Από τα ChatGPT και τις εικαστικές παρεμβάσεις μέχρι την απεργία των σεναριογράφων στην Αμερική και τον πρώτο Α.Ι. παρουσιαστή της ΕΡΤ, ο δρόμος αποδείχθηκε τελικά σύντομος. Με αφορμή την ιδιόμορφη πραγματικότητα, ανατρέχουμε στο «The Congress» (2013) του Άρι Φόλμαν, μία ολότελα αντισυμβατική ταινία που συνδυάζει ηθοποιούς και ψυχεδελικά κινούμενα σχέδια σε ένα μεγαλειώδες mindfuck.
Βασισμένος χαλαρά σε ένα μυθιστόρημα του Πολωνού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Στάνισλαβ Λεμ («Σολάρις»), με τίτλο «The Futurological Congress» (1971), ο Ισραηλινός Άρι Φόλμαν δεν θα μπορούσε να έχει απομακρυνθεί περισσότερο από την προηγούμενη ταινία του «Βαλς με τον Μπασίρ», τόσο θεματικά όσο και αισθητικά.
Υποδυόμενη μία εναλλακτική εκδοχή του εαυτού της, η Ρόμπιν Ράιτ είναι η... Ρόμπιν Ράιτ, μία κάποτε εξαιρετικά επιτυχημένη ηθοποιός του Χόλιγουντ που μοιάζει να βρίσκεται στο ναδίρ της καριέρας της. Η Ράιτ δέχεται μια δελεαστική, αλλά αλλόκοτη πρόταση: να «πουλήσει» το πρόσωπο, το σώμα, τις εκφράσεις και την περσόνα της σε ένα στούντιο, το οποίο θα δημιουργήσει ένα αγέραστο ψηφιακό ολόγραμμα που θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες στη θέση της, χωρίς την άδεια ή τη συμμετοχή της. Σας θυμίζει κάτι;
Η ίδια θα ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες της, αλλά θα πρέπει να αποσυρθεί για πάντα από τη βιομηχανία του θεάματος.Ανησυχώντας για τη διαρκώς φθίνουσα υγεία του γιου της που απειλεί να τον αφήσει χωρίς όραση και ακοή, η απογοητευμένη ηθοποιός θα υπογράψει το ιδιόμορφο αυτό συμβόλαιο.
Έπειτα από αυτή τη, μάλλον προφανή, σάτιρα της χολιγουντιανής βιομηχανίας που σκοτώνει τα αγαπημένα της παιδιά όταν γεράσουν, ο Φόλμαν εγκαταλείπει το live action (και οποιαδήποτε προσπάθεια για μια βατή αφήγηση) για να μας εισάγει απροειδοποίητα σε έναν φαντασμαγορικό, ξέφρενο κόσμο κινουμένων σχεδίων. Εδώ, είκοσι χρόνια μετά το ρεαλιστικό πρώτο μέρος, μία γερασμένη, ζωγραφιστή Ρόμπιν Ράιτ βρίσκεται προσκεκλημένη σε ένα συνέδριο όπου θα παρουσιαστούν νέες επαναστατικές τεχνολογίες.
Εισέρχεται σε μία εναλλακτική πραγματικότητα που μοιάζει να κατοικείται από κλώνους διασημοτήτων (ο Ντέιβιντ Μπόουι, η Γκρέις Τζόουνς, ο Μάικλ Τζάκσον, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ο Τζον Γουέιν και ο Έλβις Πρίσλεϊ είναι μερικές μόνο αναγνωρίσιμες φιγούρες που περνούν στο φόντο), και όπου ο ψηφιακός εαυτός της είναι πανταχού παρών σε γιγαντοοθόνες, πρωταγωνιστώντας σε εξωφρενικές περιπέτειες επιστημονικής φαντασίας.
Σε αυτό το άλλοτε ονειρικό και άλλοτε εφιαλτικό τοπίο, η Ρόμπιν Ράιτ θα έλθει αντιμέτωπη με μυστηριώδεις φαρμακοβιομηχανίες, φουτουριστικούς επαναστάτες, και επικίνδυνους τρομοκράτες, θα συναντήσει τον ερωτοχτυπημένο σχεδιαστή που χειρίζεται το alter ego της εδώ και δύο δεκαετίες, ενώ την ίδια στιγμή πλήθη μεθυσμένα από το εικονικό star system καταφεύγουν σε παραισθησιογόνα κοκτέιλ που σε μετατρέπουν στην αγαπημένη σου διασημότητα. Αν όλα αυτά ακούγονται εξωφρενικά, η αισθητική με την οποία ο Φόλμαν επιλέγει να τα ντύσει εκτροχιάζουν την ήδη σουρεαλιστική πλοκή σε ένα πραγματικό τριπάκι άνευ προηγουμένου.
Τη συμβατική σκηνοθεσία του πρώτου μέρους διαδέχεται ένα παραισθησιογόνο animation με underground αισθητική που φέρνει στο μυαλό ξεχασμένα κινούμενα σχέδια του παρελθόντος όπως οι ταινίες του Ραλφ Μπάκσι («Cool World», «Fritz the Cat»), ο «Απαγορευμένος Πλανήτης» (1973) του Ρενέ Λαλού ή ακόμα και το «Yellow Submarine» (1968), ενώ το φόντο είναι πλημμυρισμένο από ζωικές και φυτικές μορφές που μοιάζουν να σχεδιάστηκαν από παιδιά αντιγράφοντας πίνακες του Ιερώνυμου Μπος υπό την επήρεια LSD.
Είναι περιττό ίσως να πει κανείς ότι αυτό το πυρετικά χορογραφημένο, ψυχεδελικό μείγμα δεν λειτουργεί πάντα και δεν απευθύνεται σε όλα τα γούστα: Ο Φόλμαν απαιτεί από το κοινό να αφήσει ολοκληρωτικά τη λογική και την προσδοκία για μια παραδοσιακή αφήγηση έξω από τη σκοτεινή αίθουσα.
Την ίδια στιγμή, αν η σάτιρα του Φόλμαν για τη ματαιοδοξία του Χόλιγουντ δεν είναι όσο κοφτερή θα περίμενε κανείς, η ματιά του πάνω στην ειδωλολατρεία των σταρ και των σελέμπριτι και το απαισιόδοξο όραμά του για μια ολόκληρη κοινωνία που προτιμά να ζει για πάντα σε μια εικονική πραγματικότητα, αρνούμενη πλήρως την αληθινή ζωή, έχει κάτι απροσδιόριστα θλιμμένο, σκληρό όσο και τρυφερό, διατηρώντας σαφείς αναλογίες με το ίδιο το σινεμά ως μέσο απόδρασης.
Παραληρηματικό, ενίοτε ακατάληπτο, παραφορτωμένο από ιδέες και φιλοσοφικές ανησυχίες, το «The Congress» (στα ελληνικά είχε μεταφραστεί ως «Πέρα από το Όνειρο», 10 χρόνια μετά η πραγματικότητα διαψεύδει τον τίτλο) μοιάζει φτιαγμένο από τη στόφα αυθεντικού καλτ σινεμά. Παρά τις ατέλειες και την όποια απουσία συνοχής, δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς το ταλέντο και την εξωφρενική φιλοδοξία ενός σκηνοθέτη αποφασισμένου να δοκιμάσει τα δημιουργικά και αφηγηματικά όρια του μέσου του, κατασκευάζοντας ένα φιλμ που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο.