70 ετών σήμερα ο Γουίλιαμ Χαρτ, φαντάζει τόσο μακρινή η εποχή που το ταλέντο και η όψη του αποτελούσαν έναν από τους στύλους του χολιγουντιανού stardom κι όμως, για μια ολόκληρη δεκαετία ήταν ο πρωταγωνιστής του «σκεπτόμενου» Χόλιγουντ, ο μειλίχιος, γοητευτικός, διφορούμενος και πάντοτε απόμακρος ηθοποιός με την καριέρα της πρώτης γραμμής. Θυμόμαστε ερμηνείες του.
«Ανεξέλεγκτες Καταστάσεις» («Altered States», 1980) του Κεν Ράσελ
Μια ταινία ανάμεσα στην επιστημονική φαντασία και το αισθηματικό δράμα, ένα αγριεμένο τριπάρισμα πάνω στην προέλευση των ειδών, το συλλογικό ασυνείδητο και τον έρωτα – ένα έργο που ο Κρόνενμπεργκ θα σκότωνε να είχε γυρίσει αυτός, υποθέτουμε. Δεν γυρίζονται εύκολα τέτοια έργα πια, έχουν το θράσος και την ορμή να σε παρασύρουν, παρά τις όποιες ρασιοναλιστικές αδυναμίες τους και, ναι, αυτό ήταν το ντεμπούτο του Γουίλιαμ Χαρτ, στα 30 κι όχι τα 17 του όπως γίνεται στους μοντέρνους καιρούς μας, η ανακοίνωση του ερχομού του στον θαυμαστό κινηματογραφικό κόσμο της δεκαετίας του ’80.
«Έξαψη» («Body Heat», 1981) του Λόρενς Κάσνταν
Το ερωτικό νουάρ που στιγμάτισε την εποχή και τους θεατές του, ο Χαρτ στον ρόλο ενός μονίμως ερεθισμένου χασοδίκη που βρίσκει το πεπρωμένο του στην διάνοια μιας femme fatale, η Καθλίν Τέρνερ να κεντρίζει τις φαντασιώσεις και τους τρόμους τους για μια γενιά θεατών, ανώτερο score από τον Τζον Μπάρι και η μια από τις δύο «γενεαλογικές» ταινίες του ηθοποιού, ήταν γεγονός. Ο Χαρτ, εκτός των άλλων, γίνεται ο σεξ σταρ μιας εποχής που αναζητούσε τα δικά της είδωλα.
«Η Μεγάλη Ανατριχίλα» («The Big Chill», 1983) του Λόρενς Κάσνταν
Τα γράφαμε χθες και για την Γκλεν Κλόουζ στην ίδια ταινία, ηγείται του καστ εδώ ο Χαρτ μαζί με Μπέρεντζερ, Κλάιν, Γκόλντμπλουμ και τις κυρίες (Κλόουζ, Γουίλιαμς, Τίλι, Κέι Πλέις), όσα έχετε ακούσει είναι αληθινά, τέτοιο ensemble καστ στην υπηρεσία μιας ιστορίας για τα καλύτερά μας χρόνια, έχει επιχειρηθεί κάποιες φορές έκτοτε, αδύνατον να αναπαραχθεί όμως. Κι ο Χαρτ με την 911 Πόρσε του, ούτε τρία χρόνια στο κουρμπέτι, άφηνε την sex symbol εικόνα να διαπλάθεται ανενόχλητη. Μέχρι την επόμενη ταινία δηλαδή…
«Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» («Kiss of the Spider Woman», 1985) του Έκτορ Μπαμπένκο
Ο Χαρτ έχει το κύρος και την άνεση να ηγηθεί στην τρίτη του ταινία ενός ωραιότατου θρίλερ κατασκόπων, με Λι Μάρβιν συμπρωταγωνιστή όχι αστεία, το «Έγκλημα στο Γκόρκι Πάρκ», και η εκλεκτικότητά του διαφαίνεται αμέσως μετά, σε τούτο εδώ το αξέχαστο που έρχεται δυο χρόνια μετά. Υποδυόμενος μια τραβεστί που μοιράζεται το ίδιο κελί μ’ έναν πολιτικό κρατούμενο (ο επίσης αξέχαστος, πρόωρα μακαρίτης Ραούλ Τζούλια) στην Βραζιλία, ο Χαρτ γυρίζει τούμπα τις προσδοκίες, αλλάζει δραματικά το αρρενωπό physique αντικαθιστώντας το με τον σπαραγμό και το θλιμμένο γκροτέσκ μιας πριμαντόνα, αναγκάζει το κινηματογραφικό σύμπαν να δώσει σημασία και σαρώνει τα βραβεία εκείνης της χρονιάς φτάνοντας μέχρι το πρώτο βραβείο στις Κάννες, τα BAFTA και φυσικά το Όσκαρ.
