«Η άσκηση της Ελευθερίας είναι καλλιτεχνική υποχρέωση»: Ο Ρούι Πόσας, «μόνιμος» Φωτογράφος του Μιγκέλ Γκόμες, μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:19
4/12

«Η άσκηση της Ελευθερίας είναι καλλιτεχνική υποχρέωση»: Ο Ρούι Πόσας, «μόνιμος» Φωτογράφος του Μιγκέλ Γκόμες, μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ

Καλεσμένος του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου (5 - 18 Δεκεμβρίου), ο σημαντικός Πορτογάλος καλλιτέχνης μας μίλησε για το «Grand Tour», που απέφερε στον Γκόμες το Βραβείο Σκηνοθεσίας των Καννών, αλλά και την ιστορία μιας συνεργασίας, τους τρόπους της, καθώς και τις απόψεις του για το σινεμά που τον αντιπροσωπεύει.

Συνέντευξη στον Ηλία Δημόπουλο

20 χρόνια από την πρώτη σας συνεργασία με τον Μιγκέλ Γκόμες! Προφανώς, για εμάς τους θεατές τουλάχιστον, αυτή είναι μια αγαστή συνεργασία-καλλιτεχνικός δεσμός. Τι είναι αυτό που σας έλκει ιδιαίτερα σε αυτήν;

Σε κάθε νέο σχέδιο ο Μιγκέλ αντιπροσωπεύει για μένα μια νέα πρόκληση, όχι μόνο αυστηρά σε σχέση με την διεύθυνση φωτογραφίας, αλλά σχετικά με την άρθρωση μια φωτογραφικής γλώσσας με την πιο γενική διάσταση της έννοιας. Αυτό με συναρπάζει. Εν συνεχεία η δημιουργική διαδικασία είναι πάντοτε περιπετειώδης και το γύρισμα διαθέτει μια συνεχή ροπή στον αυτοσχεδιασμό και την καλή διάθεση.

Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε την μέθοδο δουλειάς στην συνεργασία; Υπάρχει ας πούμε μια αμοιβαία συμφωνία σε μια φωτογραφική «σύλληψη»;

Ασφαλώς. Τα πιο καίρια οπτικά γεγονότα προκαθορίζονται εξαρχής, όπως η απόφαση για ασπρόμαυρο ή η διαίρεση της ταινίας σε μέρη και είδη. Στην περίπτωσή του, οι αποφάσεις αυτές συμβαίνουν πριν καν υπάρξει σενάριο ή επιλεγούν οι τοποθεσίες των γυρισμάτων.

Πείτε μου για την συμβολή σας στο «Grand Tour». Διάβασα την αναφορά του κ. Γκόμες στο σάιτ της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Βρεθήκατε στην αποστολή του 2020 στην Ασία;

Όταν το 2018 ο Μιγκέλ μου είπε για το σχέδιο του «Grand Tour» και το πώς ήθελε να το προσεγγίσει, ενδιαφέρθηκα αμέσως. Το γύρισμα έλαβε χώρα σε δύο ξεχωριστές φάσεις, τόσο γεωγραφικά όσο και χρονικά. Το πρώτο μέρος θα γυριζόταν με μια μικρή ομάδα και τον συνάδελφό μου Σαγιομπού Μουκντιπρόμ στην ΝΑ Ασία. Αργότερα, βασισμένοι σε αυτό το «ντοκιμαντερίστικο» υλικό, θα γραφόταν το σενάριο της μυθοπλασίας. Τότε θα εισερχόμουν στο σχέδιο, φροντίζοντας την δεύτερη εποχή γυρισμάτων, όταν θα είχαμε πλέον και τους ηθοποιούς, η οποία θα λάμβανε χώρα αποκλειστικά σε στούντιο. Το γύρισμα αυτό θα περιελάμβανε «επιστροφή» σε τοποθεσίες όπου είχαν λάβει χώρα τα πρώτα γυρίσματα, πλέον όμως με άλλη προσέγγιση καθώς η δράση ήταν τοποθετημένη στα 1918, και η σκηνογραφία ήταν ανασυντεθειμένη σε στούντιο με «τοποθεσίες» περίπλοκες, όπως το ποτάμι εν μέσω καταιγίδας, ένας γιαπωνέζικος χιονισμένος ναός, ένα δάσος μπαμπού ή ένα λιμάνι που βλέπει τον ωκεανό. Για αυτή την ασυνήθιστη αποστολή εργάστηκα προπαρασκευαστικά για μήνες με την ομάδα σκηνογραφίας προσαρμόζοντας κλίμακες, τοποθετήσεις σε πιθανά στούντιο και βοηθητικούς πόρους και, φυσικά, όχι μόνο τον λεπτομερή φωτισμό κάθε σκηνής σε σχέση με το χρονολόγιο του έργου αλλά και τις μετεωρολογικές συνθήκες και τις συναισθηματικές διαθέσεις των σκηνών.

