Οι 10 καλύτερες ταινίες του Γούντι Άλεν - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:05
1/12

Οι 10 καλύτερες ταινίες του Γούντι Άλεν

Το cinemagazine.gr γιορτάζει τα 89α γενέθλια ενός από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες και σεναριογράφους του σινεμά βάζοντας τις κορυφαίες δημιουργίες του σε αξιολογική σειρά.

Από τον Λουκά Κατσίκα

10. Σφαίρες Πάνω από το Μπρόντγουεϊ (Bullets Over Broadway, 1994)

Μια λαμπρή κωμωδία που θυμίζει τις αντίστοιχες δημιουργίες του κλασικού Χόλιγουντ, μεταφρασμένες όμως μέσα από μια μοντέρνα και υποψιασμένη ματιά, οι «Σφαίρες Πάνω από το Μπρόντγουεϊ» επιδεικνύουν περήφανα το συγγραφικό ταλέντο του Άλεν (εδώ σε σεναριακή συνεργασία με τον Ντάγκλας Μακ Γκραθ), τις φαινομενικά ξένοιαστες καταστάσεις μέσα στις οποίες κρύβει τα πιο καυστικά συμπεράσματά του για την ζωή και την τέχνη και την απαράμιλλη ικανότητά του να πλάθει αξέχαστους και διαχρονικούς χαρακτήρες, όπως εκείνος της Νταϊάν Γουίστ που της χάρισε δικαιολογημένα το δεύτερό της Όσκαρ, οχτώ χρόνια μετά την ανάλογη βράβευσή της για το «Η Χάνα και οι Αδελφές της»).

Ακολουθώντας τις απεγνωσμένες κινήσεις ενός ιδεαλιστή θεατρικού συγγραφέα της δεκαετίας του ‘30, που προσπαθεί να δρομολογήσει την καλλιτεχνική ανέλιξή του και γίνεται μαριονέτα στα χέρια ενός δαιμόνιου γκάνγκστερ και της ατάλαντης ερμηνευτικά φιλενάδας του, ο Άλεν παραδίδει μια σπιρτόζικη, ρυθμική και ασταμάτητα ψυχαγωγική φάρσα των παρασκηνίων και των αμέτρητων υποκρισιών του θεάματος, προσφέροντας το εκλεπτυσμένο κωμικό αντίστοιχο σε θεματικές σαφώς πιο σκοτεινές και σοβαρές που είχε προηγουμένως θίξει με έξοχες ταινίες όπως το «Απιστίες κι Αμαρτίες».

9. Μέρες Ραδιοφώνου (Radio Days, 1987)

Ένα ανθολόγιο στιγμών, αναμνήσεων, ανέκδοτων ιστοριών και κωμικοτραγικών διηγήσεων (με αφηγητή τον ίδιο τον Άλεν) από μια εποχή αμερικανικής αθωότητας, πριν τον ερχομό της τηλεόρασης και λίγο μετά το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου πολέμου, το φιλμ εκπέμπει αέρα θαλπωρής και αποτελεί έργο μεγάλης τρυφερότητας, έτσι καλόκαρδα και νοσταλγικά όπως σκαλίζει τη ζωή μιας μικροαστικής οικογένειας και των ραδιοφωνικών αστέρων που παρακολουθούσε με ευλαβική προσκόλληση.

Από τις θαυμάσιες μουσικές επιλογές, που πλημμυρίζουν από άκρη σε άκρη το φιλμ, και τη vintage φωτογραφία του Κάρλο Ντι Πάλμα μέχρι την εξαίρετη αναβίωση της εποχής που πετυχαίνει ο (μακροχρόνιος συνεργάτης του σκηνοθέτη στον σχεδιασμό παραγωγής) Σάντο Λοκάστο, η ταινία βρίθει αρετών και πολύτιμων μικρών λεπτομερειών, τοποθετώντας μια σειρά από γλυκύτατες βινιέτες στην υπηρεσία ενός σχεδόν συγκινητικού κλεισίματος του ματιού στη μνήμη, στην παιδικότητα και σε όσα δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ.

