Όλα όσα μάθαμε από τον Γιώργο Λάνθιμο στην Συνέντευξη Τύπου του «Poor Things» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
13:34
19/12

Όλα όσα μάθαμε από τον Γιώργο Λάνθιμο στην Συνέντευξη Τύπου του «Poor Things»

Το ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr βρέθηκε στη Συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο Γιώργος Λάνθιμος στην Αθήνα με αφορμή την πρεμιέρα του «Poor Things» και καταγράφει όλα όσα εξομολογήθηκε ο διεθνής Έλληνας σκηνοθέτης για το πολυβραβευμένο, κινηματογραφικό ταξίδι της Μπέλα Μπάξτερ.

Από τον Πάνο Γκένα

Ο Γιώργος Λάνθιμος στην τρίτη συνεργασία του με την Έμα Στόουν («Η Ευνοούμενη», «Βληχή») παραδίδει ένα εκθαμβωτικό φεμινιστικό μανιφέστο και ταυτόχρονα έναν μπαρόκ φόρο τιμής στο σινεμά του φανταστικού. Διατηρώντας την ανατρεπτική του διάθεση ακολουθεί το ταξίδι της Μπέλα Μπάξτερ προς την «κοινωνική» ενηλικίωση, εμποτίζει με χιούμορ (και σεξ) την παράδοση του γοτθικού μυθιστορήματος και προσφέρει στην Έμα Στόουν έναν ρόλο που επισφραγίζει καριέρες.

Βραβευμένη με Χρυσό Λέοντα στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας και ένας από τους τίτλους που απασχολεί ήδη έντονα τα βραβεία και τις λίστες με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, το «Poor Things» προετοιμάζει την  πρωτοχρονιάτικη έξοδό του στις ελληνικές αίθουσες. Λίγες ώρες πριν την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας, ο Γιώργος Λάνθιμος παραχώρησε Συνέντευξη Τύπου στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία και ως άλλος «Δρ. Φράνκενσταϊν» μίλησε για το κινηματογραφικό του δημιούργημα, τις δραματουργικές «ραφές» ενός φανταστικού κόσμου και το «ζωογόνο» δικαίωμα στο final cut.

Η ταινία «Poor Things» κυκλοφορεί 1η Ιανουαρίου 2024 από την Feelgood Entertainment, με special previews στις 26-27 Δεκεμβρίου 2023.

credit φωτο @papadakispress 

Η σχέση του δημιουργού με το δημιούργημά του και η ευθύνη που έχει απέναντί του

Προσπαθώ να φτιάχνω ταινίες ανοιχτές σε αναλύσεις, ώστε άνθρωποι με ξεχωριστές κοινωνικές, προσωπικές εμπειρίες να τις βλέπουν διαφορετικά. Να μην είναι δηλαδή μία μονοδιάστατη εμπειρία για όλους, αλλα να έχουν διαφορετικές ερμηνείες και αίσθηση. Ούτως ή άλλως, δεν μπαίνω συχνά στη διαδικασία ανάλυσης μιας ταινίας. Προσπαθώ - και μερικές φορές παρεξηγείται - να μην δίνω ερμηνείες, γιατί περιορίζω το πως κάποιος άλλος θα δει την ταινία. Αυτό που θα πω εγώ είναι μία όψη, άλλοι μπορούν να δουν περισσότερα πράγματα. Υπάρχουν φυσικά στοιχεία ή θέματα που είναι προφανή, αλλά τα υπόλοιπα αποτελούν προβολές των θεατών. Αυτές οι προβολές έχουν τρομερό ενδιαφέρον και πιστεύω πως λένε πράγματα περισσότερο για τους ανθρώπους που βλέπουν την ταινία, παρά για το τι λέει η ίδια η ταινία.