«Τα Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού» («Children of a Lesser God», 1986) της Ράντα Χέινς
Πολλαπλά απίστευτα ξυπνούν στη μνήμη εδώ. Ας πούμε το τι είδους ταινία επικυρώνει το πλέον πρωτοσέλιδο status ενός ακριβού χολιγουντιανού σταρ. Πώς η διαφορετικότητά του επιβάλλεται ακόμα και στο ότι στην κορύφωσή του έχει (τότε!) γυναίκα σκηνοθέτη. Καθώς και μια σαφής ανάμνηση του τι συνέβαινε εκείνη την εποχή με το έργο αυτό. Η απήχηση του σινεμά δεν έχει ανάλογο, οι κωφοί αποκτούσαν προνοιακή υπόσταση στρέφοντας την κοινωνική ευαισθησία εκεί που είχε καθυστερήσει να ευαισθητοποιηθεί, η συνταγή του Χόλιγουντ έβρισκε αρμόζουσα πραγμάτωση, ο έρωτάς του με την πραγματικά κωφή Μάρλι Μάτλιν δέσποζε παντού και η δεύτερη συνεχόμενη υποψηφιότητά του για Όσκαρ ήταν πραγματικότητα. Η σχέση του ζευγαριού θα άνοιγε μια σκοτεινή περίοδο που με σχετική ευγένεια έφτασε και στα μίντια, αρκώντας για να επιβεβαιώσει πως με τον Χαρτ δεν θα είχες τα παραδοσιακά tabloids να μαίνονται, οι πληροφορίες θα ήταν λιγοστές και η ιδιοσυγκρασία του απαγορευτική στην ασέβεια.
«Το Κύκλωμα» («Broadcast News», 1987) του Τζέιμς Λ. Μπρουκς
Ο Μπρουκς των «Σχέσεων Στοργής» και του «Καλύτερα δεν Γίνεται», απλώνει την σεναριακή του χρυσόσκονη πάνω από τούτο εδώ, μια ρομαντική κομεντί για μεγαλύτερα παιδιά και έτη φωτός απέχουσα από την σημερινή αντίληψη ενός είδους σε κωματώδη κατάσταση. Ο Χαρτ εξαργυρώνει για μια φορά την θέση του (θα είναι η τελευταία φορά), η φήμη του βρίσκεται στο απόγειο και παίρνει την τρίτη συνεχόμενη υποψηφιότητά του. Μαζί με τα μαλλιά που υποχωρούν, υποχωρεί και ο απόηχός του στην πρώτη λίστα, ενώ ο ίδιος, μάλλον πολύ ευτυχέστερος απ’ ότι οι περισσότεροι θα νόμιζαν, θα αναλάβει σταδιακά τον ρόλο που ίσως πάντα ήθελε: του καρατερίστα που έχει το κύρος και την κλάση να κάνει κάθε υποστηρικτικό ρόλο καλύτερο, μακριά από τις επιταγές και την ενδεχόμενη αντικαλλιτεχνία επιλογών σταρ πρώτης γραμμής. Η στόφα του Χαρτ ήταν πάντα τόσο ιδιωτική και τόσο πέρα από τα φώτα της ράμπας.
