Θα ήταν νωρίς όποτε και αν συνέβαινε. Συνέβη στις 28 Μαρτίου μετά από χρόνια μάχη με τον καρκίνο.
Είναι πολλοί άνθρωποι, οι περισσότεροι, για τους οποίους η απώλεια ενός καλλιτέχνη εγείρει λογιών κριτικές στο πένθος. Το ότι θρηνείται «δικός μας άνθρωπος» ξεπερνά την δική τους εννόηση. Είναι μια λογική αντίδραση, ιδίως όταν δεν συνδέεται κανείς στη ζωή του με το έργο (δηλαδή την έκφραση, δηλαδή την ματιά στη ζωή) άλλων, όταν δεν έχει χρειαστεί κάποιας μορφής τέχνη να σε στηρίξει και να σε συντροφεύσει. Είναι όμως γενικότερα μια λογική-παράλογη αντίδραση. Γιατί δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να φανταστεί τη ζωή του δίχως έργα ανθρώπων σε αυτό που συμβατικά ονομάζουμε καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν ξέρω δηλαδή αν φαντάζεται κανείς πώς θα ήταν χωρίς να είχε ποτέ του διαβάσει έστω ένα βιβλίο, ακούσει μια μουσική, δει ένα έργο, ή βρεθεί σε μια κατάσταση στεγαζόμενη από την δημιουργία κάποιων. Όπως κι αν ονομάζονται οι κάποιοι αυτοί.
Εν πάση περιπτώσει η έξοδος του Σακαμότο χτυπάει πολλαπλά. Χτυπάει γιατί είναι αντικειμενικά νωρίς. Ο άνθρωπος ταλανιζόταν κοντά 10 χρόνια πια, όμως η δημιουργικότητά του δεν κάμφθηκε διόλου. Χτυπά γιατί η συμβολή του στην σύγχρονη μουσική ξεκινά από τα ποπ ακούσματα των YMO (Yellow Magic Orchestra), που βέβαια αποδείχθηκαν ποπ δεν φτιάχτηκαν ως τέτοια, περιηγείται λόγιες εκφράσεις μοντερνισμών που κρατούν την φρεσκάδα των μουσικών τρόπων…φρεσκάδα (ο ίδιος πανηγύριζε αστειευόμενος γιατί γεννήθηκε τη χρονιά που ο Τζον Κέιτζ παρέδωσε το «4’33’»). Και χτυπά γιατί εκτός από το ότι τον γνωρίσαμε σε χρόνια που οι μουσικές στεγάζουν αναμνήσεις που σε κρατούν σώφρονα ως μεγαλύτερο, ασχολήθηκε με την κινηματογραφική μουσική. Για αυτήν του τη πλευρά θα πούμε δυο κουβέντες.
Εκεί λοιπόν, στις αρχές του ’80, στα χρόνια των YMO και του Ντέιβιντ Σίλβιαν, ο Ναγκίσα Όσιμα ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λόρενς». Το προφίλ μιας ταινίας -που ποτέ δεν αγαπήθηκε ιδιαίτερα από την κριτική ή από τον κόσμο- ορίζεται ενίοτε από το στίγμα που αφήνει σε ορισμένους. Και κάμποσοι από αυτούς που μεγάλωναν τότε, 40 μόλις χρόνια πριν, έβρισκαν κάτι μυσταγωγικό στην σύμπραξη «κάποιου» Όσιμα με έναν κοτζάμ Μπόουι ντυμένο αξιωματικό του 2ου ΠΠ. Στα τέλη του ’80 ξέραμε ότι η μυσταγωγία οφειλόταν, τόσο κύρια, στη μουσική του «νεοφερμένου» Σακαμότο. Που έπαιζε (αξέχαστα) και στην ταινία και εδώ έκανε το ντεμπούτο του στο σάουντρακ. Η απαράμιλλα μελαγχολική πλευρά των ‘80ς είχε πολλές όψεις, όσοι δεν ήταν σωματικά/ψυχικά παρόντες θα χρειαστεί να μελετήσουν για την βρουν, και ανέτελλε, δεόντως, από μια ιδιοφυία της πλευράς του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Τέσσερα χρόνια μετά, «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας». Κάποιες συνεργασίες είναι γραμμένες στο προσκέφαλο της Μοίρας, σφυρηλατημένες σε μαγεμένο εργαστήρι κάποιου Ηφαίστου των τεχνών. Ήταν και ο Ντέβιντ Μπερν εκεί, τι να πεις για ΤΟ θέμα, για την συνύπαρξη των τρόπων, για τους τόπους της μουσικής, για το στοίχειωμα της ζωής μας τότε – κι έκτοτε. Όσκαρ βεβαίως, δεν μπορούσε να πάει αλλού το βραβείο – κι ας ήμασταν στην χρονιά της «Αυτοκρατορίας του Ήλιου» του Γουίλιαμς, κι ας ήμασταν στη χρονιά των «Αδιάφθορων» του Μορικόνε. Η «μουσική του κόσμου» έφτανε σε μια αποθέωση.