Μία ανεξάρτητη παραγωγή στην Searchlight και από ‘κει στη Ντίσνεϊ. Υπήρξαν παρεμβάσεις του στούντιο;

Για μένα και για όλη τη δημιουργική ομάδα δεν άλλαξε ποτέ κάτι. Με την Searchlight είχαμε κάνει ήδη την «Ευνοούμενη» πριν και συνεργαζόμαστε επίσης στην επόμενη ταινία, ο σωστός τίτλος της οποίας είναι «Kinds of Kindness». Υπήρχε, λοιπόν, μία καθιερωμένη συνεργασία και δεν άλλαξε ποτέ τίποτα. Στην ουσία υποστήριξε την χρηματοδότηση της ταινίας και από ‘κει και πέρα - όπως και όλες τις προηγούμενες φορές - είχα final cut. Ασφαλώς και υπάρχουν συζητήσεις με τους συνεργάτες, αλλά το δημιουργικό κομμάτι είναι ελεύθερο να το διαχειριστώ όπως νομίζω. Και έτσι συνεχίζουμε.

Η κατασκευή των ξεχωριστών κόσμων στο «Poor Things», οι αναφορές και οι απεικονίσεις

Υπάρχει μια σημαντική διαφορά της ταινίας από το μυθιστόρημα. Η ιστορία της Μπέλα Μπάξτερ στο βιβλίο δεν περιγράφεται με τα δικά της λόγια, την βλέπουμε μέσα από την οπτική άλλων χαρακτήρων. Αυτό που ήθελα να κάνω στην ταινία ήταν να βάλω την Μπέλα στο κέντρο και να την σκηνοθετήσω ως μία δική της εμπειρία και ιστορία. Ενώ, λοιπόν, το βιβλίο εμπεριέχει μία ρεαλιστική απεικόνιση της Βικτωριανής εποχής, επέλεξα να φτιαχτεί ένας κόσμος που υποστηρίζει την παραπάνω επιλογή, που αντικατοπτρίζει δηλαδή το πως η Μπέλα έρχεται σε επαφή με αυτόν τον καινούργιο κόσμο στο ταξίδι της. Σκέφτηκα πως θα ήταν ενδιαφέρον να φτιαχτουν όλες οι πόλεις, το σπίτι της και το πλοίο σε στούντιο χρησιμοποιώντας παλιές, παραδοσιακές κινηματογραφικές τεχνικές. Ό,τι βλέπετε έχει κατασκευαστεί χωρίς ψηφιακά εφέ, στο βαθμό που αυτό ήταν επιτρεπτό. Χρησιμοποιήσαμε την τεχνολογία για να συμπληρώσουμε τις επεκτάσεις του κόσμου της, να προσθέσουμε δηλαδή στα σκηνικά που είχαν κατασκευαστεί πράγματα που είχαμε φτιάξει, κινηματογραφήσει και ζωγραφίσει. 

Βρεφικές αποχρώσεις, στενοί κορσέδες και ένα παλτό-προφυλακτικό. Πώς η ενδυματολόγος Χόλι Γουάντινγκτον ενίσχυσε την δραματουργία της ταινίας

Σκεφτόμουν από το πρωί πως σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα έγινε το πρώτο fitting που κάναμε με την Χόλι και την Έμα. Ήταν η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε όλοι μαζί και δοκιμάσαμε κάποια ρούχα. Ο σχεδιασμός των κοστουμιών ήταν μία μεγάλη διαδικασία, όπως κι εκείνη των σκηνικών.Ξεκίνησε αρκετά πριν τα γυρίσματα της ταινίας με σκοπό να υπάρχει μία συνέχεια και συνέπεια με τον κόσμο που δημιουργήσαμε. 

Αρχικά είχα την ιδέα τα ρούχα να είναι πιο γλυπτικά επειδή ο κόσμος της ταινίας έχει την αίσθηση μιας κατασκευής. Το δοκιμάσαμε, αλλά ήταν πρακτικά αδύνατο για τους ηθοποιους να είναι ελεύθεροι και να το υποστηρίξουν. Μετά επικεντρωθήκαμε στις υφές και στα σχήματα, που είχαν ως βάση τους την ιστορική περίοδο όπου τοποθετείται η ταινία, διατηρώντας όμως πολλά αυθαίρετα στοιχεία σε σχέση με την εποχή.  Έτσι σιγά-σιγά συνδέσαμε θέματα και στοιχεία της ταινίας. 