Βλέποντάς το αισθανόμουν μια σειρά επιρροών να αλληλεπιδρά με το έργο και να δημιουργεί την αύρα του, από τον Στέρνμπεργκ, τον Μούρναου και τον Τσάπλιν, μέχρι τον Γκάι Μάντεν αλλά και την δική σας δουλειά στο «Tabu» με μια sui generis ζεστασιά και, παρά την ιστορία του έργου, μια κατάφαση στη ζωή. Υπήρξαν συνειδητές επιδράσεις στην φωτογραφική σύλληψη του έργου;

Συνειδητές και μη συνειδητές. Πρέπει να διασαφηνίσω ότι δεν υπήρξαν άμεσες αναφορές από άλλες ταινίες. Ήμασταν εν συνειδήσει ενός αιώνα σινεμά πίσω μας και δεν ήταν απαραίτητο να καλέσουμε τα πνεύματα των προγόνων μας. Ήταν αρκετό ότι γυρίζαμε σε ασπρόμαυρο φιλμ σε ένα κατασκευασμένο σκηνικό σε ένα πλατώ και με μια μυθοπλασία τοποθετημένη στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα πνεύματα ήταν παρόντα στο στούντιο, διαρκώς.

Ήταν σημαντικό να «συγχρονίσετε» την δουλειά σας με αυτήν των δύο άλλων διευθυντών φωτογραφίας;

Εξαρχής ήταν ξεκάθαρο ότι η προσέγγισή μου θα ήταν εντελώς διάφορη. Είδα βέβαια το υλικό των συναδέλφων, το οποίο και βρήκα θαυμάσιο. Αλλά ήμουν υπεύθυνος για την «αναχρονιστική» μεριά του έργου, τόσο χρονολογικά όσο και στιλιστικά.

Ποιες ήταν οι δυσκολίες γυρίσματος μιας ταινίας που το σενάριο γράφεται εκ των υστέρων, σε συνεργασία και συζήτηση με τα κάδρα;

Καμμία δυσκολία, ατόφια ευχαρίστηση.

Βλέπετε κάποια θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στην προσέγγιση μιας παραδοσιακής αφηγηματικής ταινίας και αυτή μιας πειραματικής;

Η παραδοσιακή αφήγηση μυθοπλασίας συνήθως στηρίζεται σε ένα σετ προαπαιτούμενων όπως η οπτική συνέχεια, το εύλογο timeline και μια σειρά συμβάσεων που χρειάζονται ώστε το κοινό να ακολουθήσει την λογική εξέλιξη μιας ιστορίας. Για μένα, η γοητεία της πειραματικής ταινίας είναι το να αλλάξεις, να ανατρέψεις και να τεντώσεις όλα αυτά τα δεδομένα, να δοκιμάσεις νέες συλλήψεις, να τεστάρεις άλλους τρόπους, να παίξεις με τις προσδοκίες ή και να αναπτύξεις μια καινοτόμο φιλμική γλώσσα.