8. Ζέλιγκ (Zelig, 1983)

Ένα πρωτοποριακό και πολυεπίπεδο ψευδοντοκιμαντέρ για έναν άνθρωπο που καταρρέει υπό το βάρος της ανάγκης του για αποδοχή, το «Zelig» αποτελεί μια από τις πιο περιπετειώδεις στιλιστικά δημιουργίες του Άλεν, έναν απρόσμενο σταθμό καριέρας για ένα σκηνοθέτη που καλωσόριζε τακτικά μέσω του έργου του τις μεταμορφώσεις και έναν σχεδόν αριστουργηματικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση.

Ο ήρωας της ταινίας κατορθώνει από ασήμαντη μονάδα της αμερικανικής πραγματικότητας των αρχών του 20ού αιώνα να μεταμορφωθεί σε έναν γνήσιο χαμαιλέοντα και να διατρέξει χρόνια, εποχές και ήθη, προκαλώντας σύγχυση στους παράγοντες της επιστήμης και της θρησκείας, αξιοπερίεργο στον περίγυρό του και χρησιμεύοντας στον σκηνοθέτη ως ένα όχημα για ένα ευφυές πολιτισμικό ταξίδι στο μοντέρνο κόσμο και τις ιδιορρυθμίες του, όσο και για μια μελέτη της εγγενούς ανάγκης καθενός μας να ανήκει κάπου και να αποστρέφεται τη μοναξιά. Όλα αυτά ο Άλεν τα πλαισιώνει και τα αναπαριστά με έναν αποστομωτικό φορμαλιστικό τρόπο, επεμβαίνοντας με τέτοιο τρόπο στο φιλμ ώστε να το κάνει να μοιάζει σαν να προήλθε από το μακρινό παρελθόν και κουβαλά επάνω του ανάγλυφες τις ρυτίδες και τη φθορά του χρόνου.

7. Μυστηριώδεις Φόνοι στο Μανχάταν (Manhattan Murder Mystery, 1993)

Με την πρώτη ταινία που κυκλοφόρησε στις αίθουσες αμέσως μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου για τη σχέση του με την Σουν-Γι Πρεβέν και την οδυνηρή δημόσια διαπόμπευσή του από τη Μία Φάροου, ο Γούντι Άλεν έμοιαζε να γυρεύει ανακούφιση μέσω του χιούμορ και της συναναστροφής με παλιούς, καλούς φίλους. Για τον λόγο αυτό επέλεξε να υπογράψει μια περήφανα ξένοιαστη κωμωδία, να μοιραστεί τα σεναριακά καθήκοντα παρέα με τον παλιό συνεργάτη του, Μάρσαλ Μπρίκμαν (με τον οποίο είχαν να δουλέψουν μαζί από το «Μανχάταν»), και να συμπρωταγωνιστήσει  με την πρώην αγαπημένη του, εντός και εκτός οθόνης, Νταϊάν Κίτον. 

Αυτό όμως που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ως μια εύθυμη και έξω καρδιά πλοκή μυστηρίου, με γνώριμο μητροπολιτικό φόντο από προηγούμενες ταινίες του Άλεν, ατάκες ανθολογίας και βασικούς ήρωες ένα τρίο μεσηλίκων που επιχειρούν να διασκεδάσουν την πλήξη και να ανακαλέσουν προσωρινά τη χαμένη νιότη τους, προσπαθώντας να διαλευκάνουν ένα έγκλημα, αποτελεί στην ουσία μια από τις πιο διαυγείς και έξυπνες σάτιρες του Άλεν πάνω στις δυναμικές των ανθρωπίνων σχέσεων και στο αναπόφευκτο της φθοράς που φέρνει μαζί του ο χρόνος  

