Η αναμέτρηση (κυριολεκτική και μεταφορική) ενός ιππότη με τον Θάνατο αναδεικνύεται για τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν σε μέγιστη φιλοσοφική αναζήτηση και ταυτόχρονα ύμνο στην ευρηματικότητα του ανθρώπινου είδους ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές της ύπαρξής του. Όλα αυτά στην «Έβδομη Σφραγίδα», που κυκλοφόρησε σαν σήμερα πρώτη φορά στις αίθουσες, το 1957.
Στις αρχές του 1957, που ο Μπέργκμαν ολοκλήρωσε την «Έβδομη Σφραγίδα», το ευρωπαϊκό σινεμά ετοιμαζόταν για τη μεγάλη του άνοιξη. Ο ιταλικός νεορεαλισμός μετρούσε ήδη δέκα δημιουργικά χρόνια, ο Φελίνι παρουσίαζε τις «Νύχτες της Καμπίρια», ο Βάιντα το «Kanal», ο Αντονιόνι την «Κραυγή», ο Μπρεσόν το «Ένας Καταδικασμένος σε Θάνατο Δραπέτευσε» και ο Άγγλος Ντέιβιντ Λιν διέσχιζε τη «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι» για να πάει στην Αμερική.
Οι 15 ταινίες που είχε στο ενεργητικό του ο, 39χρονος τότε, Σουηδός, είχαν κάνει το όνομά του αρκετά γνωστό. Ο Μπέργκμαν είχε ήδη γυρίσει το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» (1953), τη «Νύχτα των Σαλτιμπάγκων» (1953), τα «Ερωτικά Μαθήματα» (1954) και τα «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» (1955), είχε κερδίσει κάποια βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ και είχε πετύχει ακόμη και διανομή σε αμερικανικές αίθουσες. Το 1957 ωστόσο ήταν η χρονιά του. Τον Μάιο έφυγε από τις Κάννες με το δεύτερο βραβείο για την «Έβδομη Σφραγίδα» κι αμέσως άρχισε να γυρίζει τις «Άγριες Φράουλες» που προβλήθηκαν τα Χριστούγεννα και κέρδισαν, δυο μήνες αργότερα, τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Διατηρεί ακέραιη την αίγλη ενός επιβλητικού έργου τέχνης, που τολμά να κοιτάξει κατάματα τα μεγάλα προβλήματα της ύπαρξης
Ο Ερίκ Ρομέρ χαρακτήρισε την «Σφραγίδα» ως μια από τις ωραιότερες ταινίες που έχουν γίνει ποτέ, οι κριτικοί ανά τον κόσμο την τίμησαν επανειλημμένα στις λίστες των αγαπημένων τους φιλμ, μεταγενέστεροι δημιουργοί (όπως ο Γούντι Άλεν στον «Ειρηνοποιό») της αφιέρωσαν πλήθος άμεσων ή έμμεσων αναφορών. Το επίτευγμα με την ταινία είναι, παρ' όλα αυτά, πως διατηρεί εξακολουθητικά ακέραιη την αίγλη ενός επιβλητικού έργου τέχνης, που τολμά να κοιτάξει κατάματα τα μεγάλα προβλήματα της ύπαρξης.
Ο θάνατος, η (μη) ύπαρξη του θεού, η χειραγώγηση των μαζών από θρησκευτικές δοξασίες και η τέχνη ως καταφύγιο και παρηγοριά κόντρα σε πάσης φύσεως σκοταδισμό μπλέκονται σε ένα κινηματογραφικό/φιλοσοφικό γαϊτανάκι, όπου ο κάθε «παίκτης» κρατά έναν διακριτό ρόλο. Από τη μία ο αγνωστικιστής ιππότης με τη βαθιά μεταφυσική αγωνία και ο άθεος, κυνικός ιπποκόμος που απορρίπτει δίχως δεύτερη σκέψη οποιοδήποτε ενδεχόμενο μετά θάνατον ζωής. Από την άλλη ο όχλος των ζηλωτών, θυμάτων σε κάθε λογής δεισιδαιμονίες, αλλά και η οικογένεια των σαλτιμπάγκων, που καταφέρνει να ζει σε ένα καθεστώς θεϊκής ελαφρότητας.
Κάπου ανάμεσα στους παραπάνω παίκτες βρίσκεται και ο ίδιος ο Μπέργκμαν, που δημιουργεί ένα road movie (κατά τα λεγόμενα του ίδιου) στην παράδοση του Θερβάντες και του εξπρεσιονιστικού σινεμά, του «Ορφέα» του Ζαν Κοκτώ αλλά ακόμα και της «Αποκάλυψης». Ο ίδιος δήλωνε τότε ότι «Εκείνη την εποχή ένιωθα κάποια επαφή με τον θάνατο και ο φόβος μου ήταν τεράστιος. Όταν τελείωσαν τα γυρίσματα δεν φοβόμουν πια». Η «Έβδομη Σφραγίδα» θα σηματοδοτούσε, όμως, για τον Μπέργκμαν και την απαρχή της ευρείας διεθνούς αναγνώρισης, αλλά και την οριστική βουτιά στα υπαρξιακά προβλήματα που θα τον βασανίζουν ως το τέλος.