Από ‘κει και πέρα πήρε τον έλεγχο η Χόλι, η οποία υπήρξε πολύ δημιουργική και δοκίμασε πολλές ιδέες. Για παράδειγμα το λάτεξ στις σκηνές της Γαλλίας είναι πολύ ωραίο, έχει σχέση με το γεγονός πως η Μπέλα ξεκινά να δουλεύει στον οίκο ανοχής, μοιάζει όντως με προφυλακτικό, έχει ένα χιούμορ και συνδέεται με το θέμα της ταινίας. Άλλο παράδειγμα είναι η «vagina blouse» που φορά η Μπέλα στην αρχή στο σπίτι, ενδυματολογικά στοιχεία δηλαδή που αντικατοπτρίζουν το τι περνάει εκείνη τη στιγμή ο χαρακτήρας. Τα κοστούμια συνδέονται με την ερμηνεία και η Έμα έπαιξε σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις αυτής της εξέλιξης.

Όταν η Μπέλα ετοιμάζεται για το ταξίδι της, βάζει πράγματα σε μία βαλίτσα και πλέον δεν την ντύνει κάποιος άλλος, όπως η γκουβερνάντα Κα Πριμ. Ξαφνικά επιλέγει ένα σακάκι και το εσώρουχό της για την βόλτα της, το οποίο είναι ένα όμορφο, κίτρινο εσώρουχο που μοιάζει όντως με σορτσάκι, αλλά δεν σκέφτεται να βάλει κάτι άλλο από κάτω. Και αυτό εξελίσσεται όσο αρχίζει να γνωρίζει πράγματα και να έχει διαφορετικές εμπειρίες. Σταδιακά γίνεται πιο συγκροτημένη με έναν τρόπο, αλλά και πάλι στις διαλέξεις Ιατρικής στο Παρίσι φαίνεται σαν να είναι ντυμένη κανονικά, αλλά και πάλι φορά ένα παλτό χωρίς φούστα. Αυτές οι επιλογές την συνοδεύουν μέχρι το τέλος, όπου επιστρέφει στο Λονδίνο πιο συμβατικά ντυμένη, αλλά και πάλι με ρούχα που δεν συνάδουν με την εποχή. Ο σχεδιασμός των κοστουμιών υπήρξε μία θεωρητική προσέγγιση σε σχέση με τους χαρακτήρες και την εποχή τους, αλλά και μία δοκιμή για να δεις πως λειτουργούν ως εικόνα, μερικές φορές αντιθετικά, άλλες φορές ενδυναμώνοντας την ιστορία.

Το «Poor Things» και η παρθενική χρήση πρωτότυπης μουσικής

Το score είναι το άλλο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, γιατί όντως χρησιμοποιώ για πρώτη φορά πρωτότυπη μουσική. Το προσπαθούσα ανέκαθεν, αλλά έψαχνα πάρα πολύ τη μουσική κατά την διάρκεια του μοντάζ. Εκεί προέκυπτε μία πολύ συγκεκριμένη ισορροπία του τόνου και έπειτα ήταν σχεδόν αδύνατο να έρθει ένας συνθέτης και να γράψει μουσική που να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο.