Το ενδιαφέρον με την ίντριγκα του «Μυστηριώδεις Φόνοι στο Μανχάταν», πάντως, είναι ότι αποτέλεσε αρχικά μια ολόκληρη υποπλοκή (ωριαίας διάρκειας) την οποία ο Άλεν είχε γράψει για το «Νευρικό Εραστή», αλλά αποφάσισε να μην χρησιμοποιήσει τελικά στο final cut. Παρ' όλα αυτά, η επανένωση του κινηματογραφικού ζευγαριού της θρυλικής εκείνης ταινίας αποδεικνύεται ευεργετικό, βεβαιώνοντας σε κάθε κοινή σκηνή των δυο ηθοποιών πόσο ισχυρή είναι η μεταξύ τους χημεία και πόσο γλυκιά η οικειότητα που κουβαλούν. Ο Γούντι Άλεν θεωρεί τη συγκεκριμένη ταινία ως μια από τις καλύτερές του. Και μάλλον έχει δίκιο.

6. Το Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου (The Purple Rose of Cairo, 1985)

Στα μέσα της δεκαετίας του '80 ο Γούντι Άλεν σερβίρει απανωτά καρπούς από το εύφορο δέντρο της καλλιτεχνικής του ωριμότητας. Φανερώνει έναν δημιουργό σε πλήρη έλεγχο του έργου και των προβληματισμών του, συμφιλιωμένο με τον παλιό και πιο ξεκάθαρα κωμικό εαυτό του, αλλά και ανενόχλητο πλέον στο να εξερευνά την πιο στοχαστική, εσωστρεφή και ανθρώπινη πλευρά του σε μια σειρά από ελκυστικές παραβολές πάνω στην εξιδανικευμένη αντιπαράθεση της τέχνης απέναντι στις σκληρές αλήθειες της ζωής.

Έτσι, λίγο καιρό μετά το θαυμαστό πείραμα του «Ζέλιγκ» και τη γοητευτική σεμνότητα του «Ο Ατσίδας του Μπρόντγουεϊ», και ένα χρόνο πριν υπογράψει ένα από τα ατόφια αριστουργήματά του με το «Η Χάνα και οι Αδελφές της», ο Άλεν εκδηλώνει την πίστη του στις λυτρωτικές δυνατότητες, αλλά και τις γλυκόπικρες χίμαιρες της κινηματογραφικής απόδρασης με μια ταινία αφοπλιστικά στοργική, στα όρια της ελεγείας.

Το «Πορφυρό Ρόδο» εκτυλίσσεται σε μια Αμερική ρημαγμένη από τις συνέπειες του μεγάλου οικονομικού κραχ και τις καθημερινές αντιξοότητες, όπου το σινεμά προσφέρει ως λαϊκό θέαμα φτηνή διέξοδο σε αρκετούς από τους λιγότερο προνομιούχους ανθρώπους της εποχής. Στη διάρκεια μιας προβολής, η εύθραυστη και κατατρεγμένη από τις βιαιότητες του συζύγου της ηρωίδα του φιλμ (εξαιρετική για ακόμη μια φορά η Μία Φάροου) θα δει να ζωντανεύει για λογαριασμό της ο ευσεβής πόθος αμέτρητων κινηματογραφόφιλων: Ο ελκυστικός πρωταγωνιστής του μελοδράματος που εκτυλίσσεται στη μεγάλη οθόνη θα προσγειωθεί με σάρκα και οστά δίπλα της, θα πάρει τη μοναχική θαυμάστριά του από το χέρι και θα της εκδηλώσει τον έρωτά του.