«Αταίριαστοι Εραστές» («The Accidental Tourist», 1988)
Αυτή η επιλογή, αυτό το έξοχο ιδιοσυγκρασιακό φιλμ, έλεγε τα πάντα. Αν λογαριάσεις πως η δεκαετία αυτή ξεκινούσε με τον Χαρτ και την Τέρνερ σε παράνομες στάσεις (…) και μόλις επτά χρόνια μετά τους έβρισκε τελειωμένο ζευγάρι στο τραπέζι μιας κουζίνας, ανοίγοντας ένα (ιδιοσυγκρασιακό είπαμε!) φλερτ με την Τζίνα Ντέιβις (μάλλον το μόνο χάντικαπ του έργου, αλλά είναι καλή – πήρε και Όσκαρ), ήξερες πως ο Χαρτ ήδη ταξίδευε για την δική του εκδοχή καριέρας. Είχε πετάξει με τα φτερά της διασημότητας και τώρα ήθελε απλώς να τα πετάξει.
«Ως το Τέλος του Κόσμου» («Until the End of the World», 1991)
Αριθμημένοι οι λάτρεις ενός έργου που η κριτική κατακρεούργησε, ο υπογράφων ανήκει εμπαθώς στους λάτρεις, τούτο εδώ ήταν το είδος του έργου που ο Χαρτ θα καταδεχόταν να πρωταγωνιστήσει. «Παρακμιακός» Βέντερς σε αλλαγή στιβάδας, μακρύτερα απ’ τον πυρήνα που τον ανέδειξε, κι ένας Χαρτ σαν ήρωας φουτουριστικού νουάρ και road movie μαζί ν’ αγναντεύει παρελθόν και μέλλον σε μια ξανά, όπως δέκα χρόνια πριν στον Κεν Ράσελ, εντελώς τριπαρισμένη ιστορία.
Την προηγούμενη χρονιά ο Χαρτ θα ήταν πασίχαρος στα παρασκήνια ενός Γούντι Άλεν («Άλις»), την ίδια θα ξανασυναντούσε την σκηνοθέτιδα των «Παιδιών ενός Κατώτερου Θεού» στο παροιμιωδώς άνευρο «The Doctor» κι από δω και στο εξής θα άνοιγε η νέα σελίδα των δεύτερων ρόλων, σε ταινίες ως επί το δραματικό πλείστον κατώτερές του αλλά πάντοτε νικήτριες από την παρουσία του. Από αυτές διαλέγει κανείς, δηλαδή αυτός ο συντάκτης διαλέγει, άλλοι θα σου πουν πως μερικές δεν βλέπονται, το «Mr. Wonderful» (γνωστό και ως η ταινία του Μινγκέλα πριν τον «Άγγλο Ασθενή»), οπωσδήποτε το «Smoke» (1995) του Γουέιν Γουάνγκ στο οποίο ο Χαρτ κλέβει όλο το έργο με την καλύτερα σκηνή της (ωραίας) ταινίας, το «Sunshine» (1999) του Ίστβαν Ζάμπο, το «Α.Ι.» του Σπίλμπεργκ το 2001, το «Χωριό» (2004) του Σιάμαλαν που του δίνει μια δεσποτική παρουσία και φυσικά την «Ιστορία της Βίας» του Κρόνενμπεργκ της επόμενης χρονιάς, που με το που εμφανίζεται παίρνει το έργο και το πάει στο ρετιρέ – και αναγνωρίστηκε αυτό και στην τελευταία του, ως σήμερα, υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Να είναι πάντα καλά, η αδυναμία που του έχουμε κάποιοι είναι και αδυναμία στα κινηματογραφικά χρόνια που λαμπρά συμβολίζει, σήμερα ανήκει στην πλειάδα ηθοποιών της προηγούμενης εποχής που δίνουν λίγο λούστρο στα κόλπα της Marvel. Όμως για μας ο Νεντ Ρασίν, ο Νικ, ο Αρκάντι και φυσικά ο Λούις Μολίνα του «Φιλιού» θα είναι πάντα αυτός, η απόμακρη γοητεία, το αμφίσημο χαμόγελο και το ωραίο παράστημα θα σημαδεύουν τα καλύτερά μας κινηματογραφικά χρόνια.