82α γενέθλια για έναν ζωντανό θρύλο που σημαδεύει το δεύτερο μισό του 20ού κινηματογραφικού αιώνα με μια αδιανόητα τιμημένη καριέρα και μια σειρά δημιουργιών που κόντραραν – και κέρδισαν – στα ίσια την ιδεολογική μηχανή της βιομηχανίας.
Ο Γουόρεν Μπίτι, σε 62 ολόκληρα χρόνια, δεν έχει κάνει περισσότερες από 23 ταινίες για τον κινηματογράφο. Πριν από το «Rules Don't Apply» (2016), που δεν έκανε κανείς τον κόπο να μεταφράσει μιας και δεν βγήκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες (βγήκαν βέβαια 40-50 σκουπίδια που δεν είδε κανείς), είχε 15 χρόνια να εμφανιστεί και 18 να σκηνοθετήσει. Στην ουσία η καριέρα του Μπίτι διαρκεί από το 1961 που πρωτοεμφανίζεται στο «Πυρετός στο Αίμα» του Καζάν μέχρι το 1998 και το δικό του «Bullworth». Και στα 37 αυτά χρόνια, ενώ έχει φτιάξει ακραιφνές αριστερό σινεμά, έχει μαζέψει 14 προσωπικές υποψηφιότητες (πάνω από 50 οι ταινίες του) για Όσκαρ, κερδίζοντας μία για την σκηνοθεσία στους «Κόκκινους» του 1981.
Ανακάλυψη του Ελία Καζάν, μαθητής της Στέλα Άντλερ και με μερικές συμμετοχές στην τηλεόραση στα τέλη του '50, ο Μπίτι πρωταγωνιστήσε στον προαναφερθέντα «Πυρετό στο Αίμα», δίπλα στη Νάταλι Γουντ και αμέσως το σινεμά ήξερε πως ο διάδοχος των Μπράντο, Ντιν, Νιούμαν είχε βρεθεί. Οπλισμένος με εξωφρενική γοητεία, άνεση φτασμένου ζεν πρεμιέ και ευανάγνωστο υποκριτικό ταλέντο ο Μπίτι έδειξε από νωρίς πως είχε έρθει στον κόσμο του σινεμά «με απόψεις». Αποτέλεσμα αυτού και μετά από μια σειρά πρωταγωνιστικών ρόλων σε έργα ιστορικού σινεφιλικού ενδιαφέροντος (από τα οποία να προτείνουμε την «Ρομαντική Άνοιξη της Κας Στόουν», επίσης του 1961, σε κείμενο Τενεσί Γουίλιαμς δίπλα στην Βίβιαν Λι), έρχεται το νευραλγικό 1967. Σε διπλό ρόλο παραγωγού και πρωταγωνιστή ο Μπίτι, ούτε 30 καλά-καλά, φέρνει στη ζωή το «Μπόνι και Κλάιντ» την ταινία που δικαιολογείσαι να θεωρήσεις ως εφαλτήριο της νέας χολιγουντιανής εποχής και πρόδρομο της έκρηξης του '70. Ο Μπίτι δεν ήταν απλώς εκεί, ήταν ο λόγος της άνοιξης του αμερικανικού σινεμά.
Ακολουθεί ένα έλασσον αλλά που σου κλείνει και λίγο το μάτι, το «Only Game in Town», δίπλα στην Λιζ Τέιλορ για να έρθει ο Άλτμαν στη ζωή του Μπίτι και το μνημειώδες αναθεωρητικό γουέστερν «McCabe & Mrs Miller», με τον ιλαρό ελληνικό τίτλο «Η...Έντιμος Κυρία και ο Χαρτοπαίκτης» και όχι δεν ήταν Κοντού-Κωνσταντάρας, αλλά μια παρακαταθήκη που ξαναδιάβαζε την αμερικανική ιστορία και έβαζε σε τροχιά, μαζί με άλλες δημιουργίες φυσικά, τον οργασμό της δεκαετίας εκείνης.