Επειδή, όμως, το σινεμά είναι το κατεξοχήν μέσο που προσφέρει τα δύσκολα ερωτήματα, όμως όχι απαραιτήτως και τις ανακουφιστικές απαντήσεις για την ζωή που περιμένει έξω από τη σκοτεινή αίθουσα, η σύγκρουση της φαντασίας με την πραγματικότητα θα έχει μελαγχολικό τέλος. Τα σαγηνευτικά παιχνίδια των σκιών επάνω στο πανί θα παραμείνουν ιδανικές ψευδαισθήσεις, βολικές αντανακλάσεις. Και το ρομαντικό παραμύθι της ταινίας θα λήξει, σχεδόν θα εξανεμιστεί μπροστά στα κυνικά καλέσματα του αληθινού κόσμου. 

5. Απιστίες κι Αμαρτίες (Crimes and Misdemeanors, 1989)

Ολόκληρη η καριέρα του Γούντι Άλεν βρισκόταν ανέκαθεν μοιρασμένη ανάμεσα στην κωμική της πλευρά και στην πιο δραματική. Με το «Απιστίες κι Αμαρτίες», και χάρη σε ένα από τα κορυφαία σενάρια που έτυχε ποτέ να υπογράψει, ο σκηνοθέτης κατόρθωνε να ενώσει τις δυο αντικρουόμενες αυτές αντιλήψεις μέσα στην ίδια ταινία και σε μια πλοκή η οποία δηλώνει ξεκάθαρα τη λατρεία του νεοϋορκέζου δημιουργού για τις υπαρξιακές αγωνίες των σελίδων του Ντοστογιέφσκι.

Καθώς ένας παντρεμένος μεσήλικας σχεδιάζει το φόνο της ερωμένης του και ένας ιδεαλιστής ντοκιμαντερίστας αντιμετωπίζει το δίλημμα τού αν πρέπει να συμβιβαστεί για τα χρήματα ή όχι, ο Άλεν οδηγεί τις δυο παράλληλες ιστορίες του σε έναν θαυμάσιο στοχασμό πάνω στα ρευστά όρια και τις πάντα συζητήσιμες παραμέτρους της ανθρώπινης ηθικής, ο οποίος απλώνεται σε μια από τις πιο απαισιόδοξες και ήρεμα απελπισμένες κινηματογραφικές δηλώσεις που αποπειράθηκε ποτέ. Τον συνοδεύει, φυσικά, με μια χούφτα σπουδαίων ερμηνειών, με μερικά από τα πιο πνευματώδη κομμάτια διαλόγων που έχει ποτέ σκαρφιστεί και με μια σοφή εξισορρόπηση των χιουμοριστικών και των δραματικών στοιχείων - λόγοι που οδήγησαν την υποψήφια για τρία Όσκαρ ταινία να αποτελέσει μια από τις σημαντικότερες στο σύνολο της φιλμογραφίας του.

4. Παντρεμένα Ζευγάρια (Husbands and Wives, 1992)

Το δυστύχημα με την επιθετικά ειλικρινή και επώδυνη αυτή ανατομία των διαπροσωπικών σχέσεων είναι ότι κυκλοφόρησε στις αίθουσες λίγο μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου μοιχείας που οδήγησε τον Γούντι Άλεν και τη μακροχρόνια σύντροφό του, Μία Φάροου, σε ρήξη. Η συγκυρία προέτρεψε άθελά της το κοινό να επωμισθεί ρόλο ηδονοβλεψία και είτε να ρίξει ανενδοίαστα κλεφτές ματιές στην επώνυμη κλειδαρότρυπα του ζεύγους, είτε να γραπώνεται από ατάκες και σκηνές του φιλμ προκειμένου να αντλήσει αυτοβιογραφικούς παραλληλισμούς των όσων διηγείται το φιλμ με την πραγματικότητα του πολυσυζητημένου διαζυγίου.

Το ευτύχημα με την ταινία είναι ότι αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές καταθέσεις που έχουν επιχειρηθεί ποτέ πάνω στις άφθονες ψυχοσυναισθηματικές νάρκες οι οποίες παγιδεύουν συνήθως και απειλούν να τινάξουν στον αέρα τις υποθέσεις της καρδιάς. Έξοχη παραλλαγή στις μπεργκμανικές «Σκηνές από ένα Γάμο», η πιο ορμητική και παροξυσμική δημιουργία του Άλεν παρακολουθεί τις σεισμικές δονήσεις και την αργή καταβύθιση που προκαλεί στη ζωή δυο παντρεμένων ανθρώπων η ανακοίνωση ενός φιλικού ζευγαριού ότι λήγει φιλικά τον μακροχρόνιο δεσμό του.

