Ευκαιρία να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στη σειρά που - τουλάχιστον ως προς το θρυλικό όσο και εξαιρετικά επιδραστικό της ξεκίνημα - καθόρισε την ποπ κουλτούρα.
Χωρίς περιστροφές, είναι από τα κορυφαία προϊόντα της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας των τελευταίων 30+ ετών. Μαζί, και ένα από τα κομβικότερα σημεία ταύτισης μεταξύ εμπορικού σινεμά και ποπ κουλτούρας. Επίσης, κατάφερε να συγκεράσει την τεχνοφοβία και τα απόνερα της ψυχροπολεμικής απειλής γύρω από το πυρηνικό ολοκαύτωμα με το νουάρ. Με αυτόν ουσιαστικά μας πρωτοσυστήθηκε (αγνοώντας το σίκουελ των «Πιράνχας») ο πολύς Τζέιμς Κάμερον, στην απαρχή μιας larger-than-life καριέρας. Και βέβαια, υπήρξε από μόνος του λόγος καθιέρωσης του «Άρνι» στο πάνθεον των ηρώων δράσης.
Ο λόγος προφανώς για - τι άλλο; -τον «Terminator», ένα φραντσάιζ που πριν ξεχειλώσει από τις τελευταίες, αχρείαστες (το λιγότερο) συνέχειες, πρόλαβε να αφήσει χρυσή παρακαταθήκη στο είδος του sci-fi και το αμερικανικό σινεμά γενικότερα: να χαρίσει στους θεατές δύο φανταστικά φιλμ, καθώς και το πιο διαδεδομένο αντεπιχείρημα στον κανόνα πως ένα σίκουελ δεν μπορεί να είναι ισάξιο, πόσο μάλλον καλύτερο, του πρώτου φιλμ.
«The Terminator» (1984) του Τζέιμς Κάμερον
Η πιο σκοτεινή ταινία της σειράς ήταν εκείνη που φλέρταρε περισσότερο από κάθε επόμενη με το θρίλερ. Στο Λος Άντζελες του 1984, μία ανθρωπόμορφη φονική μηχανή (Σβαρτσενέγκερ) και ένα μέλος της αντίστασης (ο Μάικλ Μπίεν υποδύεται τον Κάιλ Ρις) στέλνονται από ένα μέλλον ρημαγμένο από τον πυρηνικό πόλεμο που εξαπέλυσαν οι μηχανές εναντίον του ανθρώπινου γένους που παλεύει για την επιβίωσή του. Ο πρώτος έχει αποστολή να σκοτώσει τη Σάρα Κόνορ (Λίντα Χάμιλτον) και ο δεύτερος να προστατέψει εκείνη που θα γεννήσει τον Τζον Κόνορ, μελλοντικό ηγέτη της αντίστασης.
Στην εισαγωγή της Terminator μυθολογίας, ο Τζέιμς Κάμερον τιμά στο έπακρο τον όρο tech-noir (που επινοήθηκε για χάρη του πρώτου «Alien» και του «Blade Runner»), βαφτίζοντας μάλιστα έτσι το μπαρ όπου συναντιούνται για πρώτη φορά ο Κάιλ και η Σάρα. Εδώ πρωτακούστηκαν οι στο εξής κλασσικές ατάκες «I’ll be back» και «come with me if you want to live», σε ένα φιλμ που ακόμα και σήμερα λατρεύεται όχι μόνο για την καταχνιά που το διατρέχει, τις μετρημένες πλην όμως εξαιρετικά δομημένες σκηνές δράσης αλλά και για τα χειροποίητα εφέ του. Επικό mind-fuck το γεγονός πως ο απεσταλμένος του Τζον Κόνορ στο παρόν είναι αυτός που αφήνει τελικά έγκυο τη μητέρα του.
«Terminator 2: Judgement Day» (1991) του Τζέιμς Κάμερον
Αυτή τη φορά ο Σβαρτσενέγκερ επανέρχεται από το έτος 2029 ως καλός, στο ρόλο του ίδιου μοντέλου Εξολοθρευτή (T-800), έχοντας προγραμματιστεί από τους ανθρώπους να προστατέψει τον δεκάχρονο πια Τζον Κόνορ (Έντουαρντ Φέρλονγκ) και τη μητέρα του (Λίντα Χάμιλτον) από μία πολύ πιο προηγμένη μηχανή, τον T-1000 (Ρόμπερτ Πάτρικ). Η μάχη εδώ δίνεται στο Λος Άντζελες του 1995, με την κλιμάκωση να περιλαμβάνει την προσπάθεια καταστροφής του τεχνολογικού κολοσσού Cyberdyne, υπεύθυνου για το περίφημο Skynet, το αμυντικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που (σύμφωνα με όσα μέλλουν να συμβούν) θα αποφασίσει να αφανίσει το ανθρώπινο είδος με μία γενικευμένη πυρηνική επίθεση στις 29 Αυγούστου 1997 (στο εξής γνωστή ως Ημέρα Κρίσεως).
