Δεν συνηθίζουμε να «γιορτάζουμε» μέρες αποχαιρετισμών αλλά για τον «δικό μας άνθρωπο» θα γίνει μια εξαίρεση. Σαν σήμερα το 2011 έφυγε η μοναδική περίπτωση κινηματογραφικού κωμικού της ιστορίας του πτωχού πλην ενίοτε τίμιου κινηματογράφου μας.
Σε μια κινηματογραφία που στο κωμικό λαϊκό μέρος της δεν προσπάθησε ποτέ να είναι εμφανώς «κινηματογραφική», ένα μπουλούκι σταθερού μεσαίου πλάνου με συχνότατα σπουδαία κείμενα ήταν στην σθεναρή της πρόζα, ο Θανάσης Βέγγος ήταν ένα πηγαίο ταλέντο με πρόθεση επαναστατική.
Δεν σπούδασε επίσημα σινεμά, έγινε όμως δεκτός σαν ηθοποιός «λόγω εξαιρετικού ταλέντου» το '59 μιας Ελλάδας που όλο και κάτι καλό θα είχε φαίνεται παρά τα ευρέως αντιθέτως αναφερόμενα.
Η γνωριμία του με τον Νίκο Κούνδουρο από την Μακρόνησο ήταν και ο λόγος των πρώτων του κινηματογραφικών εμφανίσεων – στη «Μαγική Πόλη» και τον «Δράκο» - ενώ πέρασε και από το συμπαθέστατο ντεμπούτο του Βασίλη Γεωργιάδη «Οι Άσσοι των Γηπέδων» που είχε και ποδοσφαιριστές της εποχής (τον Μουράτη του Ολυμπιακού, τον Λινοξυλάκη του Παναθηναϊκού) σ' ένα ωραίο πρωτοντοκιμαντερίστικο ποδοσφαιρόφιλο αποτέλεσμα. Για όλη την δεκαετία του '50 ο Βέγγος θα είναι δεύτερος ρολίστας, όχι απαραίτητα σε κωμωδίες και συχνά κοντά στην ανερχόμενη τότε Βουγιουκλάκη («Το Κορίτσι με τα Παραμύθια», «Ο Μιμίκος και η Μαίρη», «Μαρία Πενταγιώτισσα», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μουσίτσα»).
Πέρασε όμως και από το αριστούργημα του Κακογιάννη, το «Κορίτσι με τα Μαύρα» με την Λαμπέτη και τον Χορν. Το '59 ο Βέγγος είναι στον «Ηλία του 16ου», η καρπαζιά πάει σύννεφο, σχεδόν συνώνυμή του θα γίνει, τουλάχιστον μέχρι την έλευση του Τζανετάκου. Όμως κάτι συμβαίνει εκεί. Η άνδρωση στα των κινηματογραφικών έχει συντελεστεί, ο Θανάσης μέσα από μια εργατικότητα πρωτόγνωρη (10+ ταινίες τον χρόνο!) και μια αίσθηση του κινηματογραφικού (αντί του θεατρικού) χρόνου ανεβαίνει θέση στη μαρκίζα.
Με σκηνοθέτες όπως ο Τατασόπουλος, ο Μανθούλης και κυρίως ο Πάνος Γλυκοφρύδης, που έχει συντελέσει σημαντικά στην περσόνα του ηθοποιού, ο Βέγγος αρχίζει σταδιακά να οικοδομεί – και αργότερα να σκηνοθετεί! - έναν κινηματογραφικό ανθρωπότυπο. Με την εξαίρεση της Βουγιουκλάκη στον δικό της ανθρωπότυπο (που υποκλίνεσαι ή περιφρονείς) ουδείς στο ελληνικό σινεμά κατάφερε να συγκροτήσει έναν κινηματογραφικό χαρακτήρα με αναγνωρίσιμα, συγκλίνοντα χαρακτηριστικά που υπερέβαιναν την κλειστή δραματουργία της μιας ταινίας.
Ο Βέγγος ήταν ο φιλότιμος, ο φουκαράς, ο «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης», ο άτυχος αδελφός θύμα των ηθών μιας εποχής, ο φτωχοδιάβολος. Ο Βέγγος έτρεχε. Και το τρέξιμο του δεν ήταν μόνο για να προλάβει, ήταν και για να γλιτώσει. Ο Βέγγος, ούτε ακριβώς Σαρλώ, ούτε και Καραγκιόζης, ήταν ο μικροαστός σούπερ ήρωας που άντεχε και προχωρούσε διαρκώς προς τα μπρος φαινομενικά χωρίς συνείδηση του επιτεύγματός του. Ο Βέγγος δεν ήταν ο συνειδητός διανοούμενος, ήταν όμως η ιδιοφυής διάνοια.
Όταν στα μέσα του '60 δημιούργησε την δική του εταιρεία παραγωγής (ΘΒ-Ταινίες Γέλιου), για αριθμημένες δημιουργίες (αλλά δημιουργίες, ανεξάρτητα της εκπληρωμένης ή όχι φιλοδοξίας τους) μιας και το εγχείρημα, παρά την εμπορική του επιτυχία, φαλήρισε, το νερό έμπαινε στο αυλάκι και το ελληνικό σινεμά καυχόταν μερικές από τις πιο άξιες «ταινίες δημιουργού» της. Ο «Φανερός Πράκτωρ», ο «Τρελλός Παλαβός και Βέγγος», ο «Δόκτωρ Ζι-βέγγος», το «Ασύλληπτο Κορόϊδο» είναι μερικοί τίτλοι που το πιστοποιούσαν. Πολύ περισσότερο από βαυκαλισμό μαρκίζας, ο Βέγγος έπαιζε μεταμοντέρνα με το όνομά του που γινόταν ο κινηματογραφικός μεταφραστής μιας εποχής, γινόταν ο ξενιστής μιας καθημερινότητας αλλά, ακόμα πιο κινηματογραφικά, γινόταν η πρωτοπόρα για την Ελλάδα περσόνα κωμικού που κόντραρε συνεχώς ένα εχθρικό περιβάλλον προσπαθώντας (με την σλάπστικ εμμονή και την head on αντοχή ενός Κίτον ίσως και την καλωσύνη ενός Τσάπλιν) να το φέρει με τα νερά του.
Από την δεκαετία του '70 και μετά ο Βέγγος λοξοκοιτάζει προς μιας πιο κοινωνική ηθογραφία με στοιχεία κωμωδίας αλλά περισσότερο (ευθέως) πολιτικοποιημένη (ναι, ακόμα και στην διάρκεια της δικτατορίας!), οι ταινίες ακολουθούν την ατραπό της εποχής όμως, δεν είναι τόσο καλές, έστω κι αν ο Θανάσης είναι πάντα στον τίτλο, πάντα στο τρεχαλητό του χωρά το άγχος ενός ολόκληρου λαού.
Στα χρόνια της τηλεόρασης και της βιντεοκασέτας, ο σινεματικός αυτός άνθρωπος υπέπεσε ελάχιστα στο ατόπημα, διατηρώντας πάντα το ήθος και βαθμιαία κοιτάζοντας προς εντελώς διαφορετικές, χαμηλότονες κατευθύνσεις. Κάπως έτσι έρχονται «Οι Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» του Βούλγαρη το '91, «Το Βλέμμα του Οδυσσέα» του Αγγελόπουλου και, κυρίως, ο Βερντού του, η καταπληκτική του εμφάνιση σε μια από τις ιστορίες του «Όλα Είναι Δρόμος» (1998) του Βούλγαρη ξανά.
Είναι σχετικά πρόσφατη η απώλεια του Βέγγου, ίσως και πάντα πρόσφατη να είναι στις γενιές που γαλουχήθηκαν με τις παλαβές του σουρεαλιστικές κωμωδίες και τις φρενήρεις ηθογραφίες του. Υπήρξε ένας σταρ λαϊκού δυσθεώρητου διαμετρήματος, ένας ήρωας κανονικός που έσπασε το φράγμα της απόστασης σινεμά/πραγματικότητας, ένας άνθρωπος που έκανε τ' όνομά του κάτι περισσότερο από καλλιτεχνία: Το έκανε ενάρετη ιδιότητα.