Αυτό που ακολουθεί μεταφράζεται σε μια σπασμωδική σκηνοθεσία, μια νευρική κάμερα-εισβολέα που βρίσκει πάντα τρόπους ώστε να φέρνει τον θεατή ανατριχιαστικά κοντά στα οικογενειακά δράματα των ηρώων, ένα επίτηδες ψευδοντοκιμαντεριστικό ύφος, που δίνει μεγαλύτερη αληθοφάνεια σε όσα παρακολουθούμε, και ένα σενάριο που μοιάζει να αδειάζει στην οθόνη κοινούς και εύκολα αναγνωρίσιμους, αλλά συχνά ανεκδήλωτους δαίμονες.

Σινεμά βγαλμένο από τα σωθικά, ικανό να μετατρέψει τη σκοτεινή αίθουσα σε μαζική ψυχοθεραπευτική συνεδρία, αποκαλυπτικό reality check που ορκίζεται να σκαλίσει περιοχές τις οποίες αρκετοί ενήλικοι θεατές προτιμούν να μην διαβαίνουν, τα «Παντρεμένα Ζευγάρια» προσφέρονται για άβολη και καθηλωτική παρακολούθηση και αποτελούν ό,τι πλησιέστερο στην αληθινή ζωή έχει καταφέρει να μεταφέρει ποτέ ο Άλεν στη μεγάλη οθόνη.

3. Η Χάνα και οι Αδελφές της (Hannah and Her Sisters, 1986)

Τοποθετημένη ανάμεσα σε τρεις εορτασμούς της Ημέρας των Ευχαριστιών και σε όσα μεσολαβούν στις αισθηματικές ζωές των τριών αδελφών μιας καλλιτεχνικής οικογένειας, η «Χάνα» σχηματίζει ένα νοητό αφηγηματικό κύκλο και μέσα του κλείνει τις οξυδερκείς και βαθιά ανθρώπινες παρατηρήσεις του Άλεν για τις σχέσεις, τον ασταθή παράγοντα της ζωής που ονομάζεται τυχαίο, το φόβο της μοναξιάς και του θανάτου, την αναζήτηση νοήματος και πίστης σε ένα προοδευτικά όλο και πιο παράλογο κόσμο, τις μοντέρνες νευρώσεις και την εμπειρία του να ζει κανείς σε μια χαώδη και μαζί γοητευτική μεγαλούπολη, όπως είναι η Νέα Υόρκη.

Με το να περιγράψει, εντούτοις, κανείς μια ταινία τέτοιας αφηγηματικής πληρότητας και τέτοιας κομψότητας είναι σαν να καταδικάζει πολλές από τις αρετές της να παραμένουν αμετάφραστες στο χαρτί. Γιατί η «Χάνα» είναι ένα λαμπερό παράδειγμα του σχεδόν ενστικτώδους τρόπου με τον οποίο δουλεύει ο σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς του (ο Μάικλ Κέιν και η Νταϊάν Γουίστ βραβεύτηκαν εδώ με το Όσκαρ Β' Αντρικού και Β' Γυναικείου ρόλου, αντίστοιχα), της απαράμιλλης φθινοπωρινής ατμόσφαιρας με την οποία περιβάλλει τις ιστορίες του, της ακριβούς γεωμετρίας με την οποία μοιράζει το δίπτυχο έρωτας-απιστία σε μια χούφτα χαρακτήρων που είναι τόσο καλογραμμένοι ώστε κατορθώνουν και κλείνουν μέσα τους αυθεντικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εκείνης της μοναδικής ικανότητας που έχει ο Άλεν να στολίζει με χιούμορ ακόμη και τις πιο σκυθρωπές καταστάσεις.