Όταν άκουσα το πρώτο άλμπουμ του Τζέρσκιν Φέντριξ - ένα κατά βάση ποπ άλμπουμ, αλλά επί της ουσίας καθόλου συμβατικό - ένιωσα ενστικτωδώς πως ο τρόπος που δημιουργεί μουσική θα μπορούσε να λειτουργήσει με το πως κάνω ταινίες. Αφού τον γνώρισα αποφασίσαμε να ξεκινήσει τη σύνθεση του score πριν τα γυρίσματα της ταινίας, ώστε να έχω ήδη έτοιμη μουσική κατά την διάρκεια του μοντάζ, όπως δηλαδή έκανα και παλιότερα. Συζητήσαμε πολύ λίγο για το τι θα μπορούσε να είναι αυτή η μουσική. Εκείνος μου έστελνε κομμάτια κι εγώ αντιδρούσα εντελώς θεωρητικά απέναντι σ’ αυτά, γιατί δεν είχαμε ταινία ακόμα. Είχε διαβάσει, βέβαια, το σενάριο και του είχα δείξει την εικαστική έρευνα που είχαμε κάνει, οπότε βασίστηκε σ’ αυτά. Στην πορεία άκουγα τα κομμάτια που έστελνε, του έλεγα αν βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση ή αν χρειάζομαι κάτι συγκεκριμένο, κάτι πιο ρομαντικό ή πιο γρήγορο σε tempo, και έτσι φτάσαμε πριν το γύρισμα να έχω μία βιβλιοθήκη από πρωτότυπη μουσική, εξαιρετική ήδη γιατί ο Τζέρσκιν παίζει βιολί & πιάνο, έχει σπουδάσει κλασική μουσική και τα demos του ήταν σε υψηλό επίπεδο. Ουσιαστικά το 95% της μουσικής που υπάρχει στην ταινία είναι το score που έγραψε τότε. Αυτός ήταν τελικά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησα, επιτέλους, πρωτότυπη μουσική σε ταινία και τον ίδιο τρόπο ακολουθούμε και στην επόμενη.

Το ένστικτο των ηθοποιών και η βόλτα της Μπέλα στην Αθήνα

Θα ακουστεί παράξενο, αλλά δεν λέω τίποτα στους ηθοποιούς μου. Δεν αναλύουμε τους χαρακτήρες, ούτε το είδος των ερμηνειών. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω έιναι πρακτικός και σωματικός. Αρχικά υπάρχει το σενάριο, που έχει έντονο χαρακτήρα και συγκεκριμένη κατεύθυνση. Θεωρώ πως οι ηθοποιοί το αντιλαμβάνονται και έπειτα μπαίνουμε σε μία διαδικασία να δουλέψουμε σωματικά και ενστικτωδώς μέσω θεατρικών ασκήσεων. Εκεί επιτυγχάνονται δυο πράγματα, αν δεν γνωρίζονται καθόλου αισθάνονται στην πορεία πιο άνετα μεταξύ τους και το κείμενο γίνεται δεύτερη φύση τους χωρίς να συγκεκριμενοποιούμε την ερμηνεία. 

Τα λόγια «μπαίνουν» μέσα τους με διαφορετικές δράσεις σε ένα πλαίσιο που δεν είναι ορθολογικό. Δημιουργείται μια μνήμη από κοινού σε σχέση με το κείμενο και τα σώματα τους. Φυσικά κι έχει να κάνει πολύ το γεγονός πως μιλάμε για εξαιρετικούς ηθοποιούς, που αντιλαμβάνονται τις υφές κάθε σκηνής και την εξέλιξη του χαρακτήρα. Έχω αποφασίσει πολύ συνειδητά να μην ξέρω τι σκέφτονται για τον χαρακτήρα ή την σκηνή οι ίδιοι, αλλά να έχω μία απόσταση για να μπορώ να κρίνω καλύτερα αν αυτό θα λειτουργήσει ή όχι στο γύρισμα. Αν καθόμασταν να το συζητήσουμε και να καταλήξουμε στην πρόβα, θα ήταν πολύ δύσκολο μετά να διακρίνω ότι αυτό που συμφωνήσαμε δεν λειτουργεί πραγματικά. Όταν δεν ξέρω λεπτομέρειες με βοηθά για να τους βοηθήσω. 