Το '74 κάνει με τον Πάκουλα την «Υπόθεση Πάραλλαξ», έναν ορισμό της φιλελεύθερης χολιγουντιανής λογικής, δίχως την ηλιοφάνεια του ρεντφορντικού προτύπου των «Τριών Ημερών του Κόνδορα» που θα ακολουθούσε. Η έξω αριστερή θέση του Μπίτι, αρχίζει να διαφαίνεται. Το '75 έχει μια απαστράπτουσα αποτυχία, τους «Προικοθήρες» μαζί με Νίκολσον, αλλά κυρίως έχει το εκλαμπρότατο και φουλ διασκεδαστικό «Shampoo», με τον Μπίτι στον ρόλο του κομμωτή του Μπέβερλι Χιλς (ευτυχώς δεν μπήκε αυτός ελληνικός τίτλος) που αποδεικνύεται γυναικάς χωρίς προηγούμενο αλλά και χωρίς μέλλον αφού τον πιάνουν τα υπαρξιακά του. Ο Μπίτι είναι παραγωγός και συνσεναριογράφος, ο Χαλ Άσμπι το δένει άψογα, η Τζούλι Κρίστι (έχουν και δεσμό – λέμε τώρα δεσμό αφού ο Μπίτι υπήρξε περιλάλητος γυναικάς) και η Γκόλντι Χόν είναι άψογες παρτενέρ και η ταινία γίνεται μια από τις εμπορικότερες της χρονιάς σ' όλον τον κόσμο.
Ελάχιστα απασχολεί τον Μπίτι το mega-stardom κι οι εμφανίσεις αρχίζουν να αραιώνουν. Επανέρχεται τρία χρόνια μετά σε τετραπλό ρόλο (σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναρίστα και πρωταγωνιστή) με το «Ο Παράδεισος Μπορεί να Περιμένει», παίρνει εννέα υποψηφιότητες, είναι μια τεράστια εμπορική επιτυχία και σηματοδοτεί την πρώτη από τις δύο φορές που ο Μπίτι είναι υποψήφιος και για τα τέσσερα βραβεία των αρμοδιοτήτων του. Είναι επίσης και ο μοναδικός που το έχει καταφέρει.
Τρία χρόνια μετά, έρχονται «Οι Κόκκινοι». Πειστήριο μια άλλης εποχής, στο λυκόφως της πια τότε, που ένας Αμερικανός θα μετέφερε την ιστορία του Τζον Ριντ, του κομμουνιστή συγγραφέα που έγραψε τις «Δέκα Μέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο», και θα έφτανε στα Όσκαρ με 12 υποψηφιότητες, θα κέρδιζε τρία βραβεία, κερδίζοντας την Σκηνοθεσία και χάνοντας (ανεκδιήγητα) την Καλύτερη Ταινία από τους «Δρόμους της Φωτιάς». Για την ιστορία εδώ κερδίζονται και οι άλλες τέσσερεις υποψηφιότητες -για μια ταινία- του Μπίτι.
Έξι χρόνια μετά είναι το «Ίσταρ» με τον Ντάστιν Χόφμαν, ίσως το ιστορικότερο φιάσκο της δεκαετίας του '80 με εντελώς λανθασμένη (αλλά μπροστά από την εποχή της πολιτικά) επιλογή σκηνοθέτιδος (την Ιλέιν Μέι που συνσυνέγραψε τον «Παράδεισο») για να έρθει το 1990 το «Ντικ Τρέισι», εντελώς μπροστά από την εποχή του (μαζί με το «Μπάτμαν» του Μπέρτον) comic-φιλμ, φωτογραφημένο αξέχαστα στα βασικά χρώματα από τον Στοράρο (σταθερό φωτογράφο του, άλλωστε) και τεράστια εμπορική επιτυχία.