2. Νευρικός Εραστής (Annie Hall, 1977)

Μια σειρά από πρωτιές σημειώνει για λογαριασμό του δημιουργού του το φιλμ που τιμήθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου και Α' Γυναικείου ρόλου για την υπέροχη Νταϊάν Κίτον. Για πρώτη φορά σε ταινία του Γούντι Άλεν οι τίτλοι αρχής και τέλους υιοθετούν τη λογική που θα συνοδέψει τις μετέπειτα ταινίες του. Για πρώτη, επίσης, φορά η Νέα Υόρκη και ο θορυβώδης μικρόκοσμος από διανοούμενους αναγορεύεται σε μόνιμο σχεδόν σκηνικό και δεξαμενή ιδεών για τις εξιστορήσεις του, με τον ίδιο τον Άλεν να κουβαλά μονίμως στο εξής την γνώριμη πλέον περσόνα του ανασφαλούς και φορτωμένου υπαρξιακά άγχη καλλιτέχνη ο οποίος σκοντάφτει διαρκώς επάνω στις ίδιες τις νευρώσεις και την αποτυχία του να εκμεταλλευτεί τη δυνατότητα μιας πρόσκαιρης, έστω, ευτυχίας.

Για πρώτη φορά, τέλος, ο Άλεν αφήνει οριστικά πίσω τους παλιμπαιδισμούς και την ελαφράδα των πρώτων του κωμωδιών για να αφοσιωθεί σε ένα στιβαρό, πνευματώδες και βαθιά φιλοσοφημένο έργο που να μοιάζει εντελώς προσωπικό, την ίδια ώρα που απηχεί οικουμενικές αγωνίες και ερωτήματα, και να μπορεί να μετατοπίζεται από το αρσενικό στο θηλυκό βλέμμα, αναλόγως την ιστορία Αυτό το απότομο άλμα ωριμότητας συνοδεύεται στον «Νευρικό Εραστή» με μια σειρά από εξόχως λειτουργικά στιλιστικά πειράματα (εξομολογήσεις του ήρωα απευθείας στην κάμερα, υπότιτλοι που μεταφέρουν τις σκέψεις των χαρακτήρων, παιχνίδια με την ασυνέχεια των ήχων, συνύπαρξη παρελθόντος και παρόντος στην ίδια σκηνή, εικόνα που χωρίζεται στα δύο) τα οποία δίνουν την εντύπωση ενός δημιουργού ο οποίος δοκιμάζει αυθόρμητα και άφοβα ένα σωρό τεχνάσματα-μια τακτική ελεύθερης και πειραματικής φόρμας που μόνο μεμονωμένα θα συναντά κανείς στη συνέχεια της καριέρας του σκηνοθέτη.

Το «Annie Hall» (όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του φιλμ, με το Hall να παραπέμπει στο πραγματικό επώνυμο της Κίτον) εξισορροπεί από την άλλη, και πιο αρμονικά από ποτέ, τις ασταμάτητες παλινδρομήσεις του Άλεν ανάμεσα στο αστείο και το σοβαρό, βάζοντάς τα δυο άκρα να επικοινωνούν συνεχώς και να προσφέρουν εναλλακτικές εκδοχές στην αφήγηση της ίδιας ιστορίας. Για όλους αυτούς τους λόγους, ίσως ακόμη και για το γεγονός ότι αποτελεί παράδειγμα ταινίας που κανείς μπορεί να παρακολουθήσει ξανά και ξανά με την ίδια ευχαρίστηση, ο «Νευρικός Εραστής» υπόσχεται να χρησιμεύει ως ένα αστείρευτο ντεπόζιτο ιδεών και ευρημάτων από το οποίο θα μπορεί να αντλεί για πάντα η σύγχρονη κωμωδία.