Όσον αφορά την Αθήνα, δεν ήταν ποτέ τεράστιο κομμάτι της ταινίας. Εμφανιζόταν σε μία καρτ-ποστάλ που έστελνε η Μπέλα και έγραφε «Ο Παρθενώνας είναι ακόμα σπασμένος» με συνοδεία μιας ζωγραφιάς της. Ήταν ένα μικρό κομμάτι της ταινίας, που κόπηκε.

Θα μπορούσε το «Poor Things» να γυριστεί στην Ελλάδα;

Η ταινία δεν θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα, για δύο λόγους. Η χρηματοδότηση είναι ένα κομμάτι και τα πρακτικά θέματα το άλλο. Όταν ψάχναμε μέρος οι επιλογές ήταν ανοιχτές. Ακόμα και το να γυριστεί εδώ. Η ιδέα αποκλείστηκε άμεσα γιατί δεν υπάρχουν κατάλληλα στούντιο στην Ελλάδα, ούτε η τεχνική γνώση κατασκευής τέτοιων σκηνικών. Καταλήξαμε στη Βουδαπέστη, γιατί χρειαστήκαμε πολύ μεγάλα στούντιο και η Ουγγαρία έχει μερικά από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. 

Η Μπέλα και η επικαιρότητα

Όταν διάβασα το βιβλίο το 2011, η ιστορία της Μπέλα δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα για τον κόσμο του σινεμά, φαινόταν παράξενη. Ίσως να μην ήταν τόσο ενδιαφέρουσα και για τον κόσμο γενικά, αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Άλλαξαν, όμως, οι εποχές. Όταν διάβασα το μυθιστόρημα του Άλασντερ Γκρέι είχα μόλις τελειώσει τις Άλπεις και δεν είχα κάνει ακόμα ταινία στα αγγλικά. Η πρόθεση υπήρχε, όταν το πρότεινα όμως η αντίδραση ήταν αρνητική. Αυτό ισχύει βέβαια για αρκετά πράγματα που έχω κάνει, ο «Αστακός» για παράδειγμα πήρε πολλά χρόνια για να χρηματοδοτηθεί. 

Η Έξοδος από την Ελλάδα

Το ότι έφυγα από την Ελλάδα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έγιναν τα πρώτα βήματα ώστε να κάνω αυτές τις ταινίες. Με δυσκολία πάντα. Τα πρώτα χρόνια ήμασταν λίγο αφελείς. Παρότι σου έλεγαν πως ο «Κυνόδοντας» είναι καταπληκτικός, πήγαινες με μία ιδέα όπως ο «Αστακός» και σου αντιπρότειναν κάτι πιο mainstream, τύπου «επειδή είσαι Ευρωπαίος θα βγει πιο ενδιαφέρον» κ.λ.π. Ήταν δύσκολο, αλλά τα καταφέραμε με κάποιον τρόπο. Τώρα δεν είναι πλέον σημαντικό το που είναι η βάση σου, ούτως ή άλλως πας για γύρισμα κάπου όπου έχει νόημα για το συγκεκριμένο πρότζεκτ. Αυτή τη στιγμή δεν παίζει ρόλο το που βρίσκομαι.

Ή final cut ή άλλο επάγγελμα

Το άγχος πάντα υπάρχει, όπως και η μεγαλύτερη αίσθηση ευθύνης επειδή οι ταινίες γίνονται όλο και πιο ακριβές. Πάντα όμως έκανα τις ταινίες που ήθελα να κάνω, ακόμα κι όταν δεν γίνονταν με τα μέσα που θέλαμε. Τα μπάτζετ μεγαλώνουν, κοστολογείς την ταινία, αλλά τα χρήματα δεν είναι ποτέ αρκετά. Υπάρχει ένας συνεχής αγώνας. Το final cut και η δημιουργική ελευθερία είναι κάτι απαραίτητο και κλειδί σε όλα αυτά. Δεν θα έκανα μία ταινία αν είχα χρηματοδότηση που δεν μου εξασφάλιζε το final cut. Προτιμώ να περιμένω, να κάνω κάτι άλλο ή κάποιο άλλο επάγγελμα.