Το 1990 «Τσάι στη Σαχάρα», ξανά του Μπερτολούτσι, το ταξίδι πάει στην Βόρεια Αφρική, η έρημος αντηχεί, δονείται μελαγχολικά και επιθανάτια, η ελεγεία του Σακαμότο υπογραμμίζει το τέλος μιας σχέσης, στιγματίζει τις ζωηρότητες του πυρετού, του αισθησιασμού. Την επόμενη χρονιά Αλμοδόβαρ («Ψηλά Τακούνια»), μετά «Ανεμοδαρμένα Ύψη», «Ο Μικρός Βούδας» του Μπερτολούτσι που κανείς δεν ξαναβλέπει (ώστε εν μέρει να αναθεωρήσει) πια. Οι ταινίες έρχονται βροχηδόν κι εκείνος αποκρίνεται με την βεβαιότητα του εμπνευσμένου και το κύρος του αφοσιωμένου στην τέχνη του εργάτη. Ξανασυναντά και τον Όσιμα – ας πούμε στο «Ταμπού» (1998), όπου διατάσσει και τους μοντερνιστικούς του μυς. Υπογράφει συνθετικά και μια πληθώρα, μα πληθώρα, ταινιών μικρού μήκους, εμείς σας αφήνουμε μια διάσημη πρόσφατη («The Staggering Girl» του Λούκα Γκουαντανίνο), κυρίως γιατί αναδίδει μια τέτοια κομψότητα χορευτικού στυλ, μια τέτοια ποπ ανάταση που ανασαίνεις βαθιά και λικνίζεσαι στη ρυθμική του χάρη.
Αφήσαμε έξω πολλά. Τις καινοτομίες του, την ιδιοσυγκρασία που ήθελε να κρύβεται στην αυτάρκεια των πλήκτρων του, την σεμνή του αποστροφή για τα χρόνια που ήταν κεντρικό πρόσωπο στα t-shirt των κοριτσιών, την έλλειψη κάθε στόμφου (εμφανής και στο ότι δεν απασχόλησε τα media με την ασθένειά του και άφησε ο θάνατός του να γίνει γνωστός μετά την ταφή του), τις συνεργασίες και εκτός σάουντρακ, αλλά και πολλά ακόμα έργα του για το σινεμά που δεν χωρούν σε μια πεπερασμένη αναφορά.
Είναι μεγαλόστομο, αλλά δεν μας παίρνει να αγνοούμε καταθέσεις όπως του Ριουίτσι Σακαμότο. Όσο απομακρύνεσαι από το συναισθη(μα)τικό στίγμα που αφήνει το μυαλό τέτοιων δημιουργών μέσα σου, τόσο εγκαταλείπεσαι στο γήρας ενός αδιέξοδου εγωκεντρισμού.
Αντίο φίλε Ριουίτσι. Δεν θα σε χάσουμε, γιατί οι χώροι μας, μέσα κι έξω, είναι γεμάτοι από εσένα. Αλλά θα μας λείπεις. Και η μουσική σου ξέρει να περιγράψει καλύτερα το γιατί.