όσο και ασφυκτικά γύρω την ιστορία μιας γυναίκας (ή Της Γυναίκας γενικότερα, αν θέλετε) στην περίοδο πριν τον Κινεζικό Εμφύλιο, που ξεκίνησε στα τέλη του 1920, η οποία γίνεται μια από τις παλλακίδες ενός άρχοντα και βλέπει τη ζωή της να χάνεται μέσα στον χρόνο και την τελική τρέλα. Η εικονογράφηση του Γιμού μπορεί να σου σταματήσει την καρδιά, η Λι είναι συνταρακτικότερη όσο περνά η ώρα και η ταινία, δίχως ίχνος υπερβολής, ανήκει στις αναντικατάστατες ολόκληρης της δεκαετίας εκείνης σε παγκόσμιο επίπεδο.

«Ούτε Ένας Λιγότερος» (1999)
Η ταινία που έσπασε τις σχέσεις του Γιμού με το Φεστιβάλ των Καννών (αφού κόπηκε από το διαγωνιστικό και ο Γιμού την απέσυρε γενικά από το Φεστιβάλ, στέλνοντας επιστολή στην οποία κατηγορούσε το φεστιβάλ για εξοστρακισμό του κινεζικού σινεμά από τις τάξεις του), δεν είναι μια τέλεια ταινία, είναι όμως μια κομβική στιγμή στο σινεμά του Γιμού, που επιστρέφει στη νεορεαλιστική ρίζα του, φιλμογραφεί την σημερινή Κίνα, παίρνει ερασιτέχνες ηθοποιούς και καταπιάνεται με μια φλέγουσα ιστορία (της οποία υπήρξε κι έμμεσο θύμα) πάνω στην εκπαίδευση στην Κίνα, τις χαοτικές διαφορές ανάμεσα στην επαρχία και την πόλη, την καταδικαστική φτώχεια της πρώτης και την γραφειοκρατική τερατουργία της δεύτερης.

«Ο Δρόμος για το Σπίτι» (1999)
Την ίδια χρονιά ο Γιμού, αδίστακτα και υπέροχα, αποφασίζει να μας σπαράξει στο κλάμα με την ιστορία μιας γιαγιάς που αμετάπειστα αποφασίζει να ακολουθήσει το φέρετρο του συζύγου της ως το σπίτι και μετά σ' ένα φλας μπακ θα μάθουμε το γιατί και δεν θα το ξεχάσουμε έκτοτε ποτέ. Είσοδος επίσης για την 20χρονη Ζαν Ζιγί, στην δεύτερή της ταινία (σταρ την έκανε αμέσως μετά ο Ανγκ Λι στο «Τίγρης και Δράκος»), όμως είναι εδώ σε μια ταινία φτιαγμένη ν' αγαπηθεί από το κοινό που η ομορφιά της ανταυγάζει. Επίσης, στα auteur-ικά μας, άλλη μια ιστορία που ο Γιμού αντιπαραβάλλει την απόσταση πόλης κι επαρχίας και την σφραγιστική της επίδραση στις ζωές των ανθρώπων που είναι αναγκασμένοι να μοιράσουν τον χρόνο τους για τον βιοπορισμό. Αργυρός Λέων στη Βενετία, Βραβείο Επιτροπής στο Βερολίνο και Βραβείο Κοινού στο Σάντανς.

«Ήρωας» (2002)
Δύο χρόνια μετά τον «Τίγρη και Δράκο», ο Γιμού θα απαντούσε με το δικό του wuxia, το δικό του φιλμ πολεμικών τεχνών της μακράς παράδοσης της χώρας. Με φωτογραφία φτιαγμένη να σε κάνει να σταματήσεις ν' ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου, ο «Ήρωας» είχε το καστ (Τζετ Λι, Ζαν Ζιγί, Τόνι Λουνγκ, Μάγκι Τσουνγκ), είχε την ιστορία, είχε την καλαίσθητη δράση, είχε και τον περιζήτητο στη Δύση απωανατολίτικο εξωτισμό, οπότε και έγινε η πρώτη ταινία που πήγε κατ' ευθείαν στο Νο1 του αμερικανικού box office, κατακτώντας την παγκόσμια ευλογία τόσο στα ταμεία όσο και στις αποθεωτικές κριτικές. Ο Γιμού έφθανε στο απόγειο της σκηνοθετικής του δόξας.

Έκτοτε, κάθε άλλο παρά εξαφανισμένος είναι. Οι ταινίες του δεν ακούγονται όμως όσο παλιά - κι αυτό είναι ίσως ένα δικό μας πρόβλημα, διότι η φετινή του, το «Ying» («Shadow») ακούγεται πως είναι εξαιρετική, να δούμε αν θα βρει χώρο στην ελληνική διανομή... - και όταν αυτό συμβαίνει, συχνά, δεν είναι για τον σωστό λόγο. Έχει υπάρξει όμως μέγιστος, προφητικός, επίκαιρος και καλλιτεχνικά ανήσυχος όσο ελάχιστοι, του οφείλουμε ακέραιο τμήμα του σινεφιλικού μας μεγαλώματος κι ευελπιστούμε στην μακρά ακόμη παρουσία του.