Σπύρος Ιακωβίδης: «Ο Έλληνας φοβάται τις αλλαγές, αλλά στα δικά μου μάτια υπάρχει ελπίδα και αισιοδοξία» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:35
9/6

Σπύρος Ιακωβίδης: «Ο Έλληνας φοβάται τις αλλαγές, αλλά στα δικά μου μάτια υπάρχει ελπίδα και αισιοδοξία»

Ο Σπύρος Ιακωβίδης μίλησε στο ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr για την πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του «Black Stone», για την Ελληνίδα μάνα και για την αισιοδοξία με την οποία αντιμετωπίζει το ελληνικό παρόν και μέλλον.

Συνέντευξη στην Βαρβάρα Κοντονή

Στο «Black Stone», δυο νεαροί κινηματογραφιστές οι οποίοι καταγράφουν με την κάμερά τους το θέμα των δημοσίων υπαλλήλων «φαντασμάτων» στις ελληνικές, δημόσιες, υπηρεσίες, θα πέσουν κατά λάθος πάνω σε μια μάνα η οποία αναζητάει τον εξαφανισμένο γιο της. 

Αρχικά πολλά συγχαρητήρια για την ταινία σας, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αποτελεί μια έξοχη αναπαράσταση της ελληνικής κοινωνίας, των παραλόγων της, των αντιθέσεών της, αλλά και των μικρών, γλυκόπικρων, οικογενειακών ιστοριών που κρύβονται πίσω από κάθε πόρτα διαμερίσματος. Βλέπουμε ότι στο επίκεντρο του σεναρίου σας, το οποίο υπογράφετε μαζί με τον Ζίαντ Σεμάν, βρίσκεται η Ελληνίδα μάνα. Γιατί την επιλέξατε ως στυλοβάτη της ιστορίας σας; 

Η Ελληνίδα μάνα ήταν για μένα ένας από τους βασικότερους λόγους για να πω αυτή την ιστορία. Είναι ένας χαρακτήρας με τεράστιο αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία, επιβιώνει διαχρονικά μέσα σε ακραία πατριαρχικές και συντηρητικές κοινωνίες ζώντας μέσα από τις ζωές των άλλων, των παιδιών της, του συζύγου της, των γονιών της, ποτέ μέσα από τις δικές της επιθυμίες, ανάγκες, τα όνειρα της, τις φιλοδοξίες της, μια γυναίκα λοιπόν που δεν ανακαλύπτει ποτέ την πραγματική της ταυτότητα και που στην ουσία δεν καταφέρνει ποτέ να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Αναφέρομαι φυσικά στις γυναίκες της προηγούμενης γενιάς και πίσω διότι ευτυχώς τα πράγματα αλλάζουν, αργά μεν αλλά σταθερά για τις νέες γενιές και σήμερα μια γυναίκα μπορεί να είναι και μητέρα και παράλληλα να αναζητήσει την ταυτότητά της. Κάτι τελευταίο που με έκανε να ασχοληθώ με αυτό τον χαρακτήρα είναι το γεγονός ότι σχεδόν πάντα παρουσιάζεται εντελώς καρικατουρίστικα και στερεοτυπικά σε ταινίες, σειρές κ.ά. δηλαδή με το ταπεράκι και το μπουφάν, αλλά ποτέ εις βάθος και αυτό μου έκανε πάντα πολύ μεγάλη εντύπωση και έγινε μια πρόκληση για μένα να τον πιάσω τον χαρακτήρα και να τον εξερευνήσω. 

Φωτογραφία από την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας «Black Stone»

Υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σκεπτικό πίσω από την σκηνοθετική σας επιλογή, να γυρίσετε την ταινία υπό την μορφή «ψευδο-ντοκιμαντέρ»; 

Ήθελα από την αρχή να πω μια τραγική ιστορία με τραγικούς χαρακτήρες μέσα από ένα σατιρικό ψευδο-ντοκιμαντέρ (mockumentary). Το ψευδό-ντοκιμαντέρ σου δίνει την ψευδαίσθηση του ρεαλισμού και της αληθοφάνειας, δηλαδή παρόλο που συνήθως ο θεατής ξέρει ότι βλέπει ένα ψεύτικο ντοκιμαντέρ, αν λειτουργεί η ταινία και τον τραβήξει μέσα της, τότε ανεπαίσθητα αποδέχεται την ψευδαίσθηση ότι παρακολουθεί μια αληθινή ιστορία. Επίσης, χρησιμοποιώντας αυτό το είδος έχεις πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο γύρισμα και σκηνοθετικά αλλά και όσον αφορά τις ερμηνείες των ηθοποιών. Το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο στην επιλογή του σατιρικού ψευδο-ντοκιμαντέρ είναι το χιούμορ, η σάτιρα. Πιστεύω ότι με το χιούμορ μπορεί κανείς να μιλήσει για τα πιο τραγικά θέματα χωρίς να χάνεται το βάρος, ίσα ίσα που λόγω του χιούμορ γίνονται ακόμη περισσότερο προσβάσιμα στον θεατή, χιούμορ ίσον προσβασιμότητα γενικότερα στη ζωή. 

Αυτή αποτελεί και την πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία σας, η οποία και τα έχει ήδη πάει περίφημα στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης και της Τεργέστης. Πως βιώσατε εσείς προσωπικά το πέρασμα από τις μικρού μήκους, στην πρώτη σας μεγάλου μήκους ταινία; 

Η ταινία πάει πολύ καλά και στο εξωτερικό, έχει ήδη ταξιδέψει σε περισσότερα από 20 φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο! Δεν μπορώ να πω ότι ήταν πρόβλημα το πέρασμα από τις μικρού μήκους στην πρώτη μεγάλη, είχα καιρό να κάνω ταινία και πολύ χρόνο για να προετοιμαστώ για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία. Δεν έχει καμία σχέση φυσικά, αλλάζει εντελώς η κλίμακα, πολύ πιο σύνθετη και δύσκολη η μεγάλου μήκους, αλλά από την άλλη έχεις και πολύ περισσότερη βοήθεια, περισσότερους ανθρώπους που συμβάλλουν στη διαδικασία και φυσικά έχει τεράστια σημασία ο/η παραγωγός της ταινίας. 

Οι ερμηνείες της ταινίας είναι όλες μια και μια. Ο Τζούλιο Γιώργος Κατσής στον ρόλο του αθυρόστομου, ΑμεΑ γιου Λευτέρη, ο Κέβιν Ζανς Ανσονγκ (Νέγρος του Μοριά) ως ταξιτζής Μιχάλης, αλλά και η συγκλονιστική μάνα Χαρούλα της Ελένης Κοκκίδου. Ήταν σαφείς οι οδηγίες ως προς την απόδοση των χαρακτήρων ή υπήρχε και περιθώριο αυτοσχεδιασμού; 

Είχα την τύχη να συνεργαστώ με εξαιρετικούς ηθοποιούς όπως η Ελένη Κοκκίδου και ο Γιώργος Κατσής, όπως επίσης και τον πολύ χαρισματικό μη-ηθοποιό, μουσικό Kevin Zans Ansong (Νέγρος του Μοριά). Η Κοκκίδου μεταμορφώθηκε σε μια γυναίκα με την οποία έχει ελάχιστα κοινά, και ο Κατσής κατάφερε να ενσαρκώσει έναν σύνθετο και ασυνήθιστο χαρακτήρα. Οι χαρακτήρες ήταν σαφέστατοι από το σενάριο και εγώ απλά ενθάρρυνα τους ηθοποιούς να κάνουν δικούς τους τους διαλόγους και να αυτοσχεδιάζουν πάντα μέσα στα πλαίσια των χαρακτήρων. Το ότι επιλέξαμε το είδος του σατιρικού ψευδο-ντοκιμαντέρ βοήθησε πολύ στο να υπάρχει μεγάλη ελευθερία κινήσεων για τους ηθοποιούς να δοκιμάσουν διάφορα πράγματα, και όταν έχεις τόσο καλούς ηθοποιούς συμβαίνουν μαγικά πράγματα στο γύρισμα. Το ζητούμενο με τον Kevin Zans Ansong (Νέγρο του Μοριά) ήταν να μην προσπαθήσει να παίξει τον ρόλο διότι είναι κάτι που δεν γνωρίζει πώς να το κάνει και θα είχε καταστροφικές συνέπειες, έπρεπε να είναι όσο γίνεται ο εαυτός του, ήταν ένα στοίχημα που όμως κερδήθηκε πανηγυρικά και τα κατάφερε περίφημα. 

Οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι διαρκώς με την ελληνική πραγματικότητα – ανέχεια, ξενοφοβία, μη προσβασιμότητα ανθρώπων ΑμεΑ – κάπου όμως στον ορίζοντα διακρίνεται και η θετική πλευρά της ζωής. Είναι τελικά ωραίο να ζει κανείς στην Ελλάδα του σήμερα; 

Μια δύσκολη ερώτηση, νομίζω ότι έχει να κάνει με την προσωπική ζυγαριά του καθενός, όπως κάθε χώρα η Ελλάδα έχει τα καλά της και τα προβλήματά της, ίσως το κοντράστ ανάμεσα στην τόση ομορφιά και την άλλη τόση δυσλειτουργικότητα εδώ είναι ισχυρότερο, αλλά εγώ πιστεύω ότι το σημαντικό είναι να αλλάζουμε, να βελτιωνόμαστε και να εξελισσόμαστε σαν χώρα, κάτι που συμβαίνει αλλά ίσως αργά, διότι ο Έλληνας φοβάται τις αλλαγές, προτιμάει τα κεκτημένα του, φοβάται να προχωρήσει, αλλά στα δικά μου μάτια υπάρχει ελπίδα και αισιοδοξία. Έχω επιλέξει πολύ συνειδητά να μένω εδώ. 

Μετά και το τέλος της ταινίας, αντιλαμβάνομαι πως ο όρος της Black Stone μπορεί να σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό για τον καθέναν μας. Τι σημαίνει για εσάς; 

Για μένα ο όρος Black Stone μάλλον σημαίνει πράξη ως αντίθετο της απραξίας, της στασιμότητας, και όσο άγαρμπα και σπασμωδικά και αν γίνει αυτή η πράξη, και με όσες αρνητικές συνέπειες και αν έχει ως αποτέλεσμα, τελικά είναι μια υγιής κίνηση, μια θετική κίνηση υπέρ της ζωής, και το μόνο σίγουρο είναι ότι η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να συνεχίζεται. 

INFO
Η ταινία «Black Stone» προβάλλεται ήδη στις αίθουσες από το Cinobo