Πρόσφατα η κ. Αγγελίδη, που τιμάται φέτος στο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, ανέφερε μια αρνητική κριτική εποχής για την ταινία της «Idées fixes/Dies irae» (1977) που την κατηγόρησε ότι «ράβει δίχως νήμα». Είναι το πειραματικό σινεμά πιο απελευθερωτικό ακριβώς για αυτόν τον λόγο;

Απολύτως.

Σε σχέση με το παραπάνω, πώς βλέπετε την ποικιλοτρόπως πολιτική διάσταση και δυνατότητα των πειραματικών αφηγήσεων;

Εκτιμώ, η άσκηση της ελευθερίας είναι υποχρέωση σε κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Όχι μόνο ως έκφραση ελευθερίας καθαυτή, αλλά επειδή η ύπαρξη ελευθερίας, και η συνεπακόλουθη νοοτροπία της, είναι η απαραίτητη συνθήκη που επιτρέπει στους ανθρώπους να ανοιχτούν σε νέες δυνατότητες έκφρασης, συχνά απρόβλεπτες και απίθανες.

Τι σας οδηγεί καλλιτεχνικά;

Νομίζω η αναζήτηση, η διερώτηση και η αμφισβήτηση. Η αντισυμβατικότητα χαρακτήρισε τον σχηματισμό της γενιάς μου. Βέβαια, ως ενήλικος, προσπαθώ να μην καταβροχθιστώ από μια υπερβολική ανησυχία που μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγική. Αλλά υπάρχει κάτι στην ετεροδοξία που με υπηρετεί δημιουργικά και προσωπικά και καθρεφτίζεται στο πώς κάνω τη δουλειά μου.

Υποθέτοντας ένα ταξίδι στον χωροχρόνο, όπως στο «Grand Tour», υπάρχουν σκηνοθέτες που θα βλέπατε σαν ιδεώδεις καλλιτεχνικούς παρτενέρ; Γιατί;

Πρέπει να πω ότι έχω υπάρξει πολύ τυχερός συνεργαζόμενος με εξαιρετικούς δημιουργούς στην καριέρα μου. Καλλιτέχνες που εξακολουθούν να αμφισβητούν και να προχωρούν αυτό το θαυμάσιο μέσο έκφρασης που είναι ο Κινηματογράφος, που ριψοκινδυνεύουν με νέες ιδέες. Είναι προνόμιο να μπορώ να συνδιαλέγομαι καλλιτεχνικά μαζί τους. Το να έχω την ευκαιρία να συναντήσω και να δουλέψω με τόσους ακόμα θα ήταν το πιο μεγάλο δώρο.

Κι αν μιλούσαμε για Φωτογράφους που σας ενέπνευσαν ή κάποτε «ζηλέψατε» δουλειά τους;

Να σας πως μερικούς: Γκρεγκ Τόλαντ, Τζακ Κάρντιφ, Σβεν Νίκβιστ, Τζουζέπε Ροτούνο, Νέστορ Αλμέντρος, Μπόρις Κάουφμαν, Έντουαρντ Κλοζίνσκι, Γκαμπριέλ Φιγκουερόα, Ζαν Ραμπιέ, Καρλ Στρους, Ρόμπι Μίλερ, Τζάνι ντι Βενάντσο, Χοσέ Λουίς Αλκάινε, Ασακάζου Νακάι, Φρέντι Γιανγκ, Ανρί Αλεκάν, Εντ Λάκμαν, Λουτσιάνο Τοβόλι… Έχω βαθύ θαυμασμό στη δουλειά τους, στις καινοτομίες τους, στα όσα ρίσκαραν για το όραμά τους. Δεν τους ζηλεύω, με όποιον τρόπο. Περισσότερο τους νοιώθω σαν εμπνεύσεις που μας συντροφεύουν. Τους αισθάνομαι κοντά σαν συντρόφους μιας όμορφης, αέναης περιπέτειας.  

Σας ευχαριστώ, ήταν προνόμιο η κουβέντα μαζί σας.

INFO
H ταινία «Grand Tour» θα προβληθεί την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου στις 19:30 στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου. Αναλυτικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ εδώ.