Ο δεύτερος «Εξολοθρευτής» του Κάμερον διαφοροποιείται αισθητά από τον προκάτοχό του για να τερματίσει από κάθε άποψη το επίπεδο ψυχαγωγίας σε μία από τις καλύτερες περιπέτειες όλων των εποχών. Πρωτοποριακά (με όλη τη σημασία της λέξης) τα ψηφιακά εφέ που 25 χρόνια μετά εξακολουθούν να μοιάζουν αξεπέραστα (αλήθεια, πόσο προηγμένα δείχνουν σε αίσθηση τα CGI εφέ τόσων και τόσων υπερπαραγωγών που ακολούθησαν;), ενώ αποτελούν από μόνα τους επαρκή λόγο που οι επόμενες ταινίες της σειράς δεν κατόρθωσαν να επιβληθούν ούτε καν σε τεχνικό επίπεδο στο «Τ2». Παράλληλα, ήταν η ταινία που έκλεισε τις τελευταίες (οριακά επίκαιρες, ακόμη) ψυχροπολεμικές φοβίες γύρω από έναν πυρηνικό όλεθρο, απεικονίζοντάς τον όπως κανείς στο παρελθόν. Και για να μην ξεχνιόμαστε, για χάρη του φινάλε της βγήκαν αμέτρητα χαρτομάντιλα.
«Terminator 3: Rise of the Machines» (2003) του Τζόναθαν Μόστοου
Για να είμαστε δίκαιοι, το κοινό έχει σοβαρό μερίδιο ευθύνης για αυτή την κάκιστη συνέχεια της σειράς, από τη στιγμή που δεν σταμάταγε να συζητά μετά μανίας για το πώς θα μπορούσε να προχωρήσει παρακάτω η ιστορία, από το κομμένο χέρι του Εξολοθρευτή που εμφανώς μένει παρατημένο στον τόπο της τελικής μάχης του «T2». Ο Κάμερον (σοφά) εδώ έχει κουνήσει μαντήλι, ο «Άρνι» πάλι - παρά τα χρονάκια του - όχι, η Σάρα Κόνορ έχει στο μεταξύ πεθάνει από λευχαιμία, ο «κακός» Εξολοθρευτής εμφανίζεται για πρώτη φορά με γυναικεία μορφή (Κριστάνα Λόκεν) για να κυνηγήσει τους μελλοντικούς ηγέτες της αντίστασης (συμπεριλαμβανομένου του Τζον Κόνορ) και η Μέρα της Κρίσεως αποδεικνύεται τελικά αναπόφευκτη, με τη διαφορά πως δεν έλαβε χώρα το 1997 αλλά το 2004.
Η σημαντική επιτυχία της τρίτης ταινίας στα ταμεία (μικρότερη πάντως από αυτή της προηγούμενης) και οι τραβηγμένες από τα μαλλιά αυτοσαρκαστικές αναφορές της, δεν αρκούν για να υποστηρίξουν μια προσπάθεια που εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε αδικαίωτη και εξίσου παρηκμασμένη με τον εμβληματικό πρωταγωνιστή της, ο οποίος στο μεταξύ θα έμπλεκε για 8 χρόνια με την πολιτική ως κυβερνήτης της Καλιφόρνια. Μόνο όσοι πνέουν μένεα για τον Κάμερον μπορούν να ισχυριστούν στα σοβαρά (χωρίς να αυτοαναφλεγούν) πως το φιλμ του Μόστοου είναι καλύτερο από τα δύο προηγούμενα.