Ως τότε ο Μπίτι είναι ένας παροιμιώδης playboy, που θα αναγκάσει την αδελφή του Σίρλεϊ Μακ Λέιν να δηλώσει «Θεέ μου που θα μπορούσες να είχες φτάσει αν δεν ήσουν τόσο δέσμιος του ποδόγυρου». Το '91 όμως, στα 54 του, έρχεται το «Bugsy», κλασικό στυλ εποχής, ο Λέβινσον σκηνοθέτης, 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ και, βασικά, συμπρωταγωνίστρια η Ανέτ Μπένινγκ. Η Ανέτ ήξερε κάτι που δεν ήξεραν μερικές εκατοντάδες άλλες και ο Μπίτι ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε πλάσμα μονογαμικό, πατέρα τεσσάρων παιδιών και πλήρη ματαιοδοξίας γηράσκοντα σταρ που θα έκανε ακόμα και τον έρωτά του ταινία.
Επιλέγοντας το «Love Affair», που είχε πρόδρομο την ομώνυμη ταινία του '39 με τον Σαρλ Μπουαγιέ (την οποία ο Μπίτι λατρεύει) και φυσικά το κλασικό «An Affair to Remember» του '57 (αμφότερα του ΜακΚάρεϊ), o Μπίτι βρήκε το τέλειο όχημα μιας ειδωλολατρικά παλιομοδίτικης ταινίας – απολύτως ταιριαστής ενός δεσμού που δικαίωσε τις προσδοκίες του για το ζεύγος – περιείχε σε μια θαυμάσια σκηνή ακόμα και κοτζάμ Κάθριν Χέμπερν, οι κριτικοί οδύρονταν, το κοινό περιφρόνησε αλλά είμαστε και μερικοί νοματαίοι που του έχουμε αδυναμία κι ας έχει τόση απατηλή λάμψη ματαιοδοξίας.
Τέσσερα χρόνια μετά έρχεται ένας ακόμα πολιτικός ύμνος, το «Bullworth», μια εμφανώς αριστερότατη ταινία μεταχειριζόμενη όλα τα καθεστωτικά κόλπα που ο Μπίτι ξέρει όσο κανείς, ξανά τετραπλός ρόλος, καλές κριτικές και φυσιολογικές εισπράξεις αλλά με περασμένα τα 60 μπαίνοντας στην δεκαετία της δικτατορίας των νειάτων και της απολιτικής, τα κουκιά ήταν μετρημένα. Μετά από ένα βαρύ χτύπημα με την σαρωτική αποτυχία του «Town & Country» ο Μπίτι σιωπηλά αποσύρεται και μεγαλώνει τα παιδιά του.
Πριν τρία χρόνια, όσοι από μας επιμένουμε να τον θεωρούμε, δικαιότατα, προσωπικότητα μεγέθους και καλλιτέχνη υψηλού διαμετρήματος, δηλώσαμε παρών στην βιογραφία του Χάουαρντ Χιουζ που φημολογείται πως κυοφορούσε 40 χρόνια. Το «Rules Don't Apply», σχεδόν συμβολικά τιτλοφορημένο, μοιάζει με απόσπασμα από την ματαιοδοξία της «Λεωφόρου της Δύσεως», έτσι όπως πιστεύει ακόμα σε αξίες που το σημερινό Χόλιγουντ έχει τακτοποιήσει στο χρονοντούλαπο. Είναι όμως μια απαστράπτουσα ταινία μέσα στα γοητευτικά της ελαττώματα που βάζει αντίβαρο στο «Aviator» του Σκορσέζε και θυμίζει, ίσως για τελευταία φορά, πως στην καρέκλα του σκηνοθέτη, του παραγωγού, του σεναριογράφου και στα φώτα της ράμπας, βρίσκεται ένας larger than life σινεμάνθρωπος, που όρισε ολόκληρη τη βιομηχανία κι εξακολουθεί να εξασκεί μιας τέχνη υπέροχη, όσο και θνήσκουσα.