1. Μανχάταν (Manhattan, 1979)

Ερωτικό γράμμα σε μια μεγαλούπολη, το ωραιότερο φιλμ του Άλεν μετατρέπει τη Νέα Υόρκη, η οποία εκείνη τον καιρό μόλις αρχίσει να συνέρχεται από την παρ' ολίγο χρεωοκοπία της, σε μια αστική ονείρωξη. Αυτό που βλέπουμε στην οθόνη δεν είναι η πραγματική πόλη, αλλά εκείνη που έχει σχηματίσει στο μυαλό του και προβάλλει ο σκηνοθέτης: ένα συνονθύλευμα από παιδικές του μνήμες, φαντασματικές εικόνες από κλασικές χολιγουντιανές ταινίες και υπέροχα παιχνίδια των σκιών και του φωτός, όπως τα συνέλαβε με την μυσταγωγική του κάμερα ο Γκόρντον Γουίλις.

Ο Γούντι Άλεν «κατασκευάζει» λοιπόν στην οθόνη την ονειρεμένη του μητρόπολη και την βάζει να φιλοξενεί και να αφουγκράζεται τους έρωτες, τις απογοητεύσεις, τα άγχη και τις ψευδαισθήσεις που βιώνουν καθημερινά οι ένοικοί της στην επίμονη αναζήτησή τους για το ίδιο πράγμα: τη δυνατότητα της  αγάπης και κάποιας ευτυχίας όταν τριγύρω ο κόσμος βουίζει διαρκώς και τους σαστίζει, τους αποσπά. Μέσα από το εξιδανικευμένο βλέμμα του σκηνοθέτη, ωστόσο, το «Μανχάταν» γίνεται ό,τι ακριβώς κι αυτό που γυρεύουν κατά βάθος οι ήρωες του φιλμ: η επιστροφή σε μια εποχή αθωότητας που φαίνεται να έχει χαθεί για πάντα. Η επίκληση σε ένα τρυφερό παρελθόν που ίσως και να μην υπήρξε ποτέ. Το αίτημα στη φαντασία και την ονειροπόληση για όσους εξακολουθούν να μην ξέρουν πώς και πότε να μεγαλώσουν. Εξ ου και οι ακαταμάχητα ρομαντικές μελωδίες του Τζορτζ Γκέρσουιν που ντύνουν την ταινία σαν απόηχοι γλυκύτερων ημερών. Εξ ου και η παρουσία της νεαρής Τρέισι, ένα πλάσμα ειλικρινές και αμόλυντο που δεν έχει ακόμη εκτεθεί στα ψέματα και τις νευρώσεις των γύρω και το οποίο εμφανίζεται ως δια μαγείας στη ζωή του πεισματικά ανώριμου ήρωα για να τον πείσει «να έχει λίγη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους», γιατί «δεν γίνεται οι πάντες να διαφθαρούν».

Όμως σε μια πόλη βγαλμένη από το πιο όμορφο όνειρο, τίποτα δεν είναι γραπτό  να διαρκέσει πολύ. Γι' αυτό και με το «Μανχάταν» του, ο Γούντι Άλεν δεν σκηνοθέτησε μια ταινία αλλά κατοχύρωσε κινηματογραφικά μια φαντασίωση που να μπορεί ανά πάσα στιγμή να επισκέπτεται με τον ίδιο τρόπο που πολλοί θεατές επιστρέφουμε ξανά και ξανά σε εκείνο το παγκάκι του Μπρούκλιν, αργά μια νύχτα και με τη γέφυρα του Κουίνσμπορο να σχηματίζεται σαν οπτασία μέσα στο σκοτάδι. Ένα στιγμιότυπο μαγικό, την ώρα του λυκαυγούς, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ανάμεσα σε δυο υπνοβάτες που ίσως γίνουν εραστές κάτω από τον ουρανό και τις στέγες της πόλης που ονειρεύτηκαν.