«Terminator Salvation» (2009) του McG
Αντίθετα με τα προηγούμενα φιλμ που έχουν την χρονική τηλεμεταφορά στο επίκεντρό τους, η ταινία του McG τοποθετείται στο 2018 και εστιάζει στη μάχη που δίνει η ανθρωπότητα απέναντι στο Skynet. O Κρίστιαν Μπέιλ υποδύεται τον Τζον Κόνορ, ο Άντον Γιέλτσιν τον νεαρό ακόμα Κάιλ Ρις, ενώ κρίσιμο ρόλο στην πλοκή αναλαμβάνει ο γνωστός από το «Avatar» Σαμ Γουόρθινγκτον, ως ένα ανδροειδές που πιστεύει πως είναι άνθρωπος.
Παρότι λιγότερο επικερδής από τους προκατόχους της, ως φουτουριστική περιπέτεια, το «Terminator Salvation» λειτουργεί τίμια, δείχνοντας μάλιστα μια κάποια διάθεση να διαφοροποιηθεί από την πεπατημένη. Μειονεκτεί από το γεγονός πως δεν προσθέτει κάτι το καινοφανές στη σειρά, πέραν ίσως από το μοναδικό αξιοσημείωτο εφέ στην μετά-Τ2 εποχή, όπου ανασυστήνεται ψηφιακά και με εξαιρετική πιστότητα η εν έτει 1984 μορφή του Σβαρτσενέγκερ, όταν ένα μοντέλο Τ-800 παλεύει με τον Μπέιλ και τον Γουόρθινγκτον.
«Terminator Genisys» του Άλαν Τέιλορ (2015)
Ο Τζον Κόνορ στέλνει πίσω στο χρόνο τον Κάιλ Ρις προκειμένου να προστατέψει τη Σάρα Κόνορ από τους Εξολοθρευτές του Skynet, μόνο που η πραγματικότητα που συναντά εκεί ο Κάιλ είναι πολύ διαφορετική από αυτή που περίμενε. Αναποφάσιστο ως προς το αν επανεκκινεί ή απλώς συνεχίζει (εξίσου αχρείαστα) το σύμπαν των δύο πρώτων «Terminator» του Κάμερον, η νέα, αρκούντως χορταστική κατά τα λοιπά περιπέτεια μιας σειράς-ορόσημο για την ποπ κουλτούρα μπλέκεται ανάμεσα στα ταξίδια στο χρόνο και την αυτοαναφορικότητα.
Έτσι, εκμεταλλεύεται για άλλη μια φορά το γερασμένο πια σήμα κατατεθέν της, Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, εντάσσοντας την ηλικία του στη λογική πως ο εξωτερικός ιστός ενός Εξολοθρευτή T-800 γερνά σαν κανονικός άνθρωπος. Στον αντίποδα, επιστρατεύει μια σειρά φρέσκων προσώπων στη σειρά, από την Εμίλια Κλαρκ (την Καλίσι του GoT) ως νέα Σάρα Κόνορ, τον Τζέισον Κλάρκ («Zero Dark Thirty») στο ρόλο του Τζον Κόνορ και τον Τζέι Κόρτνεϊ («Ομάδα Αυτοκτονίας») ως Κάιλ Ρις, μέχρι τον Μπιούνγκ-Χουν Λι ως τον νέο T-1000 και τον Τζ. Κ. Σίμονς («Whiplash») στο ρόλο ενός ντετέκτιβ. Δυστυχώς, κανένας τους δεν καταφέρνει να εντυπωθεί ως αντάξιος κάποιου προκατόχου του στη σειρά.
Το «Terminator: Genisys» δεν έχει καμία σχέση με την πρωτοτυπία, πόσο μάλλον με την πρωτοπορία. Τα πρώτα φιλμ, άλλωστε, είχαν στον καιρό τους με κάτι απτό να αναμετρηθούν: από την απόλυτη ενσάρκωση της τεχνοφοβίας ως την τελευταία φάση του ψυχροπολεμικού εφιάλτη σχετικά με τον πυρηνικό όλεθρο. Το φιλμ του Τέιλορ, από την άλλη, δεν παραθέτει κανέναν λόγο ύπαρξης πέραν της εμπορικής εκμετάλλευσης ενός κινηματογραφικού μύθου. Η ειρωνεία είναι πως τα δύο πρώτα φιλμ θα εξακολουθήσουν να είναι τα με διαφορά πιο επιτυχημένα σε εισπράξεις της σειράς.
«Terminator: Dark Fate» του Τιμ Μίλερ (2019)
Μπορεί η Σάρα Κόνορ (Λίντα Χάμιλτον) να απέτρεψε κάποτε την Ημέρα της Κρίσης όμως αυτό λίγη σημασία έχει όταν μιλά το χρήμα. Που σημαίνει πως ακόμα ένα ξοφλημένο από ιδέες σίκουελ του «Εξολοθρευτή» έρχεται δίχως να δικαιολογεί την ύπαρξή του. Το οποίο είναι καταρχάς κρίμα αν αναλογιστούμε πως το σκηνοθετεί ο Τιμ Μίλερ του «Deadpool».
Στο σύμπαν του «Σκοτεινού Πεπρωμένου» συναντάμε την Ντάνι (Ναταλία Ρέγιες), μια νεαρή που ζει στη σημερινή Πόλη του Μεξικό και ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εξελιγμένο Εξολοθρευτή Rev-9 (Γκάμπριελ Λούνα) που ταξίδεψε πίσω στον χρόνο για να την ξεπαστρέψει. Την επιβίωση της κοπέλας που εν αγνοία της θα παίξει κάποιο καίριο ρόλο στη μελλοντική μάχη κατά των μηχανών (εκείνη που υποτίθεται απετράπη αλλά οκ) αναλαμβάνουν η ενισχυμένη πολεμίστρια από το μέλλον Γκρέις (Μακένζι Ντέιβις) και η βετεράνα Σάρα Κόνορ. Και βέβαια ένας T-800 (Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ) με τον οποίο όμως η Σάρα έχει προηγούμενα.
Έκτο κεφάλαιο της κινηματογραφικής σειράς και τρίτο με τον Τζέιμς Κάμερον εμπλεκόμενο (εδώ ως παραγωγό), ο «Εξολοθρευτής: Σκοτεινό Πεπρωμένο» θεωρείται από τον σκηνοθέτη των δύο πρώτων εμβληματικών ταινιών απευθείας συνέχειά τους που αγνοεί τις τρεις που έχουν μεσολαβήσει. Αυτό ελάχιστα βοηθά την κατάσταση ωστόσο, πρώτα απ’ όλα επειδή το σενάριο έχει τόσα κενά που δεν στέκει και το exposition να πηγαίνει σύννεφο. Δευτερευόντως, γιατί σερβίρει την ίδια συνταγή που περιλαμβάνει μάχη σωτηρίας για χάρη μιας μέλλουσας μεσσιανικής φιγούρας, με τη μόνη διαφοροποίηση να αφορά την Ντάνι που δεν αποδεικνύεται απλά η μάνα ενός αυριανού σωτήρα αλλά κάτι παραπάνω.
Έπειτα, ατυχής αποδεικνύεται η επιλογή της Ρέγιες στον χαρακτήρα-κλειδί, η εντελώς αδιάφορη φιγούρα της οποίας ωχριά όχι μόνο μπροστά στις αξέχαστες αντίστοιχες των Λίντα Χάμιλτον και Έντουαρντ Φέρλονγκ (Τζον Κόνορ) που είχαν καταλυτικό ρόλο στην επιτυχία των δύο πρώτων «Εξολοθρευτών», αλλά ακόμα και μπροστά στην Μακένζι Ντέιβις ο χαρακτήρας της οποίας εδώ έχει ένα υποτυπώδες έστω βάθος.
Σαν αντίβαρο λειτουργούν οι πυκνές και συχνά δυνατές σκηνές δράσης ή οι συνεχείς αυτοαναφορές που όμως μάλλον ανακούφιση προκαλούν στους φίλους της σειράς όταν δεν θυμίζουν ξεθυμασμένο αναψυκτικό. Επίσης, μερικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετακύλιση της πλοκής σε μεξικανικό έδαφος με τις συνεπακόλουθες νύξεις περί του μεταναστευτικού όταν διασχίζει τα σύνορα με ΗΠΑ, όμως και αυτό μοιάζει με ακόμα ένα ημιτελές στοιχείο μιας εξαρχής κακοσχεδιασμένης μηχανής. Τελικά, από όλη την κακομεταχείριση που έχει υποστεί η σειρά μετά το κορυφαίο πρώτο σίκουελ του ‘91, καλύτερο ενδιάμεσο κεφάλαιο παραμένει ο «Εξολοθρευτής: Η Σωτηρία». Εκείνο τουλάχιστον προσπάθησε να ξεφύγει λίγο από την πεπατημένη μένοντας μετριοπαθώς προσηλωμένο σε λογικές ταινίας δράσης.