Η «Απειλή» του Τζον Κάρπεντερ εξακολουθεί να είναι μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου και φαντασίας που έγιναν ποτέ
Με αφορμή τα σημερινά γενέθλια του Κερτ Ράσελ επιστρέφουμε σε μια από τις κορυφαίες συνεργασίες του με τον Τζον Κάρπεντερ και σε μια ταινία η οποία λαμβάνει επιτέλους, έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών, την αναγνώριση που της αξίζει.
Το 1981, μετά την επιτυχία που γνώρισαν η «Νύχτα με τις Μάσκες» και η «Απόδραση Από τη Νέα Υόρκη», ο Τζον Κάρπεντερ αποφάσισε να αφήσει προσωρινά πίσω του τις b-movie συμβάσεις στις οποίες είχε δομήσει την μέχρι τότε καριέρα του και να συνεργαστεί για πρώτη φορά με ένα μεγάλο στούντιο. Η εξαιρετική απήχηση που γνώριζε εκείνη την εποχή το είδος της επιστημονικής φαντασίας τον προέτρεψε να προτείνει στη Universal τη διασκευή μιας ιδιαίτερα αγαπημένης του ταινίας, προδίδοντας παράλληλα την πρόθεσή του να της προσδώσει πιο φιλόδοξες διαστάσεις.
Με έναν γενναιόδωρο προϋπολογισμό και τα επαναστατικά εφέ του μόλις 22χρονου Ρομπ Μπότιν (που ερχόταν φουριόζος από «Το Ουρλιαχτό» της προηγούμενη χρονιάς), ο Κάρπεντερ μετέφρασε το «Τhe Thing From Another World» του Χάουαρντ Χοκς από το 1951 σε μια ταινία θεάματος, αλλά και μια δημιουργία αδιαφιλονίκητης ικανότητας αιφνιδιασμού και σοκ που δεν συναντούσες σε καμιά άλλη σχετική δημιουργία της εποχής.
Φέρνει πρωταγωνιστές και θεατές αντιμέτωπους με μια απόλυτη, σφοδρή και τραυματική ιδέα τρόμου στην οποία δίνει αξέχαστη σάρκα και οστά
Σε μια χρονιά, ωστόσο, που τις αίθουσες της Αμερικής και του κόσμου ολόκληρου μονοπωλούσε καθολικά ο φιλικός και αξιαγάπητος «Εξωγήινος» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο αιμοδιψής διαγαλαξιακός οργανισμός της ταινίας του Κάρπεντερ, και δυο-τρεις σκηνές gore που είχε διαρρεύσει ότι προκαλούσαν δυσφορία σε ορισμένους θεατές, έμοιαζε να απωθεί την πλειοψηφία του κοινού. Οπως και συνέβη, στέφοντας το φιλμ με εισπρακτική αποτυχία αλλά και στρέφοντας σεβαστή μερίδα των κριτικών ενάντια στο πρώην χαϊδεμένο τους παιδί, με την πρόφαση ότι ο Κάρπεντερ ενέδιδε πλέον στα δέλεαρ του mainstream σινεμά και στις τακτικές του εύκολου τρόμου.
40 χρόνια μετά την μουδιασμένη πρώτη προβολή της, η εκπληκτική «Απειλή» δεν εξακολουθεί μόνο να κρατά αυτούσιες, και εξίσου αποτελεσματικές, τις τρομολάγνες συγκινήσεις της. Παραμένει και ένα από τα ελάχιστα ριμέικ της μεγάλης οθόνης που παραμένουν πιστά στο πρωτότυπο, την ίδια στιγμή που το εμβαθύνουν και το εμπλουτίζουν. Ο Κάρπεντερ δανείζεται την διάχυτη παράνοια της παλιάς ταινίας και την οξύνει, στήνει μαεστρικά το σασπένς που υπόσχεται να εκραγεί στο τελευταίο ημίωρο του φιλμ και αξιοποιεί κάθε γωνιά από το κλειστοφοβικό σκηνικό στο οποίο έχει στριμώξει τη δράση του. Η σημαντικότερη απόφαση που παίρνει, όμως, είναι να μην θυσιάσει τίποτα από τον πανίσχυρο ψυχολογικό μηχανισμό που έχει χτίσει, ούτε να ανταλλάξει την αποτελεσματικότητα μιας χούφτας καλογραμμένων χαρακτήρων με τις πυροτεχνουργίες και τα αιματοκυλίσματα των εφέ.
Αντιθέτως σμίγει τα πάντα μαζί, για να φέρει πρωταγωνιστές και θεατές αντιμέτωπους με μια απόλυτη, σφοδρή και τραυματική ιδέα τρόμου στην οποία δίνει αξέχαστη σάρκα και οστά. Με ένα από τα ωραιότερα φινάλε της καριέρας του, η «Απειλή» υπήρξε ταυτόχρονα, ίσως, και η τελευταία σπουδαία ταινία που υπέγραψε ο Τζον Κάρπεντερ μέχρι τις